Επιμέλεια Βικτωρία Πολύζου, συμβουλευτική ψυχοθεραπεύτρια,
Το φαινόμενο της παιδικής κακοποίησης έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις κατά τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για ένα ζήτημα, οι συνέπειες του οποίου έχουν διάρκεια και επηρεάζουν και τη μετέπειτα ζωή του παιδιού, μετατρέποντάς το σε έναν προβληματικό ενήλικο. Δημιουργεί άτομα με έντονα προβλήματα στις προσωπικές τους σχέσεις, τα οποία δυσκολεύονται να αγαπήσουν και να εμπιστευτούν, έχουν τάση προς καταχρήσεις, εμφανίζουν αγχώδεις διαταραχές, προβλήματα προσαρμοστικότητας και κατάθλιψη. Επίσης, οι άνθρωποι που υπέστησαν κακοποίηση όταν ήταν παιδιά ενδέχεται να προβούν οι ίδιοι σε κακοποίηση παιδιών όταν ενηλικιωθούν.
Advertisment
Ένα παιδί που έχει κακοποιηθεί εμφανίζει δυσκολίες προσαρμογής στην καθημερινότητα και προβλήματα συμπεριφοράς. Φοβάται για την ασφάλεια τη δική του και των άλλων και δυσκολεύεται να αναπτύξει το αίσθημα της εμπιστοσύνης προς τους γύρω του. Συχνά εμφανίζει μετατραυματικό στρες, διαταραχές της διάθεσης ή της ανάπτυξης της προσωπικότητας του.
Στο σχολείο απομονώνεται από τους συμμαθητές του και αναπτύσσει το συναίσθημα της ντροπής, έχει τάση μυστικοπάθειας και η επίδοση του πέφτει εξαιτίας της εμφάνισης μαθησιακών διαταραχών. Το παιδί αυτό έχει υψηλά επίπεδα άγχους, νιώθει συνεχώς φόβο και έχει προβλήματα στον ύπνο με συχνούς εφιάλτες. Αισθάνεται ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα., ότι κανείς δεν μπορεί να το βοηθήσει και ότι η κατάσταση δεν πρόκειται να αλλάξει.
Μεγαλώνοντας υπάρχουν πολλά ψυχικά τραύματα και τα παιδιά αυτά αδυνατούν να αναπτύξουν υγιείς διαπροσωπικές σχέσεις. Στο ρόλο τους ως γονείς έχουν και οι ίδιοι προβλήματα και είναι ανεπαρκείς.
Advertisment
Σοβαρές επιπτώσεις όμως υπάρχουν και όταν τα παιδιά γίνονται μάρτυρες της κακοποίησης κάποιου άλλου, για παράδειγμα της μητέρας. Τότε είναι πιθανό να πάρουν το ρόλο του «προστάτη», προσπαθώντας να παρέμβουν για να σώσουν αυτόν που κακοποιείται. Αυτό μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους. Με το να εμπλακούν τα ίδια στη βία, με το να αρνούνται να αφήσουν μόνο του το θύμα, με το να το παροτρύνουν να φύγει από το σπίτι για να γλιτώσει.
Σύμφωνα με έρευνες, η κακοποίηση ή η εγκατάλειψη κατά την παιδική ηλικία προκαλεί μόνιμες αλλαγές στη φυσιολογία του αναπτυσσόμενου παιδικού εγκεφάλου. Οι αλλαγές αυτές στη δομή του εγκεφάλου είναι σημαντικές και προκαλούν διάφορα ψυχολογικά καισυναισθηματικά προβλήματα, αλλά και διαταραχές της προσωπικότητας στο κακοποιημένο παιδί κατά την εφηβική του ηλικία και όταν ενηλικιωθεί.
Κατά τα πρώτα χρόνια ενός παιδιού η ανάπτυξη του εγκεφάλου μπορεί να μεταβληθεί από κάποιο παρατεταμένο, σοβαρό ή απρόβλεπτο στρες, περιλαμβανομένης της κακοποίησης. Μια τέτοια μεταβολή στην ανάπτυξη του εγκεφάλου μπορεί με τη σειρά της να επηρεάσει αρνητικά το παιδί, στη σωματική, γνωστική, συναισθηματική και κοινωνική του ανάπτυξη.
Διαφορετικά μέρη του εγκεφάλου αναπτύσσονται από την διέγερση που προκαλεί η δραστηριότητα κάθε περιοχής. Με την πάροδο του χρόνου, ο εγκέφαλος μεγαλώνει και πυκνώνει, φθάνοντας σχεδόν το 90% του ενήλικου μεγέθους κατά τα 3 έτη. Αν η διέγερση και η γαλούχηση λείπει – για παράδειγμα, αν οι γονείς ή φροντιστές είναι εχθρικοί ή αδιάφοροι στο παιδί – η ανάπτυξη του εγκεφάλου του παιδιού μπορεί να διαταραχθεί. Δεδομένου ότι ο εγκέφαλος τείνει να προσαρμόζεται ανάλογα με τα περιβαλλοντικά ερεθίσματα, θα προσαρμοστεί σε ένα αρνητικό περιβάλλον εξίσου εύκολα, όπως θα συνέβαινε σε ένα θετικό.
Το χρόνιο στρες ευαισθητοποιεί τις νευρικές οδούς και υπεραναπτύσσει εκείνες τις περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την ανησυχία και το φόβο. Ταυτόχρονα, μπορεί να οδηγήσει στην υπανάπτυξη άλλων νευρικών οδών και περιοχών του εγκεφάλου. Οι εγκέφαλοι των παιδιών που δοκιμάζουν στρες – υπό μορφή σωματικής ή σεξουαλικής κακοποίησης ή χρόνιας παραμέλησης – θα στρέψουν τους πόρους τους στην επιβίωση και την απάντηση των απειλών του περιβάλλοντος. Αυτός ο χρόνιος ερεθισμός με την απάντηση του εγκεφάλου στο φόβο οδηγεί κάποιες συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου να ενεργοποιούνται συχνότερα. Επομένως αυτές οι περιοχές θα είναι πιθανό να υπεραναπτυχθούν εις βάρος άλλων περιοχών που δεν μπορούν να ενεργοποιηθούν στον ίδιο χρόνο, όπως για παράδειγμα αυτές που ενέχονται στη σύνθετη σκέψη. Το τελικό αποτέλεσμα μπορεί να είναι οι περιοχές του εγκεφάλου που δεν συνδέονται με την απάντηση στο φόβο, να μην είναι «διαθέσιμες» στο παιδί για τη διαδικασία της μάθησης.
Τα αποτελέσματα των εμπειριών στην ανάπτυξη του εγκεφάλου, κατά τη νηπιακή και πρώιμη παιδική ηλικία, δημιουργούν τη βάση για τη μετέπειτα έκφραση της νοημοσύνης, των συναισθημάτων και της προσωπικότητας. Όταν αυτή η πρόωρη εμπειρία είναι πρώτιστα αρνητική, τα παιδιά μπορεί να αναπτύξουν συναισθηματικά, συμπεριφορικά και μαθησιακά προβλήματα που να εμμένουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους, ειδικά εάν λείπουν οι στοχοθετημένες παρεμβάσεις.
Για παράδειγμα, παιδιά που έχουν βιώσει χρόνια κακοποίηση και παραμέληση στη διάρκεια των πρώτων χρόνων της ζωής τους, μπορεί να ζουν σε κατάσταση υπερβολικής διέγερσης και διάσχισης ή μπορεί να παρουσιάζουν μόνιμη αίσθηση επικείμενης απειλής. Συγχρόνως, το όφελος από την κοινωνική, συναισθηματική και γνωστική μάθηση μπορεί να ελαττωθεί. Η ικανότητα του να μαθαίνει και να ενσωματώνει νέες πληροφορίες στο σχολείο ή στην παρέα, προϋποθέτει έναν παιδικό εγκέφαλο σε κατάσταση “ήρεμης προσοχής”, μία κατάσταση που ένα κακοποιημένο παιδί σπάνια επιτυγχάνει. Επίσης, τα παιδιά που δεν έχουν αναπτύξει υγιείς συναισθηματικούς δεσμούς με τους φροντιστές τους και οι πρώιμες συναισθηματικές εμπειρίες, λόγω των επιπτώσεων στον εγκέφαλο, δεν δημιούργησαν τις απαραίτητες βάσεις για θετική συναισθηματική ανάπτυξη, μπορεί να έχουν περιορισμένη ικανότητα για ενσυναίσθηση. Η ικανότητα συναίσθησης ενοχών, καθώς και η ενσυναίσθηση, κτίζεται με τα βιώματα. Έτσι, όταν ένα παιδί δεν έχει αισθανθεί συναισθηματικό δέσιμο με κάποιο άτομο, αναμένεται να μη μπορεί στο μέλλον να αισθανθεί ενοχές όταν πληγώνουν ή ακόμη και όταν σκοτώνουν κάποιον.
Επίσης τα παιδιά που βιώνουν ή γίνονται μάρτυρες σωματικής κακοποίησης υποβάλλονται σε αλλαγές στη δομή του εγκεφάλου τους γεγονός που μπορεί να αυξήσει τη προδιάθεση κατάθλιψης και χρήσης ουσιών στα μετέπειτα στάδια της ζωής τους, σύμφωνα με νέες μελέτες.
Στην περίπτωση που η κακοποίηση έχει ήδη συμβεί, υπάρχουν ενδείξεις ότι η άμεση και έγκαιρη παρέμβαση μπορεί να βοηθήσει, ελαχιστοποιώντας τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις αυτής της τραυματικής εμπειρίας στην ανάπτυξη του εγκεφάλου. Ωστόσο, ενώ η έγκαιρη παρέμβαση στα κακοποιημένα παιδιά μπορεί να ελαχιστοποιήσει τις συνέπειες της κακοποίησης και παραμέλησης, είναι πιο ωφέλιμο να αποτραπεί η κακοποίηση πριν εκδηλωθεί. Το κόστος – τόσο σε ατομικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο – επούλωσης των προβλημάτων αυτών των παιδιών είναι πολύ μεγαλύτερο από το κόστος πρόληψης της κακοποίησης και της προώθησης μιας υγιούς ανάπτυξης του εγκεφάλου κατά τα πρώτα χρόνια ζωής.
Η παρέμβαση σε περιπτώσεις κακοποίησης αρχίζει από τη στιγμή που θα γίνει η καταγγελία ή που κάποιος θα απευθυνθεί σε κάποιον ειδικό. Η βασική προτεραιότητα είναι η προστασία του θύματος με κάθε τρόπο, ακόμα και με την απομάκρυνση του από το κακοποιητικό περιβάλλον.
Στην περίπτωση των παιδιών συνήθως προτείνεται νοσηλεία για μερικές μέρες όπου θα γίνουν και όλες οι απαραίτητες εξετάσεις και μετά η ομάδα των ειδικών θα αποφασίσει εάν το παιδί θα γυρίσει σπίτι του ή θα πάει σε ίδρυμα, σε ανάδοχη οικογένεια ή θα δοθεί για υιοθεσία. Σε περίπτωση που το παιδί επιστρέψει σπίτι απαραίτητη είναι η συνεχής επίβλεψη της οικογένειας και η συχνή επανεκτίμηση της κατάστασης. Η κινητοποίηση του κοινωνικού περιβάλλοντος (συγγενείς, γειτονιά, σχολείο, τοπικές υπηρεσίες) μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στην προστασία του παιδιού. Σε κάθε περίπτωση, η ψυχοθεραπευτική παρέμβαση είναι απαραίτητη για όλα τα εμπλεκόμενα μέλη από έναν έμπειρο σε θέματα κακοποίησης θεραπευτή.