“Ο ψευδής εαυτός είναι μια ψυχολογική πανοπλία – μας προστατεύει, αλλά μας εμποδίζει να νιώσουμε.”
– Donald Winnicott
Υπάρχουν φορές που επιλέγουμε τη σιωπή αντί της σύγκρουσης, τη σταθερότητα αντί του ρίσκου, την απόσταση αντί της εγγύτητας. Και τότε έρχεται η ερώτηση. Το αποφάσισα εγώ ή απλώς προσάρμοσα τον εαυτό μου σε έναν φόβο που βαφτίστηκε λογική; Μπορεί μια απόφαση να μοιάζει λογική, ψύχραιμη, ώριμη — και όμως να είναι προϊόν άμυνας. Πότε, λοιπόν, η επιλογή είναι έκφραση ελευθερίας και πότε μεταμφίεση ενός εσωτερικού περιορισμού; Αυτό το ερώτημα είναι ψυχολογικό, υπαρξιακό και … καθημερινό. Γιατί κάθε φορά που λέμε «έτσι είμαι εγώ», μπορεί να λέμε «έτσι με έμαθαν να επιβιώνω». Και κάθε φορά που λέμε «δεν θέλω αυτό», ίσως εννοούμε «φοβάμαι τι θα συμβεί αν το θελήσω». Όπως υπογραμμίζει η ψυχαναλυτική θεωρία, πολλές επιλογές διαμορφώνονται όχι στη λογική επιφάνεια της συνείδησης, αλλά στο υπόγειο του ψυχισμού, εκεί που εδρεύουν η ανάγκη για αποδοχή, ο φόβος του πόνου και η επιθυμία να είμαστε “καλοί” στα μάτια των άλλων.
Advertisment
Ψευδής εαυτός και κοινωνικός προγραμματισμός
Ο ψυχαναλυτής Donald Winnicott έκανε διάκριση ανάμεσα στον αληθινό εαυτό και στον ψευδή εαυτό. Ο πρώτος είναι η αυθεντική παρόρμηση που αναπτύσσεται σε ασφαλές περιβάλλον, ενώ ο δεύτερος είναι το προσαρμοσμένο προσωπείο που σχηματίζεται για να καλύψει τις ανάγκες των άλλων. Πολλές από τις επιλογές μας —κυρίως αυτές που μοιάζουν “ήσυχες”, χωρίς εσωτερική ένταση— μπορεί να προέρχονται από αυτόν τον ψευδή εαυτό. Αντίστοιχα, στη θεωρία της “μαθημένης αβοηθησίας” (learned helplessness), όπως την ανέπτυξε ο Martin Seligman, ένα άτομο που έχει εκτεθεί σε συνεχείς καταστάσεις αποτυχίας ή έλλειψης ελέγχου, μπορεί να πάψει να προσπαθεί, θεωρώντας ότι κάθε προσπάθεια είναι μάταιη. Σε αυτό το πλαίσιο, η φράση “δεν θέλω να το κυνηγήσω” ενδέχεται να κρύβει το πιο επεξεργασμένο “δεν πιστεύω πια ότι αξίζει”, ή χειρότερα, “δεν πιστεύω ότι αξίζω”. Παράλληλα, ο κοινωνιολόγος Pierre Bourdieu μίλησε για το “habitus” – τις δομές που εσωτερικεύονται τόσο βαθιά, ώστε να καθορίζουν τις προτιμήσεις μας χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε. Οι επιλογές μας ενδέχεται να είναι τόσο διαποτισμένες από πολιτισμικά πρότυπα και προσδοκίες, ώστε να λησμονούμε ότι μπορούμε και να τα αμφισβητήσουμε.
Αυθεντικότητα, ευθύνη και το βάρος της ελευθερίας
Η αυθεντική επιλογή έχει ως βασικό της γνώρισμα την εσωτερική συνοχή. Αν κάποιος μπορεί να παρατηρήσει την απόφασή του και να νιώσει ειρήνη —όχι εφησυχασμό, αλλά βαθύτερη αίσθηση συνέπειας με τον εαυτό του— τότε πιθανώς η επιλογή είναι αυθεντική. Η ελευθερία, όπως την περιγράφει ο Irvin Yalom, δεν είναι μόνο η δυνατότητα επιλογής αλλά και η αποδοχή της ευθύνης για ό,τι συνεπάγεται η επιλογή μας. Δεν είναι όλες οι αποφάσεις εύκολες. Αλλά εκείνες που έχουν ειλικρίνεια, που αναγνωρίζουν το βάρος τους και παρ’ όλα αυτά εκφέρονται, είναι αυτές που μας φέρνουν πιο κοντά στην ελευθερία. Ο Kierkegaard υποστήριζε ότι η αληθινή ύπαρξη δεν προκύπτει όταν αποφεύγουμε το άγχος της επιλογής, αλλά όταν το υπομένουμε, το ενσωματώνουμε και το διαπερνάμε. Η αυθεντικότητα, τελικά, δεν μετριέται από την ευκολία, αλλά από το πόσο παρόντες είμαστε μέσα στην απόφασή μας. Να μπορούμε να κοιτάξουμε μια απόφαση κατάματα και να πούμε, χωρίς άλλοθι και χωρίς αυτοεξαπάτηση: ναι, αυτή η ζωή είναι δική μου.
Ενδεικτικές Πηγές:
Advertisment
- Winnicott, D. W. (1960). Ego Distortion in Terms of True and False Self. In The Maturational Processes and the Facilitating Environment (1965).
- Seligman, M. E. P. (1975). Helplessness: On Depression, Development, and Death. San Francisco: W. H. Freeman.
- Bourdieu, P. (1977). Outline of a Theory of Practice. Cambridge University Press.
- Yalom, I. D. (1980). Existential Psychotherapy. Basic Books.
- Kierkegaard, S. (1844). The Concept of Anxiety.