Ο υπερθυρεοειδισμός ή υπερδραστήριος θυρεοειδής αδένας, επηρεάζει έως και το 3% του πληθυσμού και έχει μακροπρόθεσμα επιπτώσεις στην καρδιά και τον μεταβολισμό. Μέχρι σήμερα παρέμενε ασαφής η καλύτερη θεραπευτική επιλογή. Η θεραπεία του υπερθυρεοειδισμού με ραδιενεργό ιώδιο ή χειρουργική επέμβαση, συσχετίστηκε με μειωμένο κίνδυνο θανάτου, σύμφωνα με έρευνα που παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο της Ενδοκρινικής Εταιρείας, στο Σικάγο (ENDO 2023).
Η καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας στο Πανεπιστήμιο του Birmingham, Kristien Boelaert, και οι συνεργάτες της, εντόπισαν 55.318 ασθενείς με πρόσφατα διαγνωσμένο υπερθυρεοειδισμό, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε θεραπεία με αντιθυρεοειδικά φάρμακα (77,6%), ραδιενεργό ιώδιο (14,6%) ή θυρεοειδεκτομή (7,8%), από μια βάση δεδομένων ηλεκτρονικών αρχείων υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου για τη Μελέτη EGRET.
Advertisment
Εξέτασαν τη θνησιμότητα από όλες τις αιτίες, τα κύρια καρδιαγγειακά συμβάντα (καρδιαγγειακός θάνατος, καρδιακή ανεπάρκεια ή εγκεφαλικό) και την παχυσαρκία μετά τη θεραπεία. Η μέση παρακολούθηση διήρκεσε περίπου 12 χρόνια. Όσοι έλαβαν θεραπεία με αντιθυρεοειδικά φάρμακα είχαν εκτιμώμενη μέση επιβίωση 12 ετών, σύμφωνα με τα δεδομένα.
Η επιβίωση αυξήθηκε για όσους υποβλήθηκαν σε θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο κατά 1,7 έτη και για όσους έκαναν θυρεοειδεκτομή κατά 1,1 έτη. Τα άτομα που έλαβαν θεραπεία με αντιθυρεοειδικά φάρμακα, είχαν εκτιμώμενο κίνδυνο 10,2% για μείζονα καρδιαγγειακά συμβάντα, ο οποίος αυξήθηκε σημαντικά κατά 1,3% επιπλέον με ραδιενεργό ιώδιο αλλά όχι με θυρεοειδεκτομή.
Αυτές οι οριστικές θεραπείες συσχετίστηκαν με σημαντικά αυξημένη επιβίωση, παρά τον μικρό αυξημένο κίνδυνο για συνολική αύξηση του βάρους. Για παράδειγμα, η θυρεοειδεκτομή συσχετίστηκε με αυξημένη πιθανότητα παχυσαρκίας τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες. Η θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο οδήγησε σε αυξημένο κίνδυνο παχυσαρκίας στις γυναίκες, αλλά όχι στους άνδρες.
Advertisment
«Τα ευρήματά μας είναι σημαντικά και θα επικαιροποιήσουν τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων για τους ασθενείς και τους κλινικούς γιατρούς όταν εξετάζουν τις βέλτιστες επιλογές θεραπείας και είναι πιθανό να επηρεάσουν τις κατευθυντήριες γραμμές κλινικής πρακτικής στο μέλλον», είπε η Boelaert.
Με πληροφορίες από onmed.gr