ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ (ΧV), Εκδόσεις Ίκαρος Σελ 530
Τα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα πολύν άνεμο για να μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους πιο ανεπαίσθητους συριγμούς, ν’ ακριβολογώ μες στα μυστήρια. Μια γλώσσα όπως η ελληνική όπου άλλο πράγμα είναι η αγάπη και άλλο πράγμα ο έρωτας. Άλλο η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα. Άλλο η πίκρα και άλλο το μαράζι. Άλλο τα σπλάχνα κι άλλο τα σωθικά.
Advertisment
Με καθαρούς τόνους, θέλω να πω, που – αλίμονο – τους αντιλαμβάνονται ολοένα λιγότερο αυτοί που ολοένα περισσότερο απομακρύνονται από το νόημα ενός ουράνιου σώματος που το φως του είναι ο αφομοιωμένος μας μόχθος, έτσι καθώς δεν παύει να επαναστρέφεται κάθε μέρα όλος θάμβος για να μας ανταμείψει.
Θέλουμε – δε θέλουμε, αποτελούμε το υλικό μαζί και το όργανο μιας αέναης ανταλλαγής ανάμεσα σ’ αυτό που μας συντηρεί και σ’ αυτό που του δίνουμε για να μας συντηρεί: το μαύρο, που δίνουμε, για να μας αποδοθεί λευκό, το θνησιμαίο, αείζωο.
Και χρωστάμε στη διάρκεια μιας λάμψης την πιθανή ευτυχία μας.
Advertisment
XVI
Έχει και η ψυχή τον δικό της κονιορτό που, εάν σηκωθεί μέσα μας αέρας, αλίμονο. Οι ορμές χτυπάνε στα παράθυρα, τα τζάμια θρυμματίζονται. Λίγοι ξέρουν ότι ο υπερθετικός στα αισθήματα σχηματίζεται με το φως, όχι με τη δύναμη. Κι ότι χρειάζεται χάδι εκεί που βάζουν μαχαίρι.
Ότι ένας κοιτώνας με τη μυστική συνεννόηση των σωμάτων μας παρακολουθεί παντού και μας παραπέμπει στην αγιότητα χωρίς συγκατάβαση.
Α! όταν η στιγμή φτάσει να καθίσουμε κι εμείς πάνω στο πεζούλι κάποιας Αγίας Πρέκλας εν μέσω αγριοσυκών, μορεών με ερυθρούς καρπούς, εις έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν, τότε η μικρή Κουμπώ μ’ ένα κερί στο χέρι θα σηκωθεί στις μύτες των ποδιών να φτάσει εκεί ψηλά, μέσα στον αναστεναγμό μας, όλα τα εύφλεκτα: πάθη, πείσματα, φωνές οργής, μυριάδες έντομα χρωματιστούλια, που να λαμπαδιάσει ο τόπος!
XVII
Και να, καταμεσής της αθλιότητας, από τις ανασκαφές της Σαντορίνης, από την απελπισία πιο πέρα – επιτέλους: μια Κόρη Θηρασία φτάνει τεντώνοντας το χέρι της σαν να λέει «Χαίρε Κεχαριτωμένε».
Δεν είμαι ζωγράφος, Κόρη Θηρασία. Μα θα σε πω με ασβέστη και με θάλασσα. Θα σε προεχτείνω μ’ αυτά που γράφω σ’ αυτά που πράττω. Θα σου προσφέρω μια ζωή (τη ζωή που δεν αξιώθηκα) χωρίς αστυνόμους, χωρίς φακέλους, χωρίς κελιά. Μόνο μ’ ένα λευκό πουλί πάνω από το κεφάλι σου.
Θα φυτέψω αμπέλια-λέξεις. Θα κτίσω Ανάκτορα μ’ αυτά που μου δίνεις ν’ αγαπώ. Από την Ηγησώ θα φτάσω στην αγία Αικατερίνη. Γη και ειρήνη θα φέρω.
XVIII
Από μικρό παιδί μου γεμίσανε το κεφάλι με την εικόνα ενός θανάτου κουκουλωμένου στα μαύρα, που κρατά τη ζωή σαν φάκα και μας την προτείνει ανοιχτή, με το δόλωμα της ηδονής στη μέση. Αφήστε με να γελάσω. Κάτι άλλο έλεγε κείνος που μασούσε τη δάφνη. Και δεν είναι τυχαίο που γυρίζουμε όλοι μας γύρω απ’ τον ήλιο.
Το σώμα ξέρει.
XIX
Ωραίε μου Αρχάγγελε γεια σου, με τις ηδονές καθώς φρούτα στο πανέρι!
XX
Ένα βουνάκι αγριολούλουδα, το ίδιο αναλλοίωτα κι αμάραντα όσο μέσα στη σκέψη μας, τρέμει κάθε φορά που καταφέρνουμε να γίνουμε αέρας. Και να σκεφτεί κανένας ότι, με την προϋπόθεση να το θελήσουμε όλοι, μπορούμε.
Όπως μπορούμε να επεκταθούμε σε όλα τ’ απέραντα τετραγωνικά της ηθικής που απλώνονται πέραν από το ένα και αποτρόπαιο, φευ, όπου μας έχει καθηλώσει μια πανάρχαιη βλακεία, στην ανθεκτικότητά της πανίσχυρη.
XXI
Εκφράζομαι όπως ένα περγαμόντο στον πρωινόν αέρα. Η διήθηση που δεν την αντιλαμβάνεται άλλος κανείς, αυτή έχει σημασία. Μέσ’ από τους κοινωνικούς αγώνες, τη λαχτάρα για δίκιο και για ελευθερία, το αναπαλλοτρίωτο του ατόμου: μια ευωδία!
Ο άνθρωπος δεν είναι ποτέ τόσο μεγάλος ή τόσο μικρός όσο οι έννοιες που συλλαμβάνει, από τον Άγγελο αρχινώντας ίσαμε τον Δαίμονα. Είναι όσο το μέρος που απομένει όταν οι δύο αυτές αντίπαλες δυνάμεις αυτοεξουδετερωθούνε.
Αν μου αρέσει ν’ ανάγομαι στην ευγένεια του δέντρου ή να μετατρέπω σε αίνιγμα τις λύσεις, είναι γι’ αυτό. Για να υποκαθίσταμαι στο παιδί που ήμουνα και να διαθέτω πάλι, εντελώς δωρεάν, την απέραντη εκείνη ορατότητα, την ισχυρότερη, τη διαρκέστερη από κάθε άλλης λογής Επανάσταση.
Κοίταζα το κομμάτι που χωρούσε στο μεγάλο τετράγωνο παράθυρο: λίγες καμένες στεριές και μια λουρίδα κύμα βαθυκύανο.
Στον ύπνο μου, αργότερα, η ώρα τρεις το απόγεμα, έβλεπα τον Ερμή να κατεβαίνει από ψηλά, το ‘να πόδι λυγισμένο, κρατώντας στην αγκαλιά του ένα κοριτσάκι με το κεφάλι ανάποδα και τα μαλλιά του χυμένα στον αέρα.