Σύμφωνα με έρευνα, το άγχος μπορεί να διαθέτει και μια θετική πλευρά: Όταν νιώθουμε άγχος σε μια νέα κατάσταση, αυτό μπορεί να μας βοηθήσει να τη θυμόμαστε πιο έντονα και καθαρά. Τα μεγάλα επίπεδα άγχους, βέβαια, φαίνεται να έχουν αντίθετα αποτελέσματα, δυσχεραίνοντας τη διαδικασία ανάκλησης και κάνοντας τους ανθρώπους να θυμούνται ουδέτερες λεπτομέρειες υπό αρνητικό φως.
Η έρευνα, δημοσιευμένη στο επιστημονικό περιοδικό Brain Sciences, επιβεβαιώνει ότι η λίγη νευρικότητα μπορεί να είναι καλό πράγμα τελικά, σημειώνει η Myra Fernandes, μία εκ των συγγραφέων της έρευνας και καθηγήτρια ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Waterloo στον Καναδά. «Σας προσφέρει μια οξυμένη αίσθηση επίγνωσης και σας συντονίζει με λεπτομέρειες που διαφορετικά δεν θα προσέχατε», λέει. «Αυτό είναι εξαιρετικά θετικό, όταν προσπαθείτε να θυμηθείτε αργότερα κάτι».
Advertisment
Αλλά δείχνει επίσης ότι το άγχος μπορεί να χρωματίσει το φακό, μέσα από τον οποίο οι άνθρωποι θυμούνται γεγονότα, αλληλεπιδράσεις και συζητήσεις από το παρελθόν τους, προσθέτει η Fernandes. Όταν τα επίπεδα του άγχους ανέβουν κατά πολύ, όμως, τονίζει, κάνει τους ανθρώπους να απομακρύνονται από το περιβάλλον τους και δεν τους βοηθά στο να λαμβάνουν δεδομένα και να τα αποθηκεύουν ως μνήμες.
Στην έρευνα συμμετείχαν 80 προπτυχιακοί φοιτητές ψυχολογίας, στους οποίους δόθηκε ένα ερωτηματολόγιο, το οποίο καθόριζε τα επίπεδα του καθημερινού τους άγχους. Ρωτήθηκαν, για παράδειγμα, πόσο συχνά την τελευταία εβδομάδα είχαν νιώσει συμπτώματα όπως ξηρότητα στο στόμα ή τρέμουλο. Οι φοιτητές κατηγοριοποιήθηκαν ανάμεσα στις κατηγορίες του «χαμηλού επιπέδου» και «υψηλού επιπέδου» άγχους, παρόλο που όλοι είχαν διαχειρίσιμα επίπεδα (εκείνοι που διαγνώστηκαν με αγχώδη διαταραχή αποκλείστηκαν από την έρευνα).
Ύστερα, τους ζητήθηκε να μελετήσουν μια σειρά λέξεων, καθώς αυτές περνούσαν από την οθόνη του υπολογιστή και να απαντήσουν σε απλές ερωτήσεις για το νόημα ή την ορθογραφία τους. Ορισμένες από αυτές τις λέξεις ήταν τοποθετημένες πάνω σε αρνητικές εικόνες, όπως η φωτογραφία ενός αυτοκινητιστικού ατυχήματος και κάποιες άλλες βρίσκονταν πάνω σε ουδέτερες εικόνες, όπως μίας βάρκας ή ενός σπιτιού.
Advertisment
Αργότερα, οι μαθητές χρειάστηκε να ανακαλέσουν τις λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν στο πείραμα. Σε γενικές γραμμές, η μνημονική επίδοση δεν διέφερε σε σχέση με τα επίπεδα άγχους: Όσοι είχαν χαμηλά επίπεδα άγχους ήταν καλύτεροι στο να θυμούνται ορισμένες λέξεις και άλλοι με υψηλά επίπεδα άγχους ήταν καλύτεροι στο να θυμούνται άλλες.
Όμως, υπήρχε μια ενδιαφέρουσα διαφορά. Οι ερευνητές υποπτεύθηκαν ότι οι συμμετέχοντες θυμούνταν με μεγαλύτερη ακρίβεια λέξεις που παρουσιάζονταν πάνω από αρνητικές εικόνες σε σύγκριση με εκείνες που βρίσκονταν πάνω από ουδέτερες εικόνες, καθώς οι προηγούμενες έρευνες είχαν υποδείξει ότι το συναισθηματικό πλαίσιο μπορεί να ενισχύσει τη μνήμη. Αλλά αυτό ίσχυε μόνο για τους συμμετέχοντες με υψηλά επίπεδα άγχους – δείχνοντας ότι ήταν πιο ευάλωτοι σε αυτό το είδος επιρροής. «Οι αναμνήσεις τους ήταν πιο συναισθηματικά έντονες» σημειώνει η Fernandes «και έτσι πιο εύκολο να ανακληθούν στη μνήμη».
Συμπερασματικά, αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι οι αγχώδεις άνθρωποι έχουν το πλεονέκτημα της μνήμης σε σύγκριση με τους μη αγχώδεις, ειδικά σε συναισθηματικές καταστάσεις. Αλλά υπάρχει επίσης ένα μειονέκτημα σε όλο αυτό: μέσα από τα αποτελέσματα, φαίνεται πώς οι άνθρωποι μπορούν να υιοθετήσουν ένα «αρνητικό μοντέλο ανάκλησης», το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε σαφώς διαστρεβλωμένες αναμνήσεις. «Για όσους έχουν υψηλά επίπεδα άγχους, το συναισθηματικό πλαίσιο στο φόντο αλλοιώνει τη μετέπειτα ανάμνηση αυτών των λέξεων, που κατά τ’ άλλα ήταν ουδέτερες», διαπιστώνει η Fernandes.
Ένας άλλος ερευνητής της παρούσας μελέτης, ο Christopher Lee, αναφέρει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν πιθανότατα βιώσει αυτό τον τύπο διαστρεβλωμένης μνήμης κάποια στιγμή. «Ας πούμε ότι περνάτε τη χειρότερη μέρα -παρακοιμηθήκατε, γλιστρήσατε και πέσατε στη λάσπη- και ύστερα ο υπάλληλος του καφέ σας κάνει μια εντελώς ουδέτερη ερώτηση, όπως το αν θέλετε κανέλα στον καπουτσίνο σας. Επειδή όμως, εσείς έχετε εισέλθει σε μια κατάσταση με τελείως αρνητική διάθεση, μπορεί να τον θυμάστε ύστερα ως αγενή ή εχθρικό ή απαίσιο για κάποιο λόγο, ακόμα κι αν δεν ίσχυε αυτό».
Η έρευνα συμπεραίνει ότι όσο πιο αγχώδεις είστε, τόσο πιο ευάλωτοι μπορεί να είστε και σε αυτή την επίδραση. Ένα από τα πρακτικά συμπεράσματα που μπορούμε να βγάλουμε από αυτή την έρευνα είναι ότι χρειάζεται να έχουμε επίγνωση των προκαταλήψεων που δημιουργούμε στη μνήμη μας και στο πώς αυτές μπορούν να επηρεάσουν όσα θυμόμαστε και πιστεύουμε αργότερα.
Τα υψηλά επίπεδα άγχους μπορεί να έχουν και άλλες βλαβερές συνέπειες στη μνήμη. Ξέρουμε από άλλες έρευνες ότι όχι μόνο επηρεάζει την ερμηνεία των γεγονότων, αλλά ακόμα και το πώς θα τα αντιληφθούμε εκείνη τη στιγμή. Μετά από ένα σημείο, μας κάνει να απομονωνόμαστε, να στρεφόμαστε προς τα εμάς, να αναμασάμε, να παθαίνουμε εμμονή, αντί να παρατηρούμε πραγματικά τι συμβαίνει γύρω μας.
Αλλά σε γενικές γραμμές, ένα μικρό ποσοστό άγχους είναι μάλλον καλύτερο από το να μην έχουμε καθόλου -ειδικά πριν από γεγονότα, όπως σημαντικές συναντήσεις, διαγωνισμούς ή προσωπικών στιγμών, όπως ο γάμος. Αυτές οι πεταλούδες στο στομάχι μπορεί να κάνουν τις στιγμές εκείνες αξέχαστες!
Άρθρο της Amanda MacMillan