«Σκεφτόμουν πως αν αποκτήσω θάρρος, θα γίνω τραγουδίστρια. Όμως ήμουν πάντα συνεσταλμένη. Και είχα ανέκαθεν αυτή την αμφίσημη αίσθηση ότι ήθελα να βρίσκομαι στο επίκεντρο της προσοχής και κάτω από τους προβολείς, αλλά ήμουν υπερβολικά ντροπαλή για να βγω στο προσκήνιο». – Κάρλι Σάιμον, τραγουδίστρια
Η συστολή μπορεί να συνιστά μοναχική εμπειρία, που μπορεί επίσης να οδηγήσει και σε απομόνωση. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι μισοί από εμάς είμαστε συνεσταλμένοι, γιατί νιώθουμε τόσο μόνοι;
Advertisment
«Θα ήθελα ευχαρίστως να μιλήσω για την εσωστρέφειά μου, την οποία αντιμετωπίζω ως τρόπο σκέψης, αλλά νιώθω αμήχανα να μιλήσω για τη συστολή μου. Φαντάζει παιδιάστικη, σαν κάτι που πρέπει να ξεπεράσω» – Ανώνυμος
Η συστολή βρίθει από άγχος, ντροπή και αμηχανία. Τα συναισθήματα αυτά υποδηλώνουν ότι δεν θέλουμε να μοιραστούμε την εμπειρία της συστολής μας με άλλους. Μπορεί να φαντάζει ως κάτι το οποίο μας βασανίζει.
«Είναι πιο αποδεκτό να μιλήσω για την εσωστρέφειά μου, όμως είναι απογοητευτικό, επειδή δεν είμαι εσωστρεφής. Λαχταρώ και ενεργοποιούμαι από τη συναναστροφή. Είναι «της μόδας» να είναι κανείς σήμερα εσωστρεφής. Αλλά είναι ταμπού να μιλήσει κάποιος για τη συστολή». – Σάρα
Advertisment
Όταν νιώθουμε συστολή, αποσυρόμαστε στο παρασκήνιο της ζωής μας. Ο αγώνας μας είναι σιωπηλός. Όλη η αρνητική συνομιλία με τον εαυτό μας, η καταστροφολογία, η αμηχανία και η παράξενη διάθεση εξελίσσονται στο μυαλό μας. Τα σωματικά συμπτώματα είναι κυρίως αόρατα.
Δεν δίνουμε το παρών, δεν εκφράζουμε και δεν υπερασπιζόμαστε τις θέσεις μας. Και επειδή δεν είμαστε ορατοί και δεν ακουγόμαστε, οι φωνές μας απουσιάζουν από τη συζήτηση. Αυτό σημαίνει ότι δεν μας βλέπουν ούτε οι υπόλοιποι συνεσταλμένοι άνθρωποι. Και αυτό έχει ως μόνο αποτέλεσμα να ενισχύεται η αίσθηση απομόνωσης που βιώνουμε.
Η συστολή δεν αποτελεί ουσιαστικά καίριο θέμα συζήτησης. Πότε ήταν η τελευταία φορά που σας είπε κάποιος ότι αισθάνεται συστολή; Χμ. Συμφωνώ. Δεν είμαι σίγουρη ότι το είχα καν παραδεχτεί στον εαυτό μου, έως ότου καταπιάστηκα με αυτό το πρότζεκτ. Δεν είναι το ίδιο με το να δείχνει κάποιος με περηφάνια το τατουάζ που έκανε πρόσφατα, σωστά; Προκαλεί μάλλον αμηχανία.
«Δεν μιλάω για τη συστολή μου. Δεν νομίζω ότι έχω μιλήσει ποτέ γι’ αυτό. Νιώθω ντροπή». – Ρόζι
Το γεγονός ότι οι συνεσταλμένοι άνθρωποι είμαστε ήσυχοι, δεν μας αρέσει να φωνάζουμε τα συναισθήματά μας –ή οτιδήποτε άλλο, για την ακρίβεια– κάνει πολύ λιγότερο πιθανό να θέλουμε να μιλήσουμε ανοιχτά για τη συστολή μας.
Εδώ υπάρχει ένας κύκλος. Ένας φαύλος κύκλος συστολής:
ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΑΓΧΟΥΣ > ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ > ΚΡΥΒΟΜΑΣΤΕ >ΑΠΟΜΟΝΩΝΟΜΑΣΤΕ
Και πάλι από την αρχή.
Μας αρέσει να κρυβόμαστε στο παρασκήνιο και να φοράμε τον μανδύα που μας κάνει αόρατους. Και τι θα ταίριαζε με αυτόν τον μανδύα; Ξέρω. Μια μάσκα.
Κρύβουμε τη συστολή μας γιατί νιώθουμε ντροπή και αμηχανία. Καλύπτουμε αυτό που είμαστε πραγματικά, προσποιούμενοι ότι είμαστε κάτι που δεν είμαστε. Ανησυχούμε ότι αν αποκαλύψουμε αυτό που είμαστε πραγματικά, αυτό θα μας κάνει ανάξιους να μας αγαπήσουν και αποκρουστικούς, οπότε φοράμε τη μάσκα μας για να προστατευτούμε από την αποτυχία και την απόρριψη και να παραμείνουμε ασφαλείς μακριά από κρίσεις και επικρίσεις.
Και υπάρχουν μπόλικες μάσκες για να διαλέξουμε. Είτε αναζητάτε κάτι φανταχτερό με δόση χιούμορ είτε μια λαμπερή, σαρκαστική αμφίεση ή μια αιχμηρή μάσκα με έντονες γωνίες, θα υπάρχει οπωσδήποτε κάποια που θα σας ταιριάζει απόλυτα.
Η επιλογή της μάσκας μας θα μπορούσε να συνιστά συνειδητή προσπάθεια εξαπάτησης των ανθρώπων ώστε να θεωρήσουν ότι διαθέτουμε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και είμαστε περισσότερο εσωστρεφείς από ό,τι είμαστε στην πραγματικότητα. Ενώ είναι επίσης πιθανό να καμουφλάρουμε τη συστολή μας υποσυνείδητα, χωρίς καν να αντιλαμβανόμαστε ότι το κάνουμε.
Πανδημία συστολής
Το 2020, όταν ο Covid19 σάρωσε τον πλανήτη, χάσαμε τόσο πολλά και η ζωή μας άλλαξε δραματικά. Κάθε τόσο εκπλήσσομαι με τη φρενίτιδα που επικρατούσε σχετικά· με το πώς εκείνη την περίοδο η ζωή μας συρρικνώθηκε και περιορίστηκε στους τέσσερις τοίχους μας και στη μικρή αυλή μας, όλα ανάκατα και στριμωγμένα, χάνοντας μαθήματα στο σχολείο, απέχοντας από την εργασία μας και χάνοντας τις κοινωνικές επαφές και τις αγκαλιές.
«Δεν έχω συνηθίσει να συμμετέχω σε ομαδικές καταστάσεις, όπως συσκέψεις ή μαθήματα. Σε αυτές τις περιστάσεις, νιώθω συστολή. Δεν έχω μιλήσει σε κάποια μεγάλη ομάδα για πάνω από ενάμιση χρόνο και μόνο η σκέψη μού φέρνει αναγούλα». – Άλεξ
Αντικαταστήσαμε τη μετακίνηση προς τη δουλειά μας με τις βόλτες μέσα στο σπίτι με τις παντόφλες και τις ψυχρές συνομιλίες με τη βόλτα του σκύλου και τα podcast. Αντί να δουλεύουμε στον χώρο εργασίας μας, φορούσαμε μάσκες και στηνόμασταν στις ουρές των σουπερμάρκετ, με δύο μέτρα απόσταση μεταξύ μας. Η φυσική επαφή και η συναναστροφή έγινε επικίνδυνη και τρομακτική. Ζήτημα ζωής και θανάτου. Πολλοί από εμάς μετά βίας βγαίναμε από το σπίτι για μήνες. Ήταν μια μοναχική ζωή.
Και το να φοράμε μάσκες έγινε ο κανόνας.
Υπό μία έννοια, μου άρεσε να φορώ μάσκα, επειδή μπορούσα να κρυφτώ πίσω από αυτή. Μου άρεσε το γεγονός ότι μπορούσα να αποφύγω τη συνάντηση με ανθρώπους στον δρόμο και την ψιλοκουβέντα, επειδή κανένας δεν ήξερε ποια ήμουν. Το ζήτημα ήταν ότι η ήδη σιγανή φωνή μου πλέον δεν ακουγόταν καθόλου και κανείς δεν μπορούσε να ακούσει λέξη από όσα έλεγα. Κατέληγα, λοιπόν, να επαναλαμβάνομαι τουλάχιστον τρεις φορές. Ήταν εξαντλητικό.
Η πανδημία μάς μετέτρεψε σε κοινωνία παρανοϊκών. Ενώ η αστυνομία περιπολούσε στους δρόμους και στα πάρκα αναζητώντας παραβάτες και ο κόσμος κατήγγελλε τους γείτονές του για παραβίαση των κανόνων κοινωνικής απόστασης, εμείς νιώθαμε ότι οι άλλοι μας επέκριναν. Ήταν σαν σκηνικό από κάποια σκοτεινή ταινία, ενώ παράλληλα μας είχε καταπλακώσει μια ατμόσφαιρα φόβου.
Σύμφωνα με μια έρευνα, χρειάζονται δύο έως οχτώ μήνες για να διαμορφώσουμε μια συνήθεια. Ο ένας χρόνος μέσα και έξω από την καραντίνα είχε ως αποτέλεσμα να ενταθούν και να ενισχυθούν οι κοινωνικά αγχώδεις τάσεις μας.
Μετά από μήνες απομόνωσης, συνηθίσαμε τόσο πολύ να είμαστε μόνοι ή ασφαλείς εγκλωβισμένοι στα σπίτια μας, που η επιστροφή στις κοινωνικές καταστάσεις της πραγματικής ζωής φάνταζε σαφώς μη ελκυστική σε πολλούς. Οι κοινωνικές μας δεξιότητες διαβρώθηκαν έως και εξαλείφθηκαν. Ακόμα και άνθρωποι που δεν ήταν συνεσταλμένοι προηγουμένως άρχισαν να βιώνουν κοινωνικό άγχος.
«Επειδή δεν είχα ποτέ ιδιαίτερη πρακτική εμπειρία στις κοινωνικές συναναστροφές, χειροτέρεψα. Πήγαινα στο σουπερμάρκετ, και αυτό ήταν μια από τις πιο τρομακτικές εμπειρίες της ζωής μου. Τα φώτα ήταν πολύ έντονα, ένιωθα λες και ήμουν εμπόδιο για τους πάντες, ένιωθα πως όλοι με κοίταζαν». – Ρέιτσελ
Οι αλλαγές στην κοινωνία και ο τρόπος που επικοινωνούμε επηρεάζουν τις κοινωνικές μας δεξιότητες, και αυτό ασκεί μέγιστη επίδραση στη συστολή μας.
«Θεωρώ ότι σιγά σιγά η συστολή μου αυξάνεται. Τα δύο τελευταία χρόνια τα πέρασα δουλεύοντας σκληρά πάνω στις κοινωνικές μου δεξιότητες και έκανα σχέδια για να εντείνω περαιτέρω την προσπάθειά μου φέτος. Η πανδημία με έκανε να θέλω να κλειστώ μέσα σε μια γυάλα και να αποφύγω κάθε επαφή και επικοινωνία. Ένιωσα μεγάλη απογοήτευση που ήμουν και πάλι στην αρχή όσον αφορά τη συστολή μου». – Χαμπάμπ
Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο Ντροπαλοί και Δυνατοί της Nadia Finer. Το βιβλίο κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Διόπτρα. Διαβάστε τις πρώτες σελίδες του βιβλίου.