Οι περισσότεροι ψεύτες δεν μοιάζουν με ψεύτες. Μοιάζουν με ανθρώπους που θέλουμε να πιστέψουμε

«Οι περισσότεροι ψεύτες δεν μοιάζουν με ψεύτες· μοιάζουν με ανθρώπους που θέλουμε να πιστέψουμε.» – Aldert Vrij (ειδικός στην ανίχνευση απάτης)

Οι περισσότεροι ψεύτες δεν μοιάζουν με ψεύτες. Μοιάζουν με ανθρώπους που θέλουμε να πιστέψουμε

«Οι περισσότεροι ψεύτες δεν μοιάζουν με ψεύτες· μοιάζουν με ανθρώπους που θέλουμε να πιστέψουμε.»
– Aldert Vrij (ειδικός στην ανίχνευση απάτης)

Η αναζήτηση ενδείξεων ψεύδους στη γλώσσα του σώματος αποτελεί διαχρονικό αντικείμενο ενδιαφέροντος. Σε ανακρίσεις, συνεντεύξεις, καθημερινές συνομιλίες, οι άνθρωποι αναζητούν τα «σημάδια» που προδίδουν το ψέμα. Ωστόσο, παρά την ισχυρή επιρροή αυτής της πεποίθησης στον δημόσιο και πολιτισμικό λόγο, η επιστημονική τεκμηρίωση πίσω από την ιδέα ότι «το σώμα δεν μπορεί να κρύψει την αλήθεια» είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αμφιλεγόμενη.

Advertisment

Η μελέτη της μη λεκτικής συμπεριφοράς δείχνει ότι δεν υπάρχουν καθολικά αναγνωρίσιμα σημάδια ψεύδους. Η αποφυγή βλεμματικής επαφής, οι νευρικές κινήσεις, το σπάσιμο της φωνής ή οι επαναλαμβανόμενες χειρονομίες θεωρούνται από πολλούς ως ενδείξεις παραπλάνησης. Στην πραγματικότητα, αυτά τα χαρακτηριστικά μπορεί να αντανακλούν πλήθος άλλων καταστάσεων, όπως άγχος, κοινωνική ανασφάλεια ή πολιτισμικά πρότυπα.

Οι ψεύτες δεν είναι απαραίτητα πιο νευρικοί. Αντίθετα, σε πολλές περιπτώσεις γίνονται πιο ελεγχόμενοι. Μελέτες δείχνουν ότι όσοι ψεύδονται συνειδητά τείνουν να περιορίζουν σκόπιμα τις κινήσεις τους, να διατηρούν ουδέτερη έκφραση και να αποφεύγουν αντιδράσεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν «ύποπτες». Η προσπάθεια ελέγχου μπορεί να κάνει το σώμα λιγότερο εκφραστικό, όχι όμως περισσότερο αποκαλυπτικό.

Η ψυχολόγος και ειδική στην ανίχνευση ψεύδους Σόφι Σκοτ τονίζει ότι η πιο αξιόπιστη στρατηγική ανίχνευσης ψεύδους βασίζεται στην παρατήρηση ασυνέπειας. Όταν η λεκτική αφήγηση έρχεται σε σύγκρουση με τον συναισθηματικό τόνο, τη χρονική ροή ή τις συνήθεις αντιδράσεις του ατόμου, τότε προκύπτει χώρος αμφιβολίας. Δεν είναι οπωσδήποτε ένα μορφασμός ή ένα νεύμα που «μαρτυρά» το ψεύδος, είναι η απόκλιση από το γνωστό μοτίβο.

Advertisment

Αυτό σημαίνει ότι η κατανόηση του ψεύδους προϋποθέτει προσωπική γνώση του συνομιλητή ή σε βάθος κατανόηση του τρόπου με τον οποίο συνήθως συμπεριφέρεται. Στην απουσία αυτής της γνώσης, η ερμηνεία της μη λεκτικής συμπεριφοράς κινδυνεύει να καταλήξει σε προβολή προκαταλήψεων. Στερεότυπα για το πώς φαίνεται ένας ψεύτης (π.χ. αποστρέφει το βλέμμα, ιδρώνει, αμηχανεί) συχνά αποδεικνύονται αναξιόπιστα ή ακόμη και παραπλανητικά.

Η κοινωνική ψυχολογία υποδεικνύει ότι η ανάγκη ανίχνευσης του συνδέεται και με την επιθυμία ελέγχου του κοινωνικού περιβάλλοντος. Όταν οι άνθρωποι νιώθουν αβεβαιότητα ή απειλή, επιθυμούν να εντοπίσουν «σημάδια». Το πρόβλημα έγκειται στο ότι η ερμηνεία τέτοιων σημάτων συχνά βασίζεται περισσότερο σε υποκειμενικές προσδοκίες παρά σε αντικειμενικά δεδομένα.

Οι σύγχρονες προσεγγίσεις προτείνουν διαφορετικό δρόμο. Η καθηγήτρια Angela Crossman, ειδική στην ψυχολογία της μαρτυρίας, επισημαίνει ότι η αξιοπιστία ενός λόγου δεν πρέπει να εκτιμάται με βάση την έκφραση, αλλά με βάση τη δομή, τη συνέπεια και τη λογική συνοχή. Η αλήθεια αποδεικνύεται από τη σταθερότητα του αφηγήματος και την απουσία εσωτερικών αντιφάσεων.

Ακόμα και η εκπαίδευση επαγγελματιών σε ανακριτικές τεχνικές δείχνει ότι οι ειδικοί δεν τα πηγαίνουν καλύτερα από τον μέσο όρο στην αναγνώριση ψεύδους, όταν βασίζονται αποκλειστικά στη μη λεκτική παρατήρηση. Ορισμένες τεχνικές μπορούν να αυξήσουν την ακρίβεια, όπως η σύγκριση πολλαπλών αφηγήσεων, η παρατήρηση λεπτομερειών και η χρήση ανοικτών ερωτήσεων, όμως η γλώσσα του σώματος από μόνη της δεν επαρκεί.

Ο κοινωνικός ψυχολόγος Tim Levine διατύπωσε τη θεωρία της «αλήθειας ως προεπιλογή». Σύμφωνα με αυτήν, οι άνθρωποι έχουν την ενστικτώδη τάση να πιστεύουν τους άλλους. Αυτή η εμπιστοσύνη είναι χρήσιμη για τη λειτουργία των κοινωνικών σχέσεων, αλλά ταυτόχρονα καθιστά δύσκολη την αναγνώριση του ψεύδους όταν πράγματι υπάρχει. Η τάση αυτή δείχνει ότι δεν έχουμε εξελιχθεί ως ανιχνευτές ψεύδους, αλλά ως δημιουργοί δεσμών.

Η επιμονή στην ιδέα ότι «το σώμα προδίδει» τον ψεύτη υποτιμά την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης επικοινωνίας. Η μη λεκτική συμπεριφορά λειτουργεί εντός συμφραζομένων, διαφέρει ανάλογα με τον πολιτισμό, το πλαίσιο και το προσωπικό στυλ έκφρασης. Η αξιολόγησή της απαιτεί προσοχή, εμπειρία και συνείδηση των ορίων της παρατήρησης.

Στην πράξη, η διάκριση ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα δεν βασίζεται τόσο σε εμφανή σημάδια, όσο στην υπομονή, την προσεκτική ακρόαση και τη σχέση που αναπτύσσεται. Δεν στηρίζεται σε απόλυτα κριτήρια, αλλά σε αποχρώσεις και στο πλαίσιο κάθε επικοινωνίας. Η αξιοπιστία δεν αποκαλύπτεται από την αρχή· ενισχύεται σταδιακά, μέσα στη ροή του διαλόγου.

Βιβλιογραφία

  1. Sara Rigby (2024). How to Crack the Subtle Body Language of Liars. BBC Science Focus Magazine, April 2024.
  2. Sophie Scott (2022). The Illusion of the Lying Face. University College London.
  3. Tim Levine (2019). Duped: Truth-Default Theory and the Social Science of Lying and Deception. University of Alabama Press.
  4. Angela D. Crossman & Jeremy A. Bruckner (2006). “Developmental Changes in the Relation Between Linguistic and Nonverbal Indicators of Deception.” Journal of Nonverbal Behavior, 30(1), 1–24.
  5. Aldert Vrij (2008). Detecting Lies and Deceit: Pitfalls and Opportunities. Wiley-Blackwell.
  6. American Psychological Association (2021). Can You Spot a Liar? APA Monitor on Psychology.

Λάβετε καθημερινά τα άρθρα μας στο e-mail σας

Σχετικά θέματα

H διπλή παγίδα της παραπληροφόρησης. Όταν και οι δύο πλευρές σε απογοητεύουν...
Χαλίλ Γκιμπράν: «Οι γονείς είναι τα τόξα απ’ όπου τα παιδιά εκτοξεύονται προς το αύριο»
Η στρατηγική παραπλάνηση των AI: Μια αναδυόμενη πρόκληση για την ψηφιακή εποχή
Αίγυπτος: Ανακαλύφθηκε συνδρομή σε γυμναστήριο ηλικίας 1.800 ετών γραμμένη στα ελληνικά!

Πρόσφατα Άρθρα

Εναλλακτική Δράση