Για «τι» θα μιλήσουμε στην ψυχοθεραπεία;

Μετά από μεγάλη έρευνα και αναζήτηση για την επιλογή ενός ψυχοθεραπευτή που φαίνεται μας να ταιριάζει, όσοι κάνουμε θεραπεία για πρώτη φορά, μπορεί ξαφνικά

Για «τι» θα μιλήσουμε στην ψυχοθεραπεία;

Μετά από μεγάλη έρευνα και αναζήτηση για την επιλογή ενός ψυχοθεραπευτή που φαίνεται μας να ταιριάζει, όσοι κάνουμε θεραπεία για πρώτη φορά, μπορεί ξαφνικά να βρεθούμε αντιμέτωποι με μία απροσδόκητη ερώτηση: «Για ποιο πράγμα θα πρέπει να μιλήσω και τι ακριβώς να αναφέρω στην ψυχοθεραπεία;»

Η συμπλήρωση μίας συνεδρίας 50 λεπτών και η απουσία καθορισμένης ατζέντας με την οποία θα χρειαστεί να την «γεμίσουμε», μπορεί να μοιάζει πιεστική, ειδικά για όλους όσοι δεν έχουν ξαναζήσει αυτή την εμπειρία και δεν είναι σίγουροι για το τι να περιμένουν από την όλη διαδικασία.

Advertisment

Ευτυχώς, η απόφαση για το τι θα αναφέρουμε στην θεραπεία είναι συχνά λιγότερο δύσκολη από ό,τι μπορεί να φανταζόμαστε και εντέλει διαπιστώνουμε ότι αποτελεί ένα κοινό ταξίδι συμπόρευσης με τον θεραπευτή μας.

Εδώ ακολουθούν όσα χρειάζεται να γνωρίζουμε:

Για «τι» πρέπει να μιλήσουμε στην θεραπεία;

Η απλούστερη και ίσως πιο προφανής απάντηση είναι ότι οι θεραπευόμενοι θα πρέπει να μιλήσουν για ό,τι θέλουν, ή για οποιοδήποτε ζήτημα είναι αυτό που τους φέρνει αρχικά στην θεραπεία. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει εντάσεις ή συγκρούσεις στις σχέσεις, τραύματα του παρελθόντος, δυσκολίες στην εργασία ή πρόσφατες αλλαγές στην διάθεση. Οι θεραπευόμενοι μπορεί επίσης να έρθουν στην θεραπεία για να συζητήσουν μακροπρόθεσμους στόχους, επερχόμενες αλλαγές στην ζωή τους ή δύσκολα συναισθήματα όπως η έλλειψη αυτοεκτίμησης, η ντροπή, οι ενοχές ή η θλίψη.

Advertisment

Όμως, ενώ η ελευθερία αναφοράς σε ο,τιδήποτε, μπορεί να μοιάζει λυτρωτική για ορισμένους θεραπευόμενους, για άλλους, μπορεί να είναι τρομακτική και να αποτελεί αιτία σύγχυσης. Κάποιος που αισθάνεται έντονο άγχος για παράδειγμα, μπορεί να πιστεύει ότι το να εκφράσει τις ανησυχίες του δυνατά θα ήταν αδύνατο. Επειδή ένα χαρακτηριστικό του άγχους είναι η αποφυγή, όταν κάποιος που είναι ήδη αγχωμένος αντιμετωπίζει την προοπτική να ανοιχτεί σε άλλο άτομο, μπορεί να αρχίσει να σκέφτεται ότι δεν θέλει να μιλήσει για τίποτα από όλα όσα τον απασχολούν.

Άλλοι θεραπευόμενοι μπορεί να επιθυμούν απεγνωσμένα να μιλήσουν για αυτό που τους ενοχλεί, αλλά διαπιστώνουν ότι δεν είναι σίγουροι από πού να ξεκινήσουν. Κάποιος που αισθάνεται βαθιά θλίψη χωρίς καμία ευδιάκριτη αιτία για παράδειγμα, μπορεί να αισθάνεται άβολα και περίεργα όταν ένας θεραπευτής ρωτά: «Τι σας φέρνει λοιπόν στην θεραπεία;». Αυτό ίσως ισχύει για θεραπευόμενους που παρουσιάζονται ως επιτυχημένοι και λειτουργικοί χωρίς να έχουν ένα προφανή λόγο έλευσης, όπως π.χ. επαγγελματικές προκλήσεις ή μία δύσκολη σχέση. Η «αποκάλυψη» λοιπόν, ενός συγκεκριμένου θέματος που δικαιολογεί την αυτή την θλίψη μπορεί να αποβεί τρομακτική και δύσκολα διαχειρίσιμη για τον θεραπευόμενο.

Ερωτήσεις για Σκέψη

Τι μπορούν να κάνουν οι θεραπευόμενοι για να ξεπεράσουν αυτό το εμπόδιο και να αρχίσουν να μιλάνε; Ως πρώτο βήμα, θα βοηθούσε να αφιερώσουν λίγο χρόνο πριν από μια συνεδρία για να σκεφτούν και να προσδιορίσουν, έναν ή ακόμα και περισσότερους, συγκεκριμένους τομείς στους οποίους θέλουν να αναφερθούν. Κάνοντας μερικές γενικές ερωτήσεις στον εαυτό, όπως «Γιατί αποφάσισα να αναζητήσω θεραπεία τώρα; Πού αισθάνομαι ότι έχω κολλήσει στην ζωή μου;» μπορεί να ξεκλειδώσει και να βοηθήσει την διαδικασία της θεραπείας.

Οι απαντήσεις σε αυτές τις ερωτήσεις μπορεί να είναι: «αγωνίζομαι να τηρήσω τα deadlines στη δουλειά» ή «αισθάνομαι άδειος και στεναχωριέμαι πολύ». Ορισμένοι θεραπευόμενοι μπορεί να βρουν χρήσιμες μεταφορές για να εξηγήσουν τι συμβαίνει. Πρόσφατα ένας θεραπευόμενος είπε ότι δεν αισθανόταν θλίψη ή άγχος, αλλά υπήρχε η μία αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και η αίσθηση ήταν – «σαν να έτρωγε ανάλατο φαγητό». Έτσι, με αφορμή αυτό, έδωσε πληροφορίες ώστε να εξερευνηθεί σε βάθος αυτό το συναίσθημα.

Εάν η διερεύνηση του εαυτού δεν είναι ιδιαίτερα γόνιμη, η σύνταξη μίας λίστας ερωτήσεων που πρέπει τεθούν στον θεραπευτή μπορεί επίσης να βοηθήσει – ειδικά εκείνους που ξεκινούν θεραπεία για πρώτη φορά – να αισθάνονται ότι έχουν να μιλήσουν για κάτι. Η διαχείριση της πρώτης θεραπευτικής συνεδρίας ως «συνέντευξη του θεραπευτή» μπορεί να βοηθήσει στην καταστολή ορισμένων φόβων, και να μετατοπίσει μέρος της εστίασης από τον θεραπευόμενο στην ίδια την διαδικασία ώστε να προσαρμοστεί καλύτερα.

Οι χρήσιμες ερωτήσεις μπορεί να περιλαμβάνουν τις μεθόδους που χρησιμοποιεί ο θεραπευτής, ποια διαδικασία ακολουθείται και τι μπορεί να περιμένει ο θεραπευτής από τον θεραπευόμενο, τόσο εντός όσο και εκτός του θεραπευτικού δωματίου (ορισμένοι θεραπευτές, για παράδειγμα, θα ζητήσουν από τους θεραπευόμενους να ολοκληρώσουν «κατ’οίκον εργασία» μεταξύ των συνεδριών).

Γιατί ο θεραπευτής μου είναι σιωπηλός;

Δεν είναι απαραίτητο για έναν θεραπευόμενο να έρθει με αρκετό προσχεδιασμένο υλικό για να γεμίσει ολόκληρη την συνεδρία. Αυτό συμβαίνει επειδή στις περισσότερες περιπτώσεις, ο θεραπευτής θα κάνει ερωτήσεις, θα επισημαίνει μοτίβα στην σκέψη ή την συμπεριφορά του θεραπευόμενου ή με άλλους τρόπους θα προάγει την συνομιλία. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους θεραπευτές που χρησιμοποιούν πιο σύγχρονες και βασισμένες σε στοιχεία μεθόδους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που βασίζονται σε γνωσιακές συμπεριφορικές τεχνικές.

Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν θεραπευτές που χρησιμοποιούν μία περισσότερο ψυχοδυναμική, αναλυτική προσέγγιση, η οποία ενθαρρύνει τον θεραπευόμενο να συναναστραφεί, να εκφραστεί πιο ελεύθερα και αυτό συνήθως (φαινομενικά τουλάχιστον) περιλαμβάνει την λιγότερη συμβολή του θεραπευτή. Ενώ ορισμένοι θεραπευμένοι βρίσκουν τεράστια αξία σε αυτή την λιγότερο δομημένη προσέγγιση – ίσως διαπιστώνοντας ότι ο ελεύθερος συνειρμός τους οδηγεί να εξερευνήσουν απροσδόκητα θέματα ή να «σκοντάψουν» σε ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις, άλλοι, μπορεί να θεωρήσουν ότι η «σχετική έλλειψη» συμβολής και ομιλίας του θεραπευτή τους προκαλεί σύγχυση ή ανησυχία, ειδικά όταν αισθάνονται αβέβαιοι για το τι να πουν.

Για αυτούς τους θεραπευόμενους, μπορεί να σημαίνει ότι αυτός ο θεραπευτής ή αυτή η προσέγγιση δεν είναι ταιριαστή. Η θεραπεία δεν είναι μόνο ένα πράγμα, είναι πολλά δοαφπρετικά. Επομένως δεν σημαίνει ότι κάτι που θα αποβεί βοηθητικό και χρήσιμο για κάποιον θεραπευόμενο, θα «κουμπώσει» και σε έναν άλλον. Οι θεραπευόμενοι που προτιμούν μία πιο διαδραστική προσέγγιση θα πρέπει να έχουν την δυνατότητα να συζητήσουν με τον θεραπευτή τους και ενδεχομένως να αναζητήσουν την παραπομπή σε άλλον ψυχοθεραπευτή που θα μπορούσε να τους ταιριάζει καλύτερα.

Τι, – αν κάτι θα πρέπει – να αποφύγουμε να συζητήσουμε στην θεραπεία;

Είναι επίσης, φυσιολογικό για τους θεραπευόμενους να αναρωτιούνται αν χρειάζεται να αποκρύψουν ορισμένα πράγματα, είτε επειδή ανησυχούν ότι ο θεραπευτής θα το πει σε κάποιον άλλον, είτε επειδή φοβούνται ότι θα κριθούν.

Στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, η ανησυχία αυτή είναι υπερβολική και ουτοπική. Οι θεραπευτές είναι δεοντολογικά και νομικά υποχρεωμένοι να προστατεύουν το απόρρητο των θεραπευομένων τους, εκτός από πολύ σπάνιες περιπτώσεις: όταν ο θεραπεόμενος αποτελεί άμεσο κίνδυνο για τον εαυτό του ή τους άλλους, όταν ο θεραπευτής πιστεύει ότι ένα παιδί, ηλικιωμένο άτομο ή εξαρτώμενος ενήλικας υφίσταται κακοποίηση, ή όταν υποχρεώνεται νομικά μετά από δικαστική απόφαση να αναφερθεί σε συγκεκριμένα γεγονότα.

Διαφορετικά, η συντριπτική πλειοψηφία των θεραπευτικών αλληλεπιδράσεων δεν θα «βγουν» ποτέ από το γραφείο του θεραπευτή. Οι θεραπευόμενοι είναι ευπρόσδεκτοι και μπορούν να συζητήσουν με τον θεραπευτή τους για όλες λεπτομέρειες και τυχόν απορίες σχετικά με την εχεμύθεια, ώστε να καθησυχαστούν.

Όσον αφορά την ανησυχία των θεραπευόμενων, ότι ο θεραπευτής θα τους επικρίνει αν μοιραστούν κάτι ευαίσθητο ή δυσάρεστο – είναι εύλογη και αναμενόμενη. Είναι φυσικό και αναμενόμενο να διστάζει κάποιος να μιλήσει για δύσκολα ζητήματα, πόσο μάλλον σε κάποιον που μόλις γνώρισε. Οι θεραπευόμενοι θα πρέπει να αισθάνονται ελεύθεροι να θέσουν τα όρια τους, εάν δεν θέλουν να μιλήσουν για ορισμένα θέματα. Ένας ηθικός και έντιμος θεραπευτής θα αναγνωρίσει ένα όριο που βάζει ένας θεραπευόμενος και δεν θα τον ωθήσει, πιέζοντας τον, να αναφερθεί σε κάτι για το οποίο δεν είναι ακόμα έτοιμος.

Σαφώς, η αποτελεσματική θεραπεία έχει στιγμές πίεσης και δυσφοριας, που σημαίνει ότι σχεδόν κάθε θεραπευόμενος θα κληθεί να μοιραστεί κάποια στιγμή, κάτι το οποίο ενστικτωδώς θα προτιμούσε να μην αναφέρει. Οι θεραπευόμενοι ιδανικά δεν θα πρέπει να αισθάνονται ποτέ ότι κρίνονται από τον θεραπευτή τους σε αυτές τις στιγμές, αν το αισθανθούν, θα πρέπει να το συζητήσουν ή μπορεί να σημαίνει ότι δεν είναι στον κατάλληλο, για εκείνους, θεραπευτή.

Ωστόσο, οι θεραπευτές είναι άνθρωποι, και δεν είναι πάντα δυνατό για εκείνους να παραμείνουν εντελώς ουδέτεροι, εάν ένας θεραπευόμενος τους πει κάτι ενοχλητικό και προσβλητικό. Υπάρχει όμως σημαντική διαφορά ανάμεσα στην αντίδραση και στην επίκριση. Στην πραγματικότητα, ορισμένοι θεραπευτές μπορεί ακόμη και να επιλέξουν να συζητήσουν την αντίδρασή τους με τον θεραπευόμενο ή ο θεραπευόμενος μπορεί να επιλέξει να ρωτήσει τον θεραπευτή για αυτό. Αυτό το είδος συνομιλίας μπορεί να είναι ιδιαίτερα παραγωγικό και εποικοδομητικό για την θεραπευτική διαδικασία όταν γίνεται σωστά, βοηθώντας να καθησυχαστούν οι φόβοι του θεραπευόμενου σχετικά με το αν και πως θα κριθεί, και παράλληλα ενισχύοντας την θεραπευτική συμμαχία.

Ακόμα κι αν ένα συγκεκριμένο ζήτημα δεν έχει αναφερθεί στην αρχή της θεραπείας, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα γίνει αντικείμενο συζήτησης στην πορεία. Οι θεραπευόμενοι συχνά σκέφτονται: «δεν θέλω να το μάθει κανείς γιατί θα νιώσω μεγάλη ντροπή», αλλά με την πάροδο του χρόνου, την βοήθεια του θεραπευτή, είναι πιθανό να αναγνωρίσουν την τεράστια δύναμη της ευαλωτότητας και την δύναμη του «να μοιράζεσαι». Εκεί διαπιστώνουμε, εκεί έγκειται, η μαγεία της ψυχοθεραπείας – στο να μοιραζόμαστε πράγματα που κάποτε αισθανόμασταν ότι ήταν ανείπωτα.

Λάβετε καθημερινά τα άρθρα μας στο e-mail σας

Σχετικά θέματα

Οι έφηβοι που είναι εθισμένοι σε βίντεο μικρής διάρκειας τείνουν να έχουν περισσότερα προβλήματα ύπνου και κοινωνικό άγχος
Τι ξεχωρίζει έναν ψυχοπαθή από έναν κοινωνιοπαθή; Δύο καθηγητές εξηγούν
Πόσο αυξάνεται ο κίνδυνος για καρδιακά προβλήματα λόγω κατάθλιψης;
Doomscrolling: Τι είναι και πώς επηρεάζει την ψυχική μας υγεία;

Πρόσφατα Άρθρα

Εναλλακτική Δράση