Ένα καλοκαίρι, τη μέρα της 15ης Αυγούστου, είχαν βγάλει στην εκκλησιά, απάνω στο προσκυνητάρι, το κόνισμα της Κοίμησης της Παναγίας: Η μάνα του Χριστού ξαπλωμένη με σταυρό τα χέρια, δεξά της ένας άγγελος, ζερβά ο διάβολος είχαν χιμήξει να πάρουν την ψυχή της· ο άγγελος είχε τραβήξει το σπαθί του, είχε κόψει από τους αρμούς τα δυο χέρια του διαβόλου και κρέμουνταν ανάερα κι έσταζαν αίματα.
Κοίταζα το κόνισμα κι η καρδιά μου φούσκωνε χαρούμενη – ετούτη είναι η Κρήτη, έλεγα, ετούτος ο μαύρος δαίμονας είναι ο Τούρκος, κι ο κάτασπρος άγγελος ο Έλληνας βασιλιάς… Ο Έλληνας βασιλιάς θα κόψει τα χέρια του Τούρκου μια μέρα. Πότε; Σαν μεγαλώσω… συλλογίζουμουν και φούσκωνε το παιδικό μου στήθος.
Advertisment
Το τρυφερό παιδικό στήθος μου άρχισε να γεμίζει λαχτάρα και μίσος, κι έσφιγγα κι εγώ τη μικρή μου γροθιά να μπω στον αγώνα· ήξερα καλά με ποιον από τους δυο που πάλευαν ήταν το χρέος μου, και βιάζουμουν να μεγαλώσω, να μπω κι εγώ στη σειρά πίσω από τον παππού μου, πίσω από τον κύρη μου, να πολεμήσω.
Αυτός ήταν ο σπόρος. Από αυτόν φύτρωσε, βλαστάρωσε, άνθισε και κάρπισε αλάκερο το δέντρο της ζωής μου. Όχι ο φόβος, μήτε ο πόνος, μήτε η χαρά και το παιχνίδι πρωτοτάραξαν την ψυχή μου· παρά η λαχτάρα της λευτεριάς.
Να λευτερωθώ από τι; Από ποιον; Σιγά σιγά, με τον καιρό, ανέβαινα τον κακοτράχαλο ανήφορο της λευτεριάς, να λευτερωθείς πρώτα πρώτα από τον Τούρκο, αυτό ήταν το πρώτο σκαλοπάτι, έπειτα, αργότερα άρχισε ο καινούριος αυτός αγώνας, να λευτερωθείς από τον μέσα Τούρκο – από την αμάθεια, από την κάκητα, από το φθόνο, από το φόβο, από την τεμπελιά, από τις φανταχτερές ψεύτικες ιδέες, και τέλος, από τα είδωλα, όλα τα είδωλα, και τα πιο σεβαστά κι αγαπημένα.
Advertisment
Με τον καιρό, σαν μεγάλωσα και πλάτυνε ο νους, το πάλεμα πλάταινε κι αυτό, ξεχείλιζε από την Κρήτη και την Ελλάδα, ξεσπούσε σε όλο τον καιρό και τον τόπο, έπιανε τα ιστορικά του ανθρώπου, δεν ήταν πια η Κρήτη κι η Τουρκιά που πάλευαν, ήταν το Καλό και το Κακό, το Φως και το Σκοτάδι, ο Θεός κι ο Διάβολος.
Πάντα το ίδιο πάλεμα, το αιώνιο, και πάντα πίσω από το Καλό, από το Φως κι από το Θεό, η Κρήτη, και πίσω από το Κακό, από το Σκοτάδι και το Διάβολο, η Τουρκιά. Κι έτσι, με το να τύχει να γεννηθώ Κρητικός, σε μια κρίσιμη στιγμή που μάχουνταν η Κρήτη να λευτερωθεί, ένιωσα από μικρό παιδί πως στον κόσμο υπάρχει ένα αγαθό πιο πολύτιμο από τη ζωή, πιο γλυκό από την ευτυχία, η λευτεριά.
Ήταν ένας γερο-καπετάνιος, τον έλεγαν Πολυμαντιλά, γιατί είχε πάντα απάνω του πολλά μαντίλια – ένα στο κεφάλι, ένα κάτω από τη ζερβή αμασκάλη, δυο κρέμουνταν στο μεταξωτό ζωνάρι του κι ένα κρατούσε στο χέρι και σκούπιζε το κούτελό του που ήταν πάντα ιδρωμένο.
Ήταν φίλος του πατέρα μου κι έρχουνταν συχνά στο μαγαζί του, μαζεύουνταν γύρα του οι νιότεροι, του παράγγελνε ο πατέρας μου καφέ και ναργιλέ, άνοιγε αυτός την ταμπακιέρα του, στούμπωνε τα ρουθούνια του με ταμπάκο, φτερνίζουνταν κι άρχιζε να μιλάει.
Στέκουμουν εγώ παράμερα και τον άκουγα· πόλεμοι, γιουρούσια, σφαγές, το Μεγάλο Κάστρο αφανίζουνταν, σηκώνουνταν μπροστά μου τα βουνά της Κρήτης, γέμιζε ο αγέρας μουγκρητά, μούγκριζαν οι Χριστιανοί, μούγκριζαν οι Τούρκοι, άστραφταν τα μάτια μου από τις ασημένιες κουμπούρες. Ήταν η Κρήτη κι η Τουρκιά και πάλευαν. «Ελευτερία!» φώναζε ο ένας. «Θάνατος!» απηλογιόταν ο άλλος, και το μυαλό μου γέμιζε αίματα.
Μια μέρα ο γερο-καπετάνιος στράφηκε, μεσοκάμνυσε21 τα μάτια, με ζύγιασε με τη ματιά του:
– Ο κόρακας περιστέρια δε γεννάει! μου λέει· κατάλαβες, παλικαράκι μου;
Κοκκίνισα.
– Όχι, καπετάνιο, αποκρίθηκα.
– Παλικάρι είναι ο κύρης σου, παλικάρι θα γενείς κι εσύ, θες δε θες!
Θες δε θες! καρφώθηκε στο νου μου ο λόγος αυτός, μιλούσε η Κρήτη με το στόμα του γερο-καπετάνιου· τότε δεν κατάλαβα το λόγο το βαρύ, αργότερα πολύ ένιωσα πως είχα μέσα μου μια δύναμη που δεν ήταν δικιά μου, μια δύναμη ανώτερή μου, κι αυτή με κυβερνούσε· πολλές φορές ήμουν έτοιμος να ξεπέσω, μα η δύναμη αυτή δε με άφηνε – η Κρήτη.
Κι αληθινά, από φιλότιμο, από την ιδέα πως είμαι Κρητικός κι από το φόβο του πατέρα μου, κατάφερα από παιδί να νικήσω το φόβο. Τη νύχτα, δεν τολμούσα στην αρχή να προβάλω μόνος στην αυλή, μέσα στο σκοτάδι· σε κάθε γωνιά, πίσω από κάθε γλάστρα, στο αφρόχειλο του πηγαδιού μουλωμένο παρακάτσευε ένα μικρό μαλλιαρό δαιμονικό και τα μάτια του γυάλιζαν· μα ο πατέρας μου μου ’δινε μια, μ’ έβγαζε στην αυλή και μαντάλωνε πίσω μου την πόρτα. Ένα μονάχα φόβο δεν είχα ακόμα μπορέσει να νικήσω: τον τρόμο που μου ’δινε ο σεισμός.
Συχνά το Μεγάλο Κάστρο κουνιόταν σύρριζα, μουγκρητό ακούγουνταν κάτω στα υπόγεια του κόσμου, η φλούδα της γης έτριζε, κι οι κακόμοιροι οι άνθρωποι τα ’χαναν, όταν έπεφτε απότομα ο αγέρας και φύλλο δεν κουνιόταν και μια ανατριχιαστικιά βουβαμάρα πλάκωνε τον κόσμο, οι Καστρινοί πετιούνταν όξω από τα σπίτια και τα μαγαζιά τους, κοίταζαν πότε τον ουρανό, πότε τη γης, και δεν έλεγαν τίποτα, μην μπας κι ακούσει το κακό κι έρθει, μα μέσα τους συλλογίζουνταν με τρόμο: «Σεισμό θα κάμει…» κι έκαναν το σταυρό τους.
Ο δάσκαλος μια μέρα, ο γερο-Πατερόπουλος, μας εξήγησε για να μας ησυχάσει:
– Πράμα δεν είναι ο σεισμός, παιδιά, μην τον φοβάστε, ένας ταύρος είναι κάτω από τα χώματα και μουγκρίζει, χτυπάει με τα κέρατά του τη γης, κι η γης κουνιέται, οι παλιοί Κρητικοί τον έλεγαν Μινώταυρο. Πράμα δεν είναι.
Μα ο φόβος μας, ύστερα από την παρηγοριά αυτή του δασκάλου, πλήθυνε· ένα πράμα λοιπόν ζωντανό, ένα θεριό με κέρατα είναι ο σεισμός, μουγκρίζει και κουνιέται κάτω από τα πόδια μας και τρώει ανθρώπους.
– Κι ο Αϊ-Μηνάς, είπε τότε ένα παχουλό παιδάκι, ο Στρατής, ο γιος του καντηλανάφτη, γιατί δεν τονε σκοτώνει;
Μα ο δάσκαλος θύμωσε.
– Μη λες παλαβομάρες! φώναξε, κατέβηκε από την έδρα και στρούφιξε το αυτί του Στρατή, να σωπάσει.
Μια μέρα όμως που περνούσα από τον τούρκικο μαχαλά, γρήγορα γρήγορα, γιατί σιχαίνουμουν τη μυρωδιά που έβγαζαν οι Τούρκοι, η γης πάλι κουνήθηκε, τα πορτοπαράθυρα έτριξαν κι ακούστηκε βουή, σαν να γκρεμίζουνταν σπίτια· απόμεινα στη μέση του στενού σοκακιού ξερός από την τρομάρα μου είχα καρφώσει τα μάτια στη γης και περίμενα ν’ ανοίξει, να προβάλει ο ταύρος να με φάει.
Και να, άξαφνα, μια δοξαρωτή πόρτα άνοιξε, ένα περβόλι φάνηκε και τρία χανουμάκια πετάχτηκαν όξω με το πρόσωπο ξέσκεπο, ξυπόλυτα, ξεχτένιστα, σκόρπισαν δώθε κείθε κατατρομαγμένα κι έβγαζαν ψιλές φωνές σαν χελιδόνια. Όλο το στενό σοκάκι μύρισε μόσκο. Από την ώρα εκείνη σε όλη μου τη ζωή ο σεισμός πήρε άλλο πρόσωπο, όχι πια άγριο πρόσωπο ταύρου, δε μούγκριζε πια, τιτίβιζε σαν πουλί, σεισμός και χανουμάκια έγιναν ένα. Ήταν η πρώτη φορά που είδα μια σκοτεινή δύναμη να σμίγει με το φως και να φωτίζεται.
Όμοια πολλές φορές στη ζωή μου, πότε θεληματικά, πότε άθελά μου, έβαζα μια καλόβολη μάσκα στις τρομάρες –στον έρωτα, στην αρετή και στην αρρώστια– και μπόρεσα έτσι να βαστάξω τη ζωή.
Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο Αναφορά στον Γκρέκο του Νίκου Καζαντζάκη. Διαβάστε τις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Διόπτρα.