Η συγχώρεση συχνά παρουσιάζεται ως ένα ηθικό βήμα προς την ωριμότητα ή την πνευματική καθαρότητα. Άλλοτε, ως πράξη καλοσύνης. Πίσω από την ηθική της εικόνα, όμως, κρύβεται μια υπαρξιακή πάλη. Η συγχώρεση δεν προκύπτει πάντοτε από επιλογή. Μερικές φορές μοιάζει ανέφικτη. Άλλες, λέμε “συγχωρώ” ενώ μέσα μας η πληγή παραμένει ενεργή.
Είναι τελικά η συγχώρεση μια πράξη θέλησης ή μήπως πρόκειται για μια εσωτερική συνειδητοποίηση — μια αλλαγή θέασης που δεν μπορεί να επιβληθεί, μόνο να αναδυθεί;
Advertisment
Η ψευδαίσθηση του “Θα συγχωρήσω όταν θέλω”
Πολλοί άνθρωποι δηλώνουν ότι θα συγχωρήσουν όταν νιώσουν έτοιμοι. Ότι χρειάζονται χρόνο. Κι αυτό είναι απόλυτα σεβαστό. Πίσω από αυτή την πρόθεση ωστόσο, κρύβεται συχνά η πεποίθηση πως η συγχώρεση υπακούει σε λογική βούληση, πως είναι πράξη που εκτελείται με τον νου.
Όμως η εσωτερική διεργασία της συγχώρεσης δεν ακολουθεί γραμμικούς κανόνες. Δεν προκύπτει πάντα επειδή το αποφασίσαμε. Είναι μια διαδικασία ψυχικής αλχημείας και συχνά μας ξεπερνά.
Όταν η πληγή γίνεται ταυτότητα
Ένας από τους λόγους που η συγχώρεση καθυστερεί είναι ότι ο πόνος μάς προσφέρει αφήγηση. “Μου έκαναν αυτό”, “αδικήθηκα”, “προδόθηκα”. Κι αυτή η αφήγηση, όσο σκληρή κι αν είναι, μας δίνει νόημα, ρόλο, ακόμη και ένα είδος δύναμης.
Advertisment
Η απελευθέρωση από αυτόν τον ρόλο δεν είναι εύκολη. Η συγχώρεση απαιτεί να αποχωριστούμε μια ταυτότητα που μας έχει ορίσει. Και τότε τα ερωτήματα είναι δύο: “μπορώ να συγχωρήσω;” και “ποιος είμαι χωρίς αυτήν την ιστορία;”
Η πράξη και το βάθος της συγχώρεσης
Συχνά συνδέουμε τη συγχώρεση με την ιδέα της λήθης ή της επαναπροσέγγισης. Φοβόμαστε πως αν συγχωρήσουμε, θα προδώσουμε τον εαυτό μας ή θα δικαιολογήσουμε το αδικαιολόγητο. Στην πραγματικότητα, η συγχώρεση αφορά κυρίως τη σχέση μας με το παρελθόν, όχι με τον άλλο άνθρωπο.
Μπορούμε να κρατήσουμε την εμπειρία, τη γνώση, το όριο, και ταυτόχρονα να απελευθερωθούμε από το βάρος. Όχι γιατί ξεχάσαμε ή συμφωνήσαμε, αλλά γιατί δεν επιθυμούμε άλλο να πορευόμαστε φορτωμένοι με κάτι που έχει ήδη τελειώσει.
Όταν η συγχώρεση έρχεται από μόνη της
Υπάρχουν στιγμές όπου, χωρίς ιδιαίτερη απόφαση ή προετοιμασία, η συγχώρεση αναδύεται. Μια μνήμη δεν πονά όπως πριν. Ένας άνθρωπος που κάποτε μας επηρέαζε, τώρα δεν έχει πια ισχύ. Κάτι έχει μετακινηθεί.
Ίσως είναι η κατανόηση ότι κι εμείς έχουμε τραυματίσει. Ίσως η αποδοχή πως ο άλλος έκανε ό,τι μπορούσε. Ίσως απλώς η ψυχική κόπωση του να κουβαλάς. Η συγχώρεση εμφανίζεται τότε ως ελάφρυνση κι όχι ως απόφαση. Έρχεται σαν συνέπεια μιας εσωτερικής αλλαγής.
Συγχώρεση και αυτοσεβασμός
Ορισμένοι φοβούνται πως η συγχώρεση υπονομεύει την αξιοπρέπειά τους. Στην ουσία, όμως, μια τέτοια πράξη δεν απαιτεί συμβιβασμό. Όταν είναι αυθεντική, γεννιέται από εσωτερική δύναμη κι όχι από αδυναμία.
Ο αυτοσεβασμός δεν ταυτίζεται με τη διατήρηση του θυμού. Αντιθέτως, η μεγαλύτερη πράξη σεβασμού προς τον εαυτό μας είναι να αρνηθούμε να συνεχίσουμε να ζούμε μέσω του τραύματος. Η συγχώρεση δεν επιβάλλει επανασύνδεση, αλλά μπορεί να σημάνει την ψυχική απελευθέρωση από το παρελθόν.
Η συγχώρεση ως πνευματική πράξη
Σε βαθύτερα επίπεδα, η συγχώρεση δεν αφορά ούτε το συναίσθημα ούτε την απόφαση. Αφορά μια πνευματική εσωτερική μετατόπιση. Είναι η στιγμή που το εγώ υποχωρεί και η ανάγκη για ελευθερία γίνεται ισχυρότερη από την ανάγκη για δίκιο.
“Συγχωρώ όχι επειδή μου το ζήτησαν. Συγχωρώ επειδή δεν αντέχω άλλο να μένω εκεί.”
Σε αυτή την περίπτωση, η συγχώρεση γίνεται μια ήσυχη επανάσταση. Μια ανάσταση από τη σταύρωση της μνησικακίας. Μια στροφή προς την αλήθεια ότι αξίζουμε να ζούμε με ελαφρύτερη καρδιά.
Η απελευθέρωση από τα δεσμά
Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να συγχωρήσει, ούτε η συγχώρεση είναι ένδειξη ηθικής υπεροχής. Είναι ένα εσωτερικό πέρασμα που κάποιοι συναντούν μέσα από δάκρυα, άλλοι μέσα από σιωπή. Δεν απαιτεί βιασύνη, ούτε επιβολή. Όταν εμφανίζεται αυθεντικά, δεν μοιάζει με απόφαση. Μοιάζει με συνειδητοποίηση.
Κι εκεί αρχίζει η πνευματική της δύναμη: η συγχώρεση δεν αποτελεί το τέλος του πόνου, αλλά σηματοδοτεί το σημείο όπου επιλέγουμε να μην τον αφήσουμε να ορίζει άλλο τη ζωή μας. Είναι η στιγμή που το βάρος δεν απορρίπτεται με θυμό, αλλά ακουμπιέται κάτω με σεβασμό. Η πράξη της συγχώρεσης γίνεται τότε κάτι πολύ μεγαλύτερο από ηθική αντίδραση. Μετατρέπεται σε επιστροφή στην εσωτερική μας κυριότητα. Σε πνευματική αφύπνιση. Μια ανάσα ανάστασης, επειδή επιλέξαμε να προχωρήσουμε με καθαρότερη καρδιά.
Αυτό μαρτυρά θάρρος κι εκείνη την ήσυχη, εσωτερική βεβαιότητα ότι αξίζουμε μια ζωή χωρίς δεσμά.