Του Βαλάντη Γαούτση, Συνθέτης-Στιχουργός
Σκέψου μονάχα πόσα έχουν δει και ακούσει οι τρίζουσες σανίδες
ενός μοναχικού-παρ΄όλ΄αυτά προς φιλοξενία δύο ατόμων-παγκακίου.
Κάθε λογής λεξικά κι αν έχουν αποστηθίσει.
Κάθε στιγμή ερωτευμένων έχουν αντέξει
και κάθε καύτρα κάποιου μόνου έχουν νιώσει, που αφηρημένος ξέχασε
το τσιγάρο στα χείλη αναμμένο, χαμένος στα χθες του και τα αύριο.
Advertisment
Τίποτα δεν ήταν. Απλώς ένα μοναχικό, παλιό παγκάκι.
Σκέψου πόσες φορές προσπάθησε να τους αγκαλιάσει όλους αυτούς,
μα δεν μπορούσε.
Αυτό δε σημαίνει “παγκάκι”;
Δυο χέρια ανοιχτά, ανίκανα προς αγκάλη;
-Άκου άδικη κατάρα που δίνει ο ξυλουργός εν αγνοία του.-
Κάθε γέλιο κι αν έχουν ακούσει-αληθινό ή ψεύτικο.
Κάθε δάκρυ-χαράς ή λύπης-κι αν έχει ποτίσει τις τρίζουσες σανίδες του.
Αυτό εκεί…πρόθυμο κι ανεκτικό να παραμένει πιστό στο όνειρό του:
-Μια μέρα να είναι ικανό να αγκαλιάσει ό,τι πέρναγε και μετά χανόταν
και ό,τι είναι να έρθει, που μπορεί να μοιάσει κατάλληλο
προς παραγωγή νέων ονείρων.
Τίποτα δεν ήταν. Απλώς ένα μοναχικό, παλιό παγκάκι.
Advertisment
Τι του άφηναν γι΄αναμνηστικό;
Κάθε ανάμνηση δική και ξένη απ΄το παρόν τους, που ήταν ανίκανο να ζήσει.
Κάθε είδους αποτσίγαρα πεταμένα από κάτω του
σα να το χλεύαζαν που δεν μπορούσε να καπνίσει.
Σκέψου τη μοναξιά του…
Να κουβαλάει την ίδια μέρα μοναχικούς κι ερωτευμένους.
Τους πρώτους να μην μπορεί να τους φέρει κοντά
και στους δεύτερους να μην μπορεί να χαμογελάσει.
Τουλάχιστον, ήταν πάντα ειλικρινές και στιβαρό με τους καθήμενους.
Τίποτα δεν ήταν. Απλώς ένα μοναχικό, παλιό παγκάκι.
Κάθε που χάραζαν οι ερωτευμένοι τα αρχικά τους πάνω του
ως δείγμα της στιγμής που αγαπιόνταν,
εκείνο κρυφά δάκρυζε, καθώς ήξερε, πως η στιγμή αυτή
μια μέρα θα γινόταν απλά μια ανάμνηση, μια απόδειξη πως τότε, έζησαν.
Οι άνθρωποι είμαστε-εκτός των άλλων-και τα δοχεία που φυλάμε τις αναμνήσεις
και ξένων Ερώτων, ανθρώπων, γεγονότων και καταστάσεων…όμορφων και άσχημων.
Τόσο ξένων, που καταλήγουν τόσο οικείοι, τόσο δικοί μας,
και μια μέρα ανακαλύπτουμε πως:
ακόμη και οι ξένες αναμνήσεις είναι και δικές μας αναμνήσεις,
επομένως και αναπόσπαστο κομμάτι μας που χωρίς αυτό, δεν κάνουμε βήμα.
Δεν απαίτησα ποτέ κάτι λιγότερο από Αγάπη.
Ίσως γι΄αυτό να μην την είχα ποτέ σταθερή στα ασταθή, γεμάτα λαχτάρα, ανοιχτά μου χέρια:
Γιατί χωρίς να το γνώριζα, ζητώντας Αγάπη, ζητούσα τα πάντα.
Τίποτα δεν ήμουν. Απλώς ένα μοναχικό, παλιό παγκάκι.