Οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουν περισσότερα για τον τρόπο του «να έχεις» παρά για τον τρόπο του
«να είσαι», καθώς το «να έχεις» είναι πολύ πιο διαδεδομένο στον πολιτισμό μας ως τρόπος ζωής. Αλλά
υπάρχει και κάτι πολύ πιο σημαντικό απ’ αυτό που καθιστά δύσκολη την κατανόηση του «να είσαι» ως τρόπου ζωής. Και αυτό είναι η διαφορά ανάμεσα στη φύση των δύο αυτών τρόπων ύπαρξης.
Το «να έχεις» αναφέρεται στα πράγματα και τα πράγματα είναι καθορισμένα και περιγράψιμα. Το «να είσαι» αναφέρεται στην εμπειρία, και η ανθρώπινη εμπειρία είναι στη βάση της μη περιγράψιμη. Αυτό το οποίο είναι εντελώς περιγράψιμο είναι το πρόσωπο που δείχνουμε προς τα έξω (persona) –η μάσκα την οποία φορά ο καθένας μας, το «εγώ» που παρουσιάζουμε– καθώς αυτό το πρόσωπο είναι από μόνο του ένα πράγμα. Αντίθετα, η ζωντανή ανθρώπινη ύπαρξη δεν είναι μια άψυχη εικόνα και δεν μπορεί να περιγραφεί ως πράγμα. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, η ζωντανή ανθρώπινη ύπαρξη δεν μπορεί να περιγραφεί καθόλου. Μπορούν βέβαια να ειπωθούν πολλά για εμένα, για τον χαρακτήρα μου, για τον συνολικό μου προσανατολισμό στη ζωή.
Advertisment
Αυτή η βαθιά γνώση μπορεί να προχώρησε πολύ στην κατανόηση και στην περιγραφή της δικής μου –όπως και οποιουδήποτε άλλου– ψυχικής δομής. Όμως ολόκληρος ο εαυτός μου, ολόκληρη η ατομικότητά μου, η ύπαρξή μου ως τέτοια που είναι τόσο μοναδική όσο και τα δακτυλικά μου αποτυπώματα, δεν μπορεί ποτέ να κατανοηθεί πλήρως, ούτε καν με κάποια «ενόραση», αφού δύο ανθρώπινες υπάρξεις δεν είναι ποτέ εντελώς ίδιες. Μόνο μέσα από τη διαδικασία της αμοιβαίας και ζωντανής σχέσης μπορούμε, ο άλλος κι εγώ να υπερβούμε το φράγμα του διαχωρισμού μας, από τη στιγμή που μετέχουμε και οι δυο μας στον χορό της ζωής. Και πάλι, όμως, μπορεί να μην κατορθώσουμε ποτέ να ανακαλύψουμε πλήρως ο ένας την ταυτότητα του άλλου. Ακόμη και μία μοναδική στιγμή της συμπεριφοράς μας δεν μπορεί να περιγραφεί πλήρως.
Μπορεί κανείς να γράψει σελίδες ολόκληρες περιγράφοντας το χαμόγελο της Μόνα Λίζα, και πάλι όμως το εικονιζόμενο χαμόγελο θα έχει διαφύγει από τις λέξεις – αλλά όχι επειδή αυτό το χαμόγελο είναι «μυστηριώδες». Του καθενός μας το χαμόγελο είναι μυστηριώδες (εκτός από το εξεζητημένο, πλαστό χαμόγελο των δημοσίων σχέσεων της αγοράς). Κανείς δεν μπορεί να περιγράψει πλήρως την έκφραση ενδιαφέροντος, ενθουσιασμού, αγάπης για τη ζωή, ναρκισσισμού ή και μίσους που πιθανώς να βλέπει στα μάτια κάποιου άλλου, ούτε και την ποικιλία των εκφράσεων του προσώπου, των κινήσεων, των στάσεων, των τόνων της φωνής που υπάρχουν ανάμεσα στους ανθρώπους.
«Να είσαι» ενεργητικά
Ο τρόπος του «να είσαι» έχει ως προϋποθέσεις του την ανεξαρτησία, την ελευθερία και την παρουσία του κριτικού λόγου. Το θεμελιώδες χαρακτηριστικό του είναι αυτό της ενεργητικής ύπαρξης, όχι υπό την έννοια της εξωτερικής δραστηριότητας, της απασχόλησης, αλλά ως εσωτερική δραστηριότητα, ως παραγωγική χρήση των πιο ανθρώπινων δυνάμεών μας. Το να είναι κάποιος ενεργητικός σημαίνει να εκφράζει τις ικανότητές του, τα ταλέντα του, τον πλούτο των χαρισμάτων του με τα οποία –αν και σε διαφορετικούς βαθμούς– κάθε ανθρώπινη ύπαρξη είναι προικισμένη. Σημαίνει να ανανεώνει τον εαυτό του, να αναπτύσσεται, να ξεχειλίζει αισθήματα, να αγαπά, να υπερβαίνει τη φυλακή του απομονωμένου του «εγώ», να ενδιαφέρεται, να έχει τις ιδιαίτερες κλίσεις του, να προσφέρει.
Advertisment
Κι όμως, κανένα από όλα αυτά τα βιώματα δεν μπορεί να εκφραστεί πλήρως με λέξεις. Οι λέξεις μοιάζουν με δοχεία γεμάτα εμπειρία η οποία όμως ξεχειλίζει από αυτά. Οι λέξεις δείχνουν προς μία εμπειρία, αλλά δεν είναι η εμπειρία αυτή καθαυτή. Τη στιγμή κατά την οποία εκφράζω αυτό το οποίο βιώνω αποκλειστικά με σκέψεις και λόγια, η εμπειρία έχει ήδη διαφύγει: έχει αποστραγγιστεί, είναι πια νεκρή, μια απλή σκέψη. Γι’ αυτό, λοιπόν, το «να είσαι» δεν μπορεί να περιγραφεί με λέξεις και δεν έχω άλλο τρόπο για να το κοινοποιήσω πέρα από το να μοιραστώ την εμπειρία μου. Στη δομή του «να έχεις» κυβερνά η νεκρή λέξη∙ στη δομή του «να είσαι», κυβερνά η ζωντανή και ανέκφραστη εμπειρία. (Ασφαλώς, η δομή του «να είσαι» περιλαμβάνει και σκέψη η οποία είναι ζωντανή και παραγωγική.)
Ίσως η δομή του «να είσαι» να μπορεί να περιγραφεί καλύτερα με έναν συμβολισμό τον οποίο μου πρότεινε ο Μαξ Χάνζιγκερ: «Ένα μπλε γυαλί φαίνεται να είναι μπλε όταν το διαπερνά το φως επειδή απορροφά όλα τα άλλα χρώματα και δεν τα αφήνει να περάσουν. Με άλλα λόγια, λέμε πως το γυαλί είναι “μπλε” ακριβώς επειδή δεν συγκρατεί τα μπλε κύματα. Δεν το χαρακτηρίζουμε με κριτήριο κάτι που έχει, αλλά κάτι που δίνει προς τα έξω».
Μόνο στον βαθμό που θα αποδυναμώσουμε τον τρόπο ύπαρξης που προσανατολίζεται στο «να έχεις» (και που ισοδυναμεί με το «να μην είσαι») –στον βαθμό, δηλαδή, που θα πάψουμε να βρίσκουμε ασφάλεια και ταυτότητα μέσα από την προσκόλληση σε ό,τι έχουμε, με το να «καθόμαστε» επάνω τους ή να γαντζωνόμαστε στο εγώ και στην ιδιοκτησία μας– καθίσταται δυνατόν να αναδυθεί ο τρόπος ύπαρξης με προσανατολισμό στο «να είσαι». Το «να είσαι» απαιτεί να εγκαταλείψει κανείς τον εγωκεντρισμό και τη φιλαυτία του, ή, για να το πούμε με τα λόγια που προτιμούν συχνότερα οι μυστικιστές, να κάνει τον εαυτό του «κενό» και «φτωχό».
Αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν ότι το να εγκαταλείψουν τον προσανατολισμό τους προς την ιδιοκτησία είναι δύσκολο∙ κάθε τους προσπάθεια να το κάνουν εγείρει μέσα τους έντονο άγχος και νιώθουν σαν να παραιτούνται από κάθε αίσθημα ασφάλειας, σαν να τους ρίχνουν μέσα σε έναν ωκεανό όπου δεν ξέρουν πώς να κολυμπήσουν. Δεν ξέρουν ότι, όταν θα έχουν πια εγκαταλείψει το δεκανίκι της ιδιοκτησίας, θα μπορούν να ξεκινήσουν βασισμένοι στις ίδιες τις δικές τους δυνάμεις και να βαδίσουν μόνοι τους. Αυτό το οποίο τους κρατά πίσω είναι η ψευδαίσθηση πως δεν μπορούν να βαδίσουν μόνοι τους, πως θα καταρρεύσουν αν δεν μπορέσουν να υποστηριχτούν από τα πράγματα που έχουν. Είναι όπως το μικρό παιδί που φοβάται πως δεν θα μπορέσει ποτέ του να περπατήσει, επειδή έπεσε την πρώτη φορά.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Erich Fromm “Να έχεις ή να είσαι” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα. Δείτε περισσότερα εδώ