Οι πεποιθήσεις μας είναι το πρίσμα μέσα από το οποίο βλέπουμε την πραγματικότητα. Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό να ασχοληθούμε μαζί τους.
Ωστόσο, οι αρνητικές πεποιθήσεις δεν σχηματίζονται μόνο μέσα από τις στερήσεις, την παραμέληση ή την υπερπροστατευτικότητα. Όταν οι γονείς κακομαθαίνουν και παραχαϊδεύουν το παιδί τους, εκείνο μπορεί να σχηματίσει την πεποίθηση ότι όλα οφείλουν να γίνονται πάντα σύμφωνα με το θέλημά του και ότι δεν θα χρειαστεί ποτέ να κοπιάσει για τίποτα. Μπορεί, δηλαδή, να αναπτύξει πεποιθήσεις οι οποίες δεν υποτιμούν, αλλά υπερτιμούν τη σημασία και την αξία του. Τα συγκεκριμένα παιδιά θεωρούν αυτονόητο να παίρνουν πάντα αυτό που θέλουν, ενώ αντιδρούν με κακία και θυμό όταν δεν γίνεται το δικό τους. Τα παραχαϊδεμένα παιδιά αναπτύσσουν πολύ μικρή αντοχή στη ματαίωση· κοινώς, δεν ανέχονται με τίποτα να μην ικανοποιούνται οι ανάγκες τους.
Advertisment
Κι ενώ τα παιδιά που μεγαλώνουν με κάποιες στερήσεις δείχνουν μεγάλη προθυμία να προσαρμοστούν, τα κακομαθημένα παιδιά δεν επιδεικνύουν καμία διάθεση προσαρμογής. Δεν έχουν μάθει να εντάσσονται και να προσαρμόζονται σε μια ομάδα – ας μην ξεχνάμε ότι ήταν η «πριγκίπισσα» της μαμάς ή ο «παιχταράς» του μπαμπά. Οι πεποιθήσεις τους έχουν συνήθως τις εξής μορφές: «Είμαι πολύ σημαντικός!», «Είμαι πάντα ευπρόσδεκτος!», «Πάντα παίρνω αυτό που θέλω!», «Όλα είναι δικαιωματικά δικά μου!», «Είμαι ισχυρότερος από τους άλλους!», «Είμαι ο καλύτερος!». Αυτά τα παιδιά ενδέχεται να αντιμετωπίσουν μεγάλες δυσκολίες προσαρμογής στο νηπιαγωγείο, στο σχολείο ή στην ενήλικη ζωή τους, και είναι εξαιρετικά πιθανόν να συμπεριφέρονται με τρόπο εκνευριστικό για τους γύρω τους.
Επιπλέον, κάποια στιγμή αναγκάζονται να μάθουν ότι τίποτα δεν χαρίζεται στη ζωή και ότι πρέπει να μοχθήσουν για να αποκτήσουν αυτό που θέλουν. Ορισμένα από αυτά τα παιδιά παίρνουν τον κατήφορο στη διάρκεια της σχολικής ζωής και των σπουδών τους, ενώ άλλα φτάνουν στο σημείο να διακόψουν τη φοίτησή τους. Σε ηπιότερες περιπτώσεις, τα άτομα αυτά είναι απολύτως ικανά να ενταχθούν σε μια ομάδα και να έχουν υψηλές επιδόσεις, αλλά δεν αντέχουν ούτε κατά διάνοια να χάνουν. Για παράδειγμα, μια ερωτική απόρριψη μπορεί να τα οδηγήσει σε απόγνωση, γιατί δεν έχουν μάθει να στερούνται κάτι που θέλουν πολύ.
Κριτική στη μαμά και τον μπαμπά; Δεν είναι και τόσο εύκολο!
Advertisment
Όταν αναστοχαζόμαστε την παιδική ηλικία και τους γονείς μας, συχνά δυσκολευόμαστε να ρίξουμε την ευθύνη για τα προβλήματά μας στη μητέρα και τον πατέρα μας. Πολλές φορές βλέπω τους θεραπευόμενούς μου να νιώθουν άσχημα όταν πρέπει να εξετάσουν με επικριτικό βλέμμα τους γονείς τους. Τους αγαπούν και τους ευγνωμονούν για πολλά πράγματα. Νιώθουν ενοχές όταν πρέπει να συζητήσουν μαζί μου συμπεριφορές των γονιών τους που ίσως τους έβλαψαν. Έχουν την αίσθηση ότι, κατά κάποιον τρόπο, τους προδίδουν
Γι’ αυτό θέλω στο σημείο αυτό να τονίσω ότι το ζήτημα δεν είναι να αμφισβητήσουμε τις προσπάθειες των γονέων μας και να τους ρίξουμε την ευθύνη για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε στην ενήλικη ζωή μας, αλλά απλώς και μόνο να κατανοήσουμε καλύτερα τα βιώματα που αποκτήσαμε στο πατρικό μας σπίτι. Και προφανώς δεν αναφέρομαι μόνο στα αρνητικά, αλλά και στα θετικά βιώματα που χρωστάμε στους γονείς μας. Εξάλλου, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι και οι γονείς μας επηρεάστηκαν με τη σειρά τους από τους δικούς τους γονείς· άρα, έπεσαν κι εκείνοι θύματα της διαπαιδαγώγησής τους. Οι δικοί μου γονείς, φερ’ ειπείν, ήταν πολύ στοργικοί μαζί μου. Ήμουν παιδί του έρωτα κι έχω αμέτρητες ευτυχισμένες αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια.
Αλλά η μητέρα μου αδυνατούσε να επιτρέψει στον εαυτό της να δείξει αδυναμία. Ήταν η μεγαλύτερη από εννέα αδέλφια, κι όταν ήταν έντεκα ετών, ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος· έτσι, δεν είχε και πολλά περιθώρια να φανεί αδύναμη. Έπρεπε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Κι επειδή η ίδια δυσκολευόταν να διαχειριστεί τα δικά της αισθήματα αδυναμίας, όπως τη θλίψη, δεν μπορούσε να με βοηθήσει όταν καμιά φορά ένιωθα στεναχωρημένη. Έτσι, μεταξύ άλλων, γεννήθηκαν μέσα μου πεποιθήσεις όπως «Πρέπει να είμαι δυνατή!» και «Είναι ντροπή να κλαις!». Άρα και οι στοργικοί γονείς κάνουν λάθη.
Είναι επίσης σημαντικό να αναρωτηθούμε τι πρότυπα μας έδωσαν οι γονείς μας. Αν, για παράδειγμα, ένα μικρό κορίτσι έχει μια πολύ τρυφερή αλλά μάλλον υποχωρητική μητέρα, η οποία προσαρμόζεται διαρκώς στη βούληση του αυταρχικού πατέρα, μπορεί να ταυτιστεί με τη μητέρα του και να διαμορφώσει πεποιθήσεις όπως «Οι γυναίκες είναι αδύναμες», «Πρέπει να προσαρμόζομαι» ή «Δεν επιτρέπεται να αντιμιλάω». Ή μπορεί –διαχωρίζοντας τη στάση του από τη μητέρα του– να σχηματίσει πεποιθήσεις όπως «Πρέπει να υπερασπίζομαι τον εαυτό μου», «Δεν επιτρέπεται ποτέ να υποταχθώ σε κανέναν» ή «Οι άντρες είναι επικίνδυνοι».
Σημαντικό ρόλο παίζουν επίσης οι ηθικοί κώδικες και οι αξίες που επικρατούσαν στο πατρικό μας σπίτι. Έτσι, ένα παιδί που μεγαλώνει σε ένα πολύ στοργικό σπιτικό, όπου όμως ισχύουν αυστηρότατοι κανόνες σχετικά με το σεξ, ίσως δυσκολευτεί πολύ στη ζωή του να αποκτήσει μια φυσιολογική σχέση με το σώμα και τη σεξουαλικότητά του. Επομένως, ακόμα και όσοι αποκόμισαν πάρα πολλά θετικά πράγματα από τους γονείς τους ίσως έχουν αναπτύξει τη μία ή την άλλη πεποίθηση που κάνει σήμερα τη ζωή τους πιο δύσκολη.
Ωστόσο, μερικοί άνθρωποι δυσκολεύονται αφάνταστα να σχηματίσουν μια ρεαλιστική εικόνα για τους γονείς τους. Αυτό μπορεί να συμβαίνει επειδή, για παράδειγμα, ο ένας γονέας έχει φροντίσει να επηρεάσει καθοριστικά την εικόνα τους για τον άλλον γονέα. Όταν μια μητέρα κλαίγεται διαρκώς στο παιδί της για τον «κακό μπαμπά» του, το παιδί θ’ αρχίσει να βλέπει τον πατέρα του υπό την οπτική γωνία της μητέρας του. Από την πολυετή εμπειρία μου ως δικαστικής πραγματογνώμονα σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου γνωρίζω ότι τέτοιου είδους βιώματα μπορεί να αποδειχθούν τόσο ανθεκτικά στον χρόνο, ώστε η σχέση αυτών των παιδιών με τον πατέρα τους να παραμείνει προβληματική –ή και ανύπαρκτη– σε όλη τους τη ζωή. Το ίδιο ισχύει βεβαίως και στην περίπτωση που ο πατέρας υπονομεύει τη μητέρα.
Αλλά υπάρχει κι άλλη μια αιτία για τη δυσκολία ορισμένων ανθρώπων να σχηματίσουν μια ρεαλιστική εικόνα για τους γονείς τους, κι αυτή η αιτία είναι η τάση των παιδιών να εξιδανικεύουν τους γονείς τους. Τα παιδιά, προκειμένου να επιβιώσουν, είναι προγραμματισμένα να εμπιστεύονται τους γονείς τους και να τους θεωρούν καλούς και αλάνθαστους. Τα παιδιά πρέπει να εξιδανικεύουν τους γονείς τους, ειδάλλως η υποψία και μόνο ότι ίσως βρίσκονται στα χέρια προβληματικών, ή ακόμα και μοχθηρών, γονέων θα αρκούσε για να γεννήσει τον απόλυτο φόβο. Κι αυτή η εξιδανικευμένη εικόνα συνοδεύει πολλούς ανθρώπους και στην ενήλικη ζωή τους, με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται να σχηματίσουν μια αντικειμενική εικόνα για τους γονείς τους, με τα προτερήματα και τα ελαττώματά τους.
Όταν, όμως, ως ενήλικες πλέον, βλέπουμε τους γονείς μας μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της εξιδανίκευσης, τότε δεν μπορούμε να απαγκιστρωθούμε από αυτούς με υγιή τρόπο. Κι αν δεν κατορθώσουμε να απογαλακτιστούμε, θα δυσκολευτούμε να βρούμε τον δρόμο μας στη ζωή. Αν θέλουμε να φτάσουμε στην αυτεπίγνωση –που αποτελεί προϋπόθεση της προσωπικής εξέλιξης–, τότε θα πρέπει να έχουμε μια κατά το δυνατόν ρεαλιστική εικόνα για τον εαυτό μας και τους γονείς μας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται να τους έχουμε αδυναμία. Μπορούμε να αγαπάμε και να σεβόμαστε τους γονείς μας γι’ αυτό που είναι και γι’ αυτό που ήταν. Δεν χρειάζεται να είναι άμεμπτοι και αλάνθαστοι για να τους αγαπάμε. Ό,τι ακριβώς ισχύει, δηλαδή, γενικώς για την αγάπη στη ζωή: Αν μπορείς να αγαπήσεις μόνο ό,τι είναι τέλειο, δεν μπορείς να αγαπήσεις πραγματικά.
Από το βιβλίο “Το παιδί που κρύβουμε μέσα μας“, της Stefanie Stahl που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ