Πώς η προσπάθεια του γονέα να προστατεύσει το παιδί του “κόβει τα φτερά”

Όταν ένα παιδί αποτυγχάνει, λυπάται ή θυμώνει, μαθαίνει να αναγνωρίζει, να αντέχει και να επεξεργάζεται το βίωμά του.

Η πρόθεση είναι πάντα καλή: να βοηθήσεις, να στηρίξεις, να προστατεύσεις. Ένας γονιός βλέπει το παιδί του να δυσκολεύεται — με ένα συναίσθημα, μια σύγκρουση, μια αποτυχία — και το ένστικτο ενεργοποιείται. Πριν καν ολοκληρώσει το παιδί τη φράση του, η λύση είναι ήδη έτοιμη. Πριν καν ζητήσει βοήθεια, η βοήθεια έχει ήδη προσφερθεί. Όμως αυτό το διαρκές “μαξιλάρι” αγάπης, όταν επαναλαμβάνεται, λειτουργεί περιοριστικά. Σταδιακά, το παιδί δεν μαθαίνει να παλεύει, αλλά να παραδίδει τη δυσκολία σε κάποιον άλλο. Και αυτό είναι το σημείο όπου, χωρίς να το καταλάβει, ο γονιός «κόβει τα φτερά» του παιδιού του.

Η γονεϊκή υπερπροστασία συχνά εκφράζεται ως υπερδιορθωτική στάση. Μια συνεχής δηλαδή επιδιόρθωση της πραγματικότητας, ώστε το παιδί να μην εκτεθεί στο ρίσκο, στο λάθος ή στη δυσάρεστη συνέπεια. Η πρόθεση πίσω από αυτή τη στάση είναι συνήθως καθαρή — φόβος, αγωνία, αγάπη. Όμως η επίδραση στον ψυχισμό του παιδιού είναι σταδιακή και σημαντική. Μειώνεται η ανθεκτικότητα, η αίσθηση ικανότητας και η εμπιστοσύνη στις ίδιες του τις δυνάμεις.

Advertisment

Η ψυχολόγος Susan Stiffelman υποστηρίζει ότι όταν ένας γονιός παρεμβαίνει συνεχώς για να διορθώσει ή να «σώσει» το παιδί του από κακοτοπιές, του στερεί τη δυνατότητα να αναπτύξει τις αναγκαίες δεξιότητες διαχείρισης της απογοήτευσης και της αβεβαιότητας. Το παιδί δεν μαθαίνει να αντέχει — μαθαίνει να περιμένει την εξωτερική διόρθωση. Αυτό δημιουργεί έναν εσωτερικό μηχανισμό εξάρτησης, όπου η αυτορρύθμιση υποκαθίσταται από τη γονεϊκή ρύθμιση.

Τα παιδιά που μεγαλώνουν μέσα σε υπερδιορθωτικό περιβάλλον τείνουν να γίνονται πιο αγχώδη, δυσκολεύονται να πάρουν πρωτοβουλίες και συχνά αποφεύγουν καταστάσεις που εμπεριέχουν αβεβαιότητα ή πρόκληση. Όχι επειδή δεν έχουν ικανότητες, αλλά επειδή δεν είχαν την ευκαιρία να τις ανακαλύψουν. Δεδομένου ότι η κοινωνία απαιτεί αυτονομία, η εσωτερική αβεβαιότητα γίνεται φραγμός.

Η συναισθηματική ανάπτυξη στηρίζεται στην εμπειρία του «δύσκολου». Όταν ένα παιδί αποτυγχάνει, λυπάται ή θυμώνει, εξασκείται σε κάτι θεμελιώδες. Μαθαίνει να αναγνωρίζει, να αντέχει και να επεξεργάζεται το βίωμά του. Αυτή η επεξεργασία είναι που οικοδομεί την ψυχική ανθεκτικότητα. Όταν αυτή η εμπειρία αφαιρείται ή επισκιάζεται από τη συνεχή γονεϊκή παρέμβαση, το παιδί χάνει μια κρίσιμη φάση ανάπτυξης.

Advertisment

Το αποτέλεσμα είναι ότι, μεγαλώνοντας, αυτά τα παιδιά συχνά δεν νιώθουν επάρκεια. Μπορεί να διαπρέπουν σε συγκεκριμένους τομείς, αλλά παραμένουν διστακτικά μπροστά στην αβεβαιότητα ή την αποτυχία. Νιώθουν εσωτερικά ευάλωτα και συχνά ερμηνεύουν τη δυσκολία ως αποτυχία του εαυτού κι όχι ως αναπόφευκτο μέρος της ζωής.

Στη βάση αυτού του φαινομένου βρίσκεται η μη αναγνώριση του ρόλου του πόνου στην ανάπτυξη. Η κοινωνική αφήγηση τείνει να παρουσιάζει την ευτυχία ως κανονικότητα και τη δυσκολία ως σφάλμα. Οι γονείς, υπό την πίεση αυτής της αφήγησης, αισθάνονται ότι οφείλουν να “διορθώνουν” διαρκώς την εμπειρία του παιδιού τους. Το αποτέλεσμα είναι μια αποστειρωμένη παιδικότητα που δεν αφήνει χώρο για την ενίσχυση της ψυχικής ανοσίας.

Η πρόκληση για τον γονιό δεν είναι να είναι απόντας, αλλά να είναι παρών με έναν τρόπο που ενδυναμώνει. Να επιτρέπει το λάθος, να αντέχει τη δυσκολία του παιδιού χωρίς να σπεύδει να την εξαλείψει, να βλέπει τον θυμό ή τη λύπη όχι ως κάτι που πρέπει να «περάσει γρήγορα», αλλά ως μέρος του χτισίματος της συναισθηματικής ωριμότητας. Η γονεϊκή αγάπη μπορεί να εκφραστεί ως σταθερή παρουσία κι όχι ως συνεχής λύση.

Οι ψυχολόγοι Grolnick και Farkas αναφέρουν ότι οι γονείς που προωθούν την αυτονομία του παιδιού ενισχύουν τις εκτελεστικές του λειτουργίες, δηλαδή την ικανότητα για στόχευση, λήψη αποφάσεων και συναισθηματική ρύθμιση. Αυτές είναι οι δεξιότητες που καθορίζουν τη λειτουργικότητα στην ενήλικη ζωή. Αντίθετα, η υπερδιορθωτικότητα τείνει να υπονομεύει την πίστη του παιδιού στις ίδιες του τις δυνατότητες.

Αυτή η δυναμική έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Στην εφηβεία, μπορεί να εκφραστεί ως παθητικότητα ή εξεγερτικότητα – και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για εκφάνσεις δυσκολίας στην αυτοκατεύθυνση. Στην ενήλικη ζωή, μπορεί να εξελιχθεί σε δυσκολία στη λήψη αποφάσεων, φόβο αποτυχίας ή εξάρτηση από εξωτερική καθοδήγηση.

Δεν υπάρχει τέλεια ισορροπία, ούτε μαγικός τύπος. Υπάρχει, όμως, μια συνεχής πρόσκληση. Να μεγαλώνουμε παιδιά που νιώθουν ότι μπορούν να δοκιμάσουν, να αποτύχουν, να ανακάμψουν, με τη σιγουριά ότι έχουν δίπλα τους έναν γονιό που δεν θα τους σηκώσει απλώς, αλλά θα τους δείξει πώς να ξανασηκωθούν μόνοι τους.

Η γονεϊκή καθοδήγηση έχει τη μεγαλύτερη αξία όταν συνοδεύεται από εμπιστοσύνη. Όταν το παιδί νιώθει πως ο γονιός το βλέπει ικανό να αντέξει, να προσπαθήσει, να ρισκάρει, τότε αποκτά το θάρρος να ανοίξει τα φτερά του. Κι αυτό είναι ίσως το πιο βαθύ δώρο που μπορεί να του προσφερθεί.

Πηγές / Βιβλιογραφία:

  • Stiffelman, S. (2012). Parenting Without Power Struggles. Atria Books.
  • Grolnick, W. S., & Farkas, M. (2002). Parenting and the Development of Children’s Self-Regulation. Psychology Press.
  • Neufeld, G., & Maté, G. (2004). Hold on to Your Kids: Why Parents Need to Matter More Than Peers. Ballantine Books.
  • Ryan, R. M., & Deci, E. L. (2000). Self-determination theory and the facilitation of intrinsic motivation, social development, and well-being. American Psychologist, 55(1), 68–78.

Λάβετε καθημερινά τα άρθρα μας στο e-mail σας

Σχετικά θέματα

Μπαίνουμε στις σχέσεις με όλο το παρελθόν μας. Και αν δεν το κατανοήσουμε, το αναπαράγουμε
relationships
couple
people pleaser

Πρόσφατα Άρθρα

Εναλλακτική Δράση