Η σύλληψή της έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον αγώνα για τα δικαιώματα των μαύρων στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η Ρόζα Παρκς ήταν μαύρη και έραβε για ένα μεγάλο μαγαζί στην πόλη Μοντγκόμερι της πολιτείας Αλαμπάμα. Μέλος του Εθνικού Συνδέσμου για την Πρόοδο των Εγχρώμων Ανθρώπων (NAACP), αρνήθηκε να δώσει τη θέση της στο λεωφορείο σε λευκό επιβάτη. Τη συνέλαβαν γιατί σύμφωνα με τους νόμους και την πρακτική «Τζιμ Κρόου» στον Νότο των ΗΠΑ, οι μαύροι όφειλαν να κάθονται στο πίσω μέρος του λεωφορείου και να δίνουν τη θέση τους στους λευκούς. Η τοπική ηγεσία των μαύρων αποφάσισε να μποϊκοτάρει τα μέσα μεταφοράς και για τον σκοπό αυτό εξέλεξαν τον πάστορα Martin Luther King Jr. Σε μια κατάμεστη από κόσμο εκκλησία ο King ανακοίνωσε την απόφαση του μποϊκοτάζ, λέγοντας ότι δεν σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν βία κατά των «λευκών αδελφών» αλλά να βασιστούν στις «βαθύτερες αρχές της χριστιανικής πίστης». «Αν κάνουμε λάθος, τότε το Σύνταγμά μας είναι λανθασμένο, αν κάνουμε λάθος τότε ο Θεός ο παντοδύναμος κάνει λάθος…».
Advertisment
Ο Martin Luther King είχε γεννηθεί στην Ατλάντα της πολιτείας Τζόρτζια πριν από 26 χρόνια και είχε μόλις αποκτήσει τον διδακτορικό τίτλο από το Πανεπιστήμιο της Βοστώνης. Στον αγώνα του για τα δικαιώματα των μαύρων στον αμερικανικό Νότο ακολούθησε το παράδειγμα του Ινδού ειρηνιστή, Μαχάτμα Γκάντι.
Κατά τη διάρκεια του μποϊκοτάζ που κράτησε ένα χρόνο, οι μαύροι έκαναν τα αυτοκίνητά τους κοινόχρηστα ή περπατούσαν την απόσταση από τον προορισμό τους. Οι μαύροι τελικά θριάμβευσαν γιατί η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου το 1956 χαρακτήρισε τους νόμους τύπου «Τζιμ Κρόου» της Αλαμπάμα αντισυνταγματικούς. Οταν το αμερικανικό κογκρέσο πέρασε τον νόμο του 1957 για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και ιδρύθηκε η Επιτροπή για τα Δικαιώματα των πολιτών, πολλοί πίστεψαν ότι η ισότητα των μαύρων είχε εξασφαλιστεί. Ωστόσο, γρήγορα έγινε φανερό ότι η πραγματικότητα διέψευδε τους αισιόδοξους. Λευκοί εστιάτορες οι οποίοι αρνήθηκαν να σερβίρουν μαύρους πελάτες αντιμετώπισαν την απόφαση των διαμαρτυρομένων να μην κουνηθούν από τη θέση τους. Ο ίδιος ο Martin Luther King έλαβε μέρος σε τέτοιες διαμαρτυρίες ώσπου συνελήφθη το 1960 και κρατήθηκε υπό άθλιες συνθήκες με αποτέλεσμα να κλονιστεί η υγεία του.
Οι φυλετικές διακρίσεις εκτός νόμου από το 1964
Advertisment
Μετά τη δολοφονία του Κένεντι στο Ντάλας, τα καθήκοντά του ανέλαβε ο πρώην Τεξανός γερουσιαστής και τότε αντιπρόεδρος, Λίντον Τζόνσον. Ο Τζόνσον υπήρξε ο αντίποδας του Κένεντι σε όλα, ακόμα και στο ενδιαφέρον για τα πολιτικά δικαιώματα των μειονοτήτων. Παιδί αγροτικής οικογένειας με χαμηλά εισοδήματα άσκησε το επάγγελμα του δασκάλου σε σχολείο φτωχών Ισπα-νοαμερικανών του Τέξας. Το ενδιαφέρον του για τους μη-προνομιούχους μαθητές του και ο θαυμασμός του για το έργο του Φραγκλίνου Ρούσβελτ κατέστησαν τον Τζόνσον τον καλύτερο και αποτελεσματικότερο σύμμαχο των πολιτικών δικαιωμάτων των μειονοτήτων, συνεπώς και των μαύρων. Στο πρόγραμμά του, που έφερε τον τίτλο «Η σπουδαία κοινωνία», η υπόθεση των μαύρων κατείχε την πρώτη θέση. Στον περίφημο νόμο του 1964 για τα πολιτικά δικαιώματα η φυλετική διάκριση τέθηκε εκτός νόμου. Τον ίδιο χρόνο καθιερώθηκε η ισότητα ευκαιριών στις προσλήψεις για όλους τους Αμερικανούς ανεξαρτήτως χρώματος, θρησκεύματος και καταγωγής. Τα δικαιώματα ψήφου και εκπαίδευσης απέκτησαν αυστηρή νομική κάλυψη. Ο νόμος του 1965 για το δικαίωμα ψήφου είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθούν κάθετα οι καταγραφές μαύρων στους εκλογικούς καταλόγους των πολιτειών του Μισισσίπι και της Αλαμπάμα.
Θριαμβευτική νίκη
Στις εκλογές του 1964 ο Τζόνσον περιέγραψε το πρόγραμμά του ως προϊόν εθνικής συναίνεσης και κέρδισε θριαμβευτική νίκη έναντι του συντηρητικού αντιπάλου του Μπάρι Γκόλντουοτερ με 61% των συνολικών ψήφων. Πρόκειται για το υψηλότερο σημείο που έφθασε η πολιτική του αμερικανικού φιλελεύθερου κράτους πρόνοιας. Το τίμημα για το Δημοκρατικό κόμμα ήταν να χάσει οριστικά την ψήφο των νότιων πολιτειών αλλά και ο φιλελευθερισμός με κοινωνικό περιεχόμενο να γνωρίσει μια σταδιακή συρρίκνωση. Η υπόθεση όμως των μαύρων δικαιώθηκε οριστικά.
Στροφή από το Ανώτατο Δικαστήριο
Η στροφή της αμερικανικής δικαιοσύνης υπέρ των δικαιωμάτων των μαύρων ξεκίνησε με τον διορισμό του αρχιδικαστή Earl Warren στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ το 1953. Στην υπόθεση «Μπράουν εναντίον του Συμβουλίου Εκπαίδευσης της Τοπήκα», ο Warren σημείωσε ότι «Στον τομέα της δημόσιας εκπαίδευσης το δόγμα “χωριστά αλλά ίσα» δεν έχει καμία θέση. Οι χωριστές υπηρεσίες για την εκπαίδευση των μαύρων παιδιών τους δημιουργούν συναισθήματα κατωτερότητας τα οποία θα τα συνοδεύουν για όλη τους τη ζωή…». Ομως οι πολιτείες στις οποίες οι φυλετικές διακρίσεις ήταν ήδη θεσμικά κατοχυρωμένες, αντιστάθηκαν στις αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου με νύχια και με δόντια. Χρηματοδοτούσαν τα δίδακτρα των λευκών που έφευγαν από τα δημόσια σχολεία με μαύρους και πήγαιναν σε ιδιωτικά ή έκλειναν τα δημόσια στα οποία επιτρεπόταν η είσοδος των μαύρων μαζί με τους λευκούς.
Παρά τις μεγάλες προσδοκίες των Αμερικανών φιλελευθέρων ο νεαρός επικοινωνιακός διάδοχος του Αϊζενχάουερ στην προεδρία, John F. Kennedy, απέφυγε τις μεγάλες συγκρούσεις με το συντηρητικό του Κογκρέσο στον τομέα των πολιτικών δικαιωμάτων των μαύρων. Περίμενε ώς το 1962 για να τιμήσει την προεκλογική του υπόσχεση ότι θα καταργούσε τις φυλετικές διακρίσεις σε οικισμούς οι οποίοι πραγματοποιήθηκαν με ομοσπονδιακή χρηματοδότηση.
Στο μεταξύ ο αγώνας για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων συνεχιζόταν. Οι ομάδες λευκών και μαύρων νέων που πήγαιναν από τον Βορρά στον Νότο με νοικιασμένα λεωφορεία πύκνωναν και οι ειρηνικές τους διαμαρτυρίες αντιμετωπίζονταν με θανατηφόρα κάποτε βία από τους εχθρούς των πολιτικών δικαιωμάτων.
Σταθμός στον αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα υπήρξε η πορεία στην Ουάσιγκτον στις 28 Αυγούστου, 1963. Διακόσιες πενήντα χιλιάδες μαύροι και λευκοί συγκεντρώθηκαν μπροστά από το μνημείο Ουάσιγκτον στην πρωτεύουσα και άκουσαν με συγκίνηση τον ιστορικό λόγο του Martin Luther King που άρχιζε με τα εμβληματικά λόγια: «Εχω ένα όνειρο».
Θάνος Βερέμης – ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών