Τα προβλήματα που απασχολούν περισσότερο τους τενίστες δεν είναι εκείνα που έχουν να κάνουν με τον κατάλληλο τρόπο αιώρησης της ρακέτας. Αφθονούν τα βιβλία και οι επαγγελματίες που παρέχουν σχετικές πληροφορίες. Επίσης, οι περισσότεροι παίκτες δεν παραπονιούνται υπερβολικά για τους περιορισμούς που αντιμετωπίζουν σε σωματικό επίπεδο. Το πιο σύνηθες, διαχρονικό παράπονό τους είναι το εξής: «Δεν είναι ότι δεν ξέρω τι να κάνω, αλλά ότι δεν κάνω αυτά που ξέρω!» Άλλα κοινά παράπονα που τραβούν συχνά την προσοχή των επαγγελματιών του τένις είναι τα εξής: Παίζω καλύτερα στην προπόνηση απ’ ό,τι στον αγώνα. Ξέρω ακριβώς τι κάνω λάθος με το φόρχαντ,* απλώς δεν μπορώ να κόψω τη συνήθεια.
Όταν προσπαθώ πραγματικά σκληρά να κάνω το χτύπημα με τον τρόπο που αναφέρεται στο βιβλίο, τα θαλασσώνω κάθε φορά. Όταν επικεντρώνομαι σε ένα πράγμα το οποίο καλούμαι να κάνω, ξεχνάω κάτι άλλο.
Advertisment
Κάθε φορά που πλησιάζω τον νικητήριο πόντο του αγώνα απέναντι σε έναν καλό παίκτη, αγχώνομαι τόσο πολύ, ώστε χάνω τη συγκέντρωσή μου.
Είμαι ο χειρότερος εχθρός του εαυτού μου· συνήθως με επικρίνω
Οι περισσότεροι παίκτες οποιουδήποτε αθλήματος αντιμετωπίζουν συνήθως τις ίδιες ή παρόμοιες δυσκολίες, αλλά δεν είναι τόσο εύκολο να αποκτήσουν επίγνωση για το πώς να τις διαχειριστούν στην πράξη. Συχνά έρχονται αντιμέτωποι με γνωστούς αφορισμούς, όπως: «Λοιπόν, το τένις είναι ένα ιδιαίτερα ψυχολογικό παιχνίδι, και θα πρέπει να αναπτύξεις την κατάλληλη νοοτροπία» ή «Θα πρέπει να έχεις αυτοπεποίθηση και να διαθέτεις τη βούληση για νίκη, διαφορετικά θα χάνεις πάντα». Πώς μπορεί, όμως, κάποιος να έχει αυτοπεποίθηση ή να αναπτύξει την κατάλληλη νοοτροπία; Αυτές οι ερωτήσεις συνήθως μένουν αναπάντητες.
Έτσι, φαίνεται πως υπάρχει χώρος για σχόλια όσον αφορά τη βελτίωση των νοητικών διεργασιών που μετατρέπουν σε αποτελεσματική δράση τεχνικές πληροφορίες για το πώς να χτυπηθεί μια μπάλα. Αντικείμενο του βιβλίου Το εσωτερικό παιχνίδι του τένις είναι ο τρόπος με τον οποίο μπορούν να αναπτυχθούν οι εσωτερικές δεξιότητες, χωρίς τις οποίες η υψηλή επίδοση είναι αδύνατη.
Advertisment
Το τυπικό μάθημα του τένις
Φανταστείτε τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι ενός ενθουσιώδους μαθητή που κάνει μάθημα με έναν εξίσου ενθουσιώδη νέο προπονητή του τένις. Ας υποθέσουμε ότι ο μαθητής είναι ένας μεσήλικας επιχειρηματίας αποφασισμένος να βελτιώσει τη θέση του στην κατάταξη της λέσχης. Ο προπονητής του τένις στέκεται στο φιλέ με ένα μεγάλο καλάθι γεμάτο μπάλες, και όντας κάπως αβέβαιος για το αν αυτός ο μαθητής θεωρεί πως το μάθημα αξίζει τα δίδακτρα, αξιολογεί προσεκτικά κάθε βολή. «Ωραία, αλλά γυρνάς τη ρακέτα ανάποδα στο φόλοουθρου,** κ. Γουέιλ. Τώρα μετατόπισε το βάρος σου στο μπροστινό πόδι καθώς κινείσαι προς την μπάλα… Τώρα πας τη ρακέτα σου πίσω πολύ αργά… Το μπάκσουινγκ*** θα πρέπει να είναι λίγο χαμηλότερα απ’ ό,τι στην τελευταία βολή… Έτσι, πολύ καλύτερα». Σύντομα, το μυαλό του κ. Γουέιλ παράγει έξι σκέψεις για το τι θα πρέπει να κάνει και δεκάξι σκέψεις για το τι δεν θα πρέπει να κάνει. Η βελτίωση μοιάζει αμφίβολη και ιδιαίτερα περίπλοκη, αλλά τόσο εκείνος όσο και ο προπονητής έχουν εντυπωσιαστεί από την προσεκτική ανάλυση κάθε χτυπήματος και τα δίδακτρα πληρώνονται ευχαρίστως, με τη λήψη της συμβουλής «εξασκήσου σε όλα αυτά και θα διαπιστώσεις μεγάλη βελτίωση».
Ομολογώ ότι υπερέβαλλα κι εγώ στη διδασκαλία μου ως νέος προπονητής. Ωστόσο μια μέρα που ήμουν σε χαλαρή διάθεση, άρχισα να λέω λιγότερα και να παρατηρώ περισσότερα. Προς έκπληξή μου, τα σφάλματα που έβλεπα, αλλά δεν τα επισήμαινα, διορθώνονταν από μόνα τους, χωρίς ο μαθητής να έχει καν συναίσθηση ότι τα έκανε. Πώς συνέβαιναν οι αλλαγές; Μολονότι το θεωρούσα αυτό ενδιαφέρον, ήταν λίγο ζόρικο για το εγώ μου, που δεν καλόβλεπε το γεγονός ότι δεν θα μπορούσε να λάβει τα εύσημα για τις βελτιώσεις. Ήταν ακόμα μεγαλύτερη η έκπληξή μου όταν συνειδητοποίησα ότι, μερικές φορές, οι προφορικές οδηγίες μου μείωναν την πιθανότητα να γίνει η επιθυμητή διόρθωση.
Όλοι οι προπονητές γνωρίζουν τι εννοώ. Όλοι έχουν μαθητές όπως η Ντόροθι. Στην Ντόροθι έδινα χαλαρές, όχι ιδιαίτερα επιτακτικές οδηγίες, του στιλ: «Γιατί δεν προσπαθείς να σηκώσεις το φόλοουθρου από τη μέση σου στο επίπεδο του ώμου; Η περιστροφή της μπάλας προς τα εμπρός θα την κρατήσει στο τερέν». Η Ντόροθι προσπαθούσε σκληρά να ακολουθήσει τις οδηγίες μου. Έσφιγγε τα χείλη, έσμιγε τα φρύδια, οι μύες στο μπράτσο της τσιτώνονταν, καθιστώντας αδύνατη τη ρευστότητα, κι έτσι το φόλοουθρου κατέληγε μόλις λίγα εκατοστά ψηλότερα. Σε αυτό το σημείο, η καθιερωμένη απάντηση του υπομονετικού προπονητή είναι: «Καλύτερα, Ντόροθι, αλλά χαλάρωσε, μην προσπαθείς υπερβολικά!» Μια χαρά συμβουλή, αλλά η Ντόροθι δεν καταλαβαίνει πώς να «χαλαρώσει», ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί σκληρά να χτυπήσει σωστά την μπάλα.
Γιατί θα πρέπει η Ντόροθι –ή ο καθένας από εμάς– να βιώνει ένα περίεργο σφίξιμο όταν εκτελεί μια επιθυμητή ενέργεια που δεν είναι σωματικά δύσκολη; Τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι από τη στιγμή που δίνεται μια οδηγία μέχρι την ολοκλήρωση της κίνησης; Η πρώτη φαεινή ιδέα σε αυτό το καίριο ερώτημα μου ήρθε σε μια στιγμή σπάνιας διαίσθησης έπειτα από ένα μάθημα με την Ντόροθι: Ό,τι κι αν συμβαίνει, είναι σίγουρα πάρα πολλά πράγματα μαζί! Προσπαθεί υπερβολικά να κάνει αιώρηση της ρακέτας όπως της είπα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να επικεντρωθεί στην μπάλα. Τότε υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα μείωνα την ποσότητα των προφορικών οδηγιών.
Το επόμενο μάθημά μου εκείνη τη μέρα ήταν με έναν αρχάριο, τον Πολ, ο οποίος δεν είχε κρατήσει ποτέ ρακέτα στα χέρια του. Ήμουν αποφασισμένος να του δείξω πώς να παίζει με όσο το δυνατόν λιγότερες οδηγίες. Θα προσπαθούσα να κρατήσω το μυαλό του καθαρό και να παρατηρήσω αν αυτό θα έκανε τη διαφορά.
Έτσι, ξεκίνησα λέγοντας στον Πολ ότι σκέφτηκα να δοκιμάσω κάτι καινούριο: θα παρέλειπα τελείως τις συνήθεις εξηγήσεις που έδινα σε αρχάριους παίκτες όσον αφορά τη σωστή λαβή, τον τρόπο χτυπήματος και την κίνηση των ποδιών στο βασικό φόρχαντ. Αντίθετα, θα χτυπούσα δέκα φόρχαντ ο ίδιος, και ήθελα να με παρακολουθήσει προσεκτικά, χωρίς να σκεφτεί τι έκανα, απλώς να προσπαθήσει να αποτυπώσει την εικόνα, να την επαναλάβει στο μυαλό του αρκετές φορές κι έπειτα να αφήσει το σώμα του να μιμηθεί τις κινήσεις.
Αφού χτύπησα τα δέκα φόρχαντ, ο Πολ φαντάστηκε ότι έκανε το ίδιο. Στη συνέχεια έβαλα τη ρακέτα στο χέρι του, δείχνοντάς του πώς να την κρατήσει σωστά. «Παρατήρησα ότι το πρώτο πράγμα που έκανες ήταν να κουνήσεις τα πόδια σου», μου είπε. Απάντησα με ένα διφορούμενο μουγκρητό και του ζήτησα να αφήσει το σώμα του να μιμηθεί το φόρχαντ όσο καλύτερα μπορούσε. Έριξε κάτω την μπάλα, έκανε ένα τέλειο μπάκσουινγκ, στράφηκε προς τα εμπρός, κρατώντας τη ρακέτα οριζόντια, και με φυσική ρευστότητα ολοκλήρωσε την κίνηση στο ύψος του ώμου – άψογα για πρώτη προσπάθεια! Μια στιγμή, όμως. Τα πόδια του; Δεν είχαν κουνηθεί ούτε εκατοστό από την τέλεια θέση ετοιμότητας που είχε λάβει πριν ξεκινήσει. Ήταν καρφωμένα στο τερέν. Του το επισήμανα, και ο Πολ είπε: «Αχ, ναι, τα ξέχασα!» Το μόνο στοιχείο που είχε παρατηρήσει όταν του έδειχνα το χτύπημα ήταν και το μόνο πράγμα που δεν έκανε! Όλα τα άλλα τα είχε αφομοιώσει και επαναλάβει χωρίς να πω λέξη και χωρίς να του δώσω καμία οδηγία!
Είχα αρχίσει να μαθαίνω αυτό που πρέπει να μάθουν όλοι οι καλοί προπονητές και οι μαθητές του τένις: ότι οι εικόνες είναι καλύτερες από τις λέξεις, ότι το να δείχνεις είναι καλύτερο από το να μιλάς, ότι οι πολλές οδηγίες είναι χειρότερες από καμία και ότι η προσπάθεια συχνά παράγει αρνητικά αποτελέσματα. Ένα ζήτημα μόνο με προβλημάτιζε: Ποιο είναι το κακό με την προσπάθεια; Ποια είναι η σημασία της υπέρμετρης προσπάθειας;
* Είναι το κυριότερο χτύπημα στο τένις και χρησιμοποιείται για να στείλει την μπάλα «βαθιά» στο αντίπαλο τερέν. Εκτελείται από τη δεξιά πλευρά του σώματος για τους δεξιόχειρες (το αντίθετο για τους αριστερόχειρες). (ΣτΕ)
** Αλλιώς, τελική φάση. Η συνέχεια της κίνησης της ρακέτας μετά την επαφή της με την μπάλα. (ΣτΕ)
***Η αιώρηση της ρακέτας προς τα πίσω κατά τη φάση προετοιμασίας ενός χτυπήματος. (ΣτΕ)
Από το βιβλίο «Το εσωτερικό παιχνίδι του τένις», του W. Timothy Gallwey – Εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ