Την περίοδο που ήμουν ειδικευόμενος νευρολόγος διδαχθήκαμε ότι όταν έχει διαγνωστεί μια εγκεφαλική διαταραχή, βασιζόμαστε στην εξέταση όλων των ενδείξεων και των συμπτωμάτων που παρουσιάζει ο ασθενής, επειδή αυτά θα μας βοηθήσουν να εντοπίσουμε το σημείο εκδήλωσης της πάθησης. Εντοπίζοντας την περιοχή του εγκεφάλου όπου συμβαίνει η συγκεκριμένη διαταραχή, μπορούμε να τη διαγνώσουμε με μεγαλύτερη βεβαιότητα και να αναπτύξουμε αποτελεσματικότερες στρατηγικές για τη θεραπεία ή την πρόληψη της υποτροπής της.
Με άλλα λόγια, βρες το, δώσ’ του ένα όνομα, φτιάξ’ το. Πώς μπορούμε όμως να εντοπίσουμε την περιοχή εκδήλωσης ενός νοσήματος που είναι άυλο – και εννοώ τη σκληρότητα, τον πόνο, την ταλαιπωρία – και του οποίου οι ρίζες είναι υπαρξιακές; Μπορούμε να μετρήσουμε την ποσότητα άλατος που περιέχουν τα δάκρυά μας με τα πλέον ευαίσθητα όργανα, αλλά δεν θα καταλάβουμε ποτέ πραγματικά το νόημα της θλίψης. Πώς μπορεί κάποιος να ποσοτικοποιήσει την ελπίδα ή την πίστη ή τη χαρά; Πώς μπορούμε να εντοπίσουμε τις ρίζες της απελπισίας, του μηδενισμού ή των καταστροφικών σκέψεων, προκειμένου να τις εξαλείψουμε οριστικά;
Advertisment
Η ανάγκη για πίστη ενυπάρχει βαθιά στην ανθρώπινη βιολογία, σε σημείο που, ακόμα κι αν δεν την αναγνωρίζουμε, η απουσία της θα μας γίνει γνωστή από μόνη της. Αυτό ήταν ένα μάθημα που έμαθα πολύ νωρίς, αλλά δεν υπήρχε σε κανένα εγχειρίδιο. Φανταστείτε και πάλι το Εβραϊκό Νοσοκομείο του Λονγκ Άιλαντ. Ήμουν ειδικευόμενος. Το έτος 1989. Είχα αναλάβει τη φροντίδα μιας γυναίκας με προχωρημένο μεταστατικό καρκίνο των ωοθηκών. Η Eva ήταν κλινήρης, ικτερική και υπέφερε από ασκίτη, μια συσσώρευση υγρού που προκαλεί διόγκωση της κοιλιακής κοιλότητας.
Σε αυτό το προχωρημένο στάδιο, ελάχιστα πράγματα μπορούσαμε να κάνουμε πέρα από το να αντιμετωπίσουμε τις συνοδές λοιμώξεις, να την ανακουφίσουμε και να περιορίσουμε τον πόνο. Ήταν ζήτημα χρόνου. Καθημερινά, το πρώτο μου μέλημα ήταν να πάω στον θάλαμο νοσηλείας της και να μιλήσω μαζί της, να ελέγξω τις ζωτικές λειτουργίες της, να κάνω τους σχετικούς αιματολογικούς ελέγχους, να της κρατάω το χέρι, να της δίνω ελπίδα και κουράγιο. Κρατούσα σημειώσεις σχετικά με την εξέλιξη της κατάστασής της.
Μιλούσαμε για τον καιρό, για τις νοσηλεύτριες, για την επικαιρότητα. Κάθε φορά που έμπαινα στον θάλαμο, μου χαμογελούσε και μου έλεγε ένα-δυο από τα πολλά ανέκδοτα που ήξερε. Τη ρωτούσα για την οικογένειά της, για τους ανθρώπους στις φωτογραφίες που είχε στο περβάζι, και εκείνη μου μιλούσε πολύ άνετα για τα σημαντικά πρόσωπα της ζωής της. Και όταν ένα κύμα πόνου σάρωνε το σώμα της, εγώ προσπαθούσα να το εμποδίσω ρωτώντας την για τα εγγόνια της. Ένα έπαιζε χόκεϊ. Ένα άλλο ήταν αρτοποιός, καινούριος στο επάγγελμα. Ένα χαμόγελο άνθιζε στο πρόσωπό της καθώς τα περιέγραφε με τρυφερότητα.
Advertisment
Για είκοσι πέντε ημέρες έκανα αυτό το πράγμα – και γι’ αυτές τις είκοσι πέντε ημέρες η ασθενής μου έζησε. Ωστόσο, δύο πράγματα άρχισαν να με βασανίζουν. Πρώτον, η ιατρική εργασία αυτού του είδους δεν θεωρείται τυπικά υψηλής προτεραιότητας για κάποιον που διανύει το πρώτο έτος της ειδικότητάς του. Εμείς οι γιατροί είμαστε λίγο αλαζόνες σε αυτή την πρώιμη περίοδο της σταδιοδρομίας μας (το γνωρίζω ότι ήμουν), και έτσι άρχισα να σκέφτομαι ότι όλες αυτές οι συζητήσεις που είχα με την ασθενή θα γίνονταν καλύτερα με έναν κοινωνικό λειτουργό. Και ασφαλώς η αμιγώς ιατρική αντιμετώπιση των «πραγματικών» ασθενών θα ήταν μια καλύτερη αξιοποίηση του χρόνου μου.
Δεύτερον, αισθάνθηκα αυτή την τρομακτική πίεση, η οποία δεν περιγράφεται με λόγια, που νιώθει κάθε ειδικευόμενος όταν θέλει να βγάλει έναν ασθενή από τη λίστα καθημερινής παρακολούθησης. Όταν έχεις υπό την ευθύνη σου δεκαπέντε με είκοσι ασθενείς, τότε όσο περισσότερους έχεις, τόσο μεγαλύτερος είναι ο φόρτος εργασίας. Πρόκειται για απλά μαθηματικά. Πιέζεσαι να ελαφρύνεις το φορτίο που έχεις επωμιστεί, δίνοντας εξιτήριο στους ασθενείς όσο το δυνατόν γρηγορότερα ή μεταφέροντάς τους σε άλλη μονάδα του νοσοκομείου. Ο σκοπός δεν είναι ευγενής, το γνωρίζω. Ωστόσο όλοι έχουμε αισθανθεί αυτή την πίεση.
Την εικοστή πέμπτη ημέρα είπα στον υπεύθυνο των ειδικευόμενων ότι δυστυχώς δεν μπορούσαμε πια να κάνουμε τίποτα για την Eva. Αυτή ήταν η πικρή αλήθεια. Είτε έπρεπε να μεταφερθεί σε ειδικό κέντρο φροντίδας, είτε να γυρίσει σπίτι της και να τελειώσει τη ζωή της εκεί. Ο υπεύθυνος των ειδικευόμενων ειδοποίησε τον σύζυγό της και συζήτησαν τις πιθανές επιλογές. Θυμάμαι ότι τον έβλεπα πίσω από το διαχωριστικό παραβάν και άκουγα τις αντιδράσεις του. Ήταν πολύ αναστατωμένος. Κανείς δεν θέλει να ακούει τέτοιες ειδήσεις. Εκείνο το βράδυ γύρισα σπίτι μου και επέστρεψα στο νοσοκομείο το πρωί.
Την εικοστή έκτη ημέρα. Εκείνη τη νύχτα η Eva έφυγε από τη ζωή. Επί της ουσίας, δεν είχα κάνει κανένα λάθος. Το γνώριζα. Αλλά η χρονική συγκυρία της απόφασής μου να διακόψω τη φροντίδα της Eva και του θανάτου της ήταν μια υπερβολική σύμπτωση. Αισθάνθηκα τύψεις. Καθημερινά, για εκείνες τις είκοσι πέντε ημέρες, την παρακολουθούσα και της έδινα ελπίδα. Όταν είπαμε στον σύζυγό της ότι δεν ήμασταν σε θέση να κάνουμε τίποτα περισσότερο για εκείνη, είχα τερματίσει ακούσια τη ζωή της ασθενούς μου.
Η Eva σε καμιά περίπτωση δεν θα ζούσε περισσότερο. Όμως, εκείνη η ελπίδα πιθανόν να της έδινε έστω και λίγες ημέρες ζωής ακόμα. Ίσως και λίγες εβδομάδες. Η ελπίδα: αόρατη, άυλη, μερικές φορές χωρίς καμιά ουσία. Τότε αναλογίστηκα, για πρώτη φορά στην ιατρική μου σταδιοδρομία, πόσο σημαντική είναι η δύναμη της πίστης για τη διατήρηση της ζωής – οι πανίσχυρες αλλά αόρατες δυνάμεις που δεν μπορούμε να μετρήσουμε ή να ποσοτικοποιήσουμε, αλλά παραμένουν θεμελιώδεις στον πυρήνα τού είναι μας.
Ως νεαρός γιατρός, ξεκινούσα να κερδίσω τα προς το ζην καταδυόμενος σε έναν κόσμο συγκεκριμένων στοιχείων – που μπορούσαν να εξεταστούν στο μικροσκόπιο, να παρουσιαστούν σε ένα διάγραμμα ή έναν εργαστηριακό έλεγχο, να συνταγογραφηθούν και να δοθούν μέσα σε ένα φιαλίδιο. Όσον αφορά την Eva όμως είχα υποτιμήσει και ελαχιστοποιήσει τη μη κλινική πλευρά της ιατρικής φροντίδας. Οι επισκέψεις μου στον θάλαμο νοσηλείας της, οι ερωτήσεις μου για τα παιδιά και τα εγγόνια της, τα ανέκδοτα που λέγαμε – αυτά τα θέματα που συζητούν οι νοικοκυρές μεταξύ τους – είχαν πολύ μεγαλύτερη σημασία απ’ όσο νόμιζα.
Στην περίπτωση της Eva, το εργαλείο της «ελπίδας» – η προσδοκία ότι θα υπήρχε ένα αύριο και μια επόμενη ημέρα – έγινε ένας παράγοντας που επηρέασε το πώς έζησε και το πώς έφυγε από τη ζωή. Έχουν περάσει δεκαετίες από τότε, αλλά αυτό που έμαθα από εκείνο το περιστατικό δεν το ξέχασα ποτέ. Ανέλαβα τη θεραπεία χιλιάδων ασθενών κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας μου, αυτά όμως που συνεχίζουν να ασκούν τεράστια γοητεία πάνω μου είναι αυτά που δεν μπορούν να μετρηθούν.
Πολύ συχνά, οι γιατροί θεωρούμε ότι αν κάτι δεν είναι μετρήσιμο, τότε δεν είναι πραγματικό ή δεν υπάρχει. Πριν από τον θάνατο της Eva όμως συνάντησα κάτι έντονο. Κάτι πραγματικό και δυνατό. Το οποίο δεν μπορούσε να μετρηθεί. Είμαι πραγματικά ευτυχής για την τεράστια παρακαταθήκη μετρήσιμων ιατρικών μεθόδων που έχω στη διάθεσή μου και μπορώ να τις χρησιμοποιήσω προς όφελος των ασθενών. Σκεφτείτε μόνο πού θα βρισκόμασταν σήμερα χωρίς τον μαγνητικό τομογράφο ή το υπερηχογράφημα Doppler (χρησιμοποιείται για την εκτίμηση του κινδύνου εκδήλωσης εγκεφαλικού επεισοδίου) ή το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (έλεγχος που μετρά και καταγράφει την ηλεκτρική δραστηριότητα του εγκεφάλου).
Αγαπώ τα δεδομένα, αγαπώ την επιστήμη και αγαπώ επίσης τις συγκλονιστικές εξελίξεις που έχουν σημειωθεί με το πέρασμα του χρόνου στον τομέα της ιατρικής φροντίδας. Σήμερα όμως, καθώς κοντεύω να κλείσω την πέμπτη δεκαετία της ζωής μου, πιστεύω περισσότερο από ποτέ άλλοτε ότι υπάρχουν ουσιώδη πράγματα αόρατα στο ανθρώπινο μάτι, και αυτή η συνειδητοποίηση μας επιβάλλει να αναζητήσουμε εκείνα που ο Thomas Moore εύστοχα περιέγραψε ως «τα παραδοξολογικά μυστήρια που αναμιγνύουν φως και σκοτάδι μέσα στο μεγαλείο αυτού που θα μπορούσαν να είναι η ανθρώπινη ζωή και ο ανθρώπινος πολιτισμός». Άλλωστε, ορισμένα από τα σπουδαιότερα αριστουργήματα της τέχνης είναι αυτά που απεικονίζουν μια κατανόηση της σχέσης μεταξύ φωτός και σκιάς.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Jay Lombard “Ο νους του Θεού” που κυκλοφορεί από τις Eκδόσεις Πεδίο