Υπάρχει μια παράξενη, σχεδόν απαγορευμένη αλήθεια που σπάνια ομολογούμε, ακόμη και στον εαυτό μας. Πολλές φορές, η δυσφορία, η θλίψη ή η μιζέρια μας προσφέρουν μια ιδιότυπη ανακούφιση. Μπορεί να είναι εξουθενωτικές, αλλά μας είναι γνώριμες. Και η γνώριμη δυστυχία, όσο κι αν μας πονά, έχει συχνά λιγότερο άγχος από την αβεβαιότητα της αλλαγής. Πώς γίνεται λοιπόν να μένουμε δεμένοι σε καταστάσεις που μας πληγώνουν; Γιατί κάποιες φορές δεν θέλουμε, στην πραγματικότητα, να αλλάξουμε;
Η ψυχολογία του πόνου ως ταυτότητα
Η ψυχοθεραπευτική πρακτική δείχνει πως πολλοί άνθρωποι αναπτύσσουν έναν ισχυρό δεσμό με τον συναισθηματικό τους πόνο. Μπορεί να μην τον επιλέγουν συνειδητά, αλλά γιατί μέσα από αυτόν δομείται η αίσθηση του εαυτού. Μια γυναίκα που έχει μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον όπου η απόρριψη ήταν συστηματική, μπορεί να εσωτερικεύσει την ιδέα ότι είναι «εκείνη που δεν την αγαπούν». Αν αυτό διατηρείται για χρόνια, γίνεται όχι μόνο πεποίθηση αλλά κομμάτι της ταυτότητάς της. Έτσι, ακόμα κι όταν προκύψει μια ευκαιρία για μια υγιή σχέση, κάτι μέσα της αντιστέκεται. Η αγάπη μοιάζει ξένη, η φροντίδα απειλητική, και ο πόνος, κατά έναν παράδοξο τρόπο, οικείος.
Advertisment
Δευτερογενή οφέλη: Η άνεση της δυσφορίας
Στην ψυχολογία, γίνεται συχνά λόγος για τα λεγόμενα “δευτερογενή οφέλη” (secondary gains) από τη δυσφορία. Αυτά είναι τα έμμεσα πλεονεκτήματα που αποκομίζει κάποιος από τη διατήρηση ενός προβλήματος. Για παράδειγμα:
- Το άτομο μπορεί να προσελκύει προσοχή ή φροντίδα.
- Μπορεί να αποφύγει απαιτητικές ευθύνες ή αλλαγές.
- Διατηρεί την αίσθηση της συνοχής, γιατί η ταυτότητά του έχει χτιστεί γύρω από αυτήν τη συνθήκη.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η δυσφορία είναι ψεύτικη. Είναι αληθινή και συχνά βαθιά. Αλλά η ανακούφιση που προσφέρει –έστω και μέσω αυτών των έμμεσων μηχανισμών– δυσκολεύει την αλλαγή.
Ένα παράδειγμα είναι μια νεαρή γυναίκα που πάσχει από χρόνιο άγχος. Παρότι η ίδια παραπονιέται για την ψυχική της επιβάρυνση, οι γύρω της έχουν πλέον προσαρμοστεί σε αυτό. Την προστατεύουν, την απαλλάσσουν από ευθύνες, της προσφέρουν κατανόηση. Αν η ίδια θεραπευτεί πλήρως, ίσως νιώσει ότι χάνει τον τρόπο με τον οποίο σχετίζεται με τον κόσμο.
Advertisment
Η αντίσταση στην αλλαγή και ο φόβος του κενού
Η αλλαγή απαιτεί την εγκατάλειψη της παλιάς αφήγησης. Όμως αν κάποιος έχει ορίσει τον εαυτό του μέσα από τον ρόλο του θύματος, του αδικημένου, του πάντα αποτυχημένου, η αλλαγή μπορεί να βιώνεται ως υπαρξιακό ρίσκο. Ποιος θα είμαι χωρίς αυτό;
Ένας άνδρας που, σε όλη του τη ζωή, απέτυχε να πετύχει επαγγελματικά και αισθάνεται πως η κοινωνία του χρωστά, μπορεί να αντιστέκεται σε κάθε νέα ευκαιρία –όχι από τεμπελιά ή ανικανότητα, αλλά γιατί αν επιτύχει, τότε θα καταρρεύσει η αφήγηση που του επέτρεπε να νοηματοδοτεί την αποτυχία. Η “νίκη” απαιτεί επαναπροσδιορισμό του εαυτού. Και αυτό είναι τρομακτικό.
Όταν η μιζέρια γίνεται ασφάλεια
Η μιζέρια έχει κάτι βαθιά σταθερό. Είναι προβλέψιμη. Δεν απαιτεί αναμέτρηση με άγνωστο έδαφος. Η ελπίδα, αντιθέτως, είναι ριψοκίνδυνη. Κάθε νέα απόπειρα ενέχει πιθανότητα αποτυχίας και η αποτυχία αυτή τη φορά θα είναι πιο σκληρή, γιατί θα συμβεί παρά την προσπάθεια. Για πολλούς, είναι πιο ασφαλές να μην προσπαθήσουν καν.
Η ασφάλεια του πόνου είναι μια από τις πιο δύσκολες ψευδαισθήσεις που καλείται να λύσει η ψυχοθεραπεία. Όταν ο θεραπευτής ρωτά «Τι φοβάσαι ότι θα συμβεί αν αρχίσεις να νιώθεις καλά;», οι απαντήσεις είναι αποκαλυπτικές. Κάποιοι λένε «Θα περιμένω πάλι να έρθει κάτι κακό». Άλλοι λένε «Δεν θα ξέρω πώς να είμαι. Δεν έχω υπάρξει ποτέ ευτυχισμένος». Αυτή η άγνοια του καλού, αυτός ο φόβος του φωτός, είναι πιο κοινός απ’ όσο νομίζουμε.
Το ασυνείδητο κέρδος του παλαιού πόνου
Μερικές φορές, η ταύτιση με τον πόνο προσφέρει ένα είδος δομικής σταθερότητας. Όταν κάποιος έχει συνηθίσει να είναι ο αδικημένος, ο παραμελημένος, ο θλιμμένος, ακόμα και η παραμικρή αλλαγή στη ζωή του μπορεί να προκαλέσει αποδιοργάνωση. Δεν είναι εύκολο να αποχωριστεί κανείς τον παλιό του εαυτό, ακόμη κι αν αυτός είναι δυσλειτουργικός.
Η ψυχαναλυτική παράδοση, από τον Freud έως τον Winnicott, έχει δείξει πως πολλές μορφές «επανάληψης» στην ενήλικη ζωή είναι απόπειρες αναπαράστασης παλαιών πόνων με την ελπίδα πως αυτή τη φορά το τέλος θα είναι διαφορετικό. Όμως όσο αναπαράγουμε τις ίδιες δομές, η αλλαγή δεν έρχεται. Το «γνωστό κακό» τελικά γίνεται λιγότερο τρομακτικό από το «άγνωστο καλό».
Μικρές πράξεις αντίστασης στην ίδια μας την ιστορία
Η έξοδος από τη μιζέρια δεν είναι πάντα θεαματική. Δεν έρχεται μέσα από ξαφνικούς θριάμβους ή ριζικές μεταμορφώσεις. Ξεκινά, τις περισσότερες φορές, από μικρές και επίμονες πράξεις:
- Από την άσκηση της αμφισβήτησης: Μήπως δεν είναι αλήθεια ότι είμαι ανίκανος;
- Από το να επιτραπεί στον εαυτό η ηδονή χωρίς ενοχή.
- Από την αναγνώριση ότι η δυσφορία δεν είναι ταυτότητα, αλλά κατάσταση.
Η δουλειά της ψυχοθεραπείας δεν είναι να πείσει κάποιον να γίνει “θετικός”. Είναι να τον βοηθήσει να δει πότε πια η παλιά του ταυτότητα, όσο πονεμένη κι αν είναι, έχει πάψει να τον εξυπηρετεί.
Δεν είναι εύκολο να αποχωριστεί κανείς τον πόνο του. Κάποιες φορές, είναι το μόνο που γνώρισε. Άλλες, είναι η γλώσσα με την οποία έμαθε να υπάρχει στον κόσμο. Αλλά έρχεται μια στιγμή που, αν και φοβόμαστε να το πούμε φωναχτά, ξέρουμε ότι η μιζέρια δεν είναι πια ζωή, αλλά τρόπος αποφυγής της.
Η αλλαγή το μόνο που απαιτεί είναι προθυμία. Ένα βλέμμα ελαφρώς στραμμένο προς τη δυνατότητα και την αποδοχή πως η έξοδος από τη μιζέρια περνά μέσα από τη γενναιότητα να αφήσουμε πίσω ό,τι κάποτε μας προστάτευε. Ακόμη κι αν αυτό ήταν ο ίδιος μας ο πόνος.
Πηγές:
- Freud, S. (1914). Remembering, Repeating and Working-Through. Standard Edition.
- Winnicott, D. W. (1965). The Maturational Processes and the Facilitating Environment.
- Yalom, I. D. (1989). Love’s Executioner and Other Tales of Psychotherapy.
- Orbach, S. (2008). Bodies.
- van der Kolk, B. (2014). The Body Keeps the Score: Brain, Mind, and Body in the Healing of Trauma.
- Gilbert, P. (2009). The Compassionate Mind.