,

Παραμύθι με λυπημένη αρχή

Της Αγγελικής Μπολουδάκη «Μα αλήθεια πες μου εσύ, πώς να νικήσεις ετούτο το κουρέλι με το σχήμα της καρδιάς σου» – Μανόλης ΑναγνωστάκηςAdvertisment Θυμάσαι τα

Της Αγγελικής Μπολουδάκη

«Μα αλήθεια πες μου εσύ, πώς να νικήσεις ετούτο το κουρέλι με το σχήμα της καρδιάς σου» – Μανόλης Αναγνωστάκης

Advertisment

Θυμάσαι τα παραμύθια που μου διάβαζες, μαμά, για νεράιδες, μάγους και ξωτικά; Όπου όμως, κάπου εκεί, κρυμμένος στα τρίσβαθα της ψυχής σου, ήταν πάντα κρυμμένος ο κακός λύκος. Ένας λύκος που παραφύλαγε να ξεκοκαλίσει το γουργουρητό των παιδικών μου χρόνων. Σε περίμενα τις νύχτες να σκεπάσεις τις αγωνίες μου, να τιθασεύσεις τις παρορμήσεις μου, να γαλουχήσεις τα όνειρά μου, να θρέψεις το ταξίδι της φαντασίας μου, για να μπορώ να αντικρίσω την πραγματικότητα προστατευμένη. Περίμενα εσένα, μαμά! Πόσο ήθελα να κουλουριαστώ σαν γάτα γύρω σου, να με συνεπάρει το άρωμά σου, να χαθώ στη ζεστασιά σου, να αναδυθώ μέσα από εσένα, μαμά.

Ερχόσουν πάντα με ένα βιβλίο στο χέρι και κάθε φορά η ματιά μου σε αγκάλιαζε, για να σε παρασύρει στην ανάγκη μου να με λαχταρήσεις. Να μου αφοσιωθείς, να νιώσω μοναδική στο βλέμμα σου, να χαθώ σε αυτό, για να μπορέσω να μεταμορφωθώ στη νεράιδα του παραμυθιού, που με τη δική σου βοήθεια πάντα θα επέτρεπα στον εαυτό μου την αναζήτηση ενός πρίγκιπα. Θα με αποχαιρετούσες γλυκά και θα με άφηνες στην δική του αγκαλιά. Και η δική μου, χορτασμένη από τα δικά σου φιλιά, θα παραδινόταν στον πόθο του ονείρου. Ενός ονείρου που θα έχει τις ρίζες του στη γη. Μόνο, όμως, όταν περνά μέσα από σένα, μαμά.

Σε περίμενα καρτερικά κάθε βράδυ να χωθώ στις σελίδες του βιβλίου σου. Σε καρτερούσα σαν Θεό. Ερχόσουν και ακουμπούσες πάνω μου την κούραση της ημέρας, τη θλίψη της μοναξιάς σου. Την απογοήτευση για τα δικά σου όνειρα που χάθηκαν. Ερχόσουν πάντα αλλά η θέση σου ήταν άδεια. Μια οπτασία σε ακολουθούσε σαν σκιά. Αυτή αναλάμβανε για σένα. Το διάβασμα σου παρέμενε αποσυρμένο, η φωνή σου έβγαινε αυτάρεσκη, πομπώδης, τα σπαταλημένα σου χρόνια έψαχναν στα γράμματα να αποκτήσουν νόημα. Στα δικά μου ακούσματα γύρευες να ανακουφίσεις τις αγωνίες σου. Θα τρόμαζα και εγώ άραγε ή θα απορροφούσα το φόβο σου, για να μπορέσεις και εσύ να του δώσεις μια μορφή, να μπορέσεις να τον δαμάσεις;

Advertisment

Άπλωνες το παραμύθι σου στα πόδια μου και ανυπομονούσες για τη στιγμή που θα σε έπαιρνα στην αγκαλιά μου, να σε καθησυχάσω, μαμά. Αλλά το αποτέλεσμα σε απογοήτευε. Η απογοήτευση γινόταν τρόμος. Ένας πανικός σε κυρίευε που αποκτούσε την μορφή ενός γιγάντιου ερπετού που κολλούσε στις σάρκες σου. Σε μόλυνε και μόλυνε και εμένα.

Πόσο ένοχη νιώθω για μένα, μαμά! Που δεν μπόρεσα να ανταποκριθώ στις προσδοκίες σου. Και στις δικές μου. Δεν ήμουν το παιδί που περίμενες. Δεν ήμουν το παιδί που μπορούσα να σε πάρω στην αγκαλιά μου και να σε χορτάσω με όλα αυτά που στερήθηκες. Το δηλητήριο απλωνόταν μέσα μου. Η δική σου πίκρα ενώθηκε με εμένα. Μόνο αυτό είχα από σένα. Λαχταρούσα την ένωση μαζί σου. Ο τρόμος αποθηκεύτηκε μέσα μου. Ο δικός σου, κατάδικός σου τρόμος, ρίζωσε μέσα μου. Επιτέλους, είχα κάτι από εσένα. Είχα μια συνέχεια στο σώμα μου, ένα νόημα ζωής για να υπάρξω.

Ανακουφιζόμουν κάθε φορά που ερχόσουν. Ακόμα και ο τρόμος σου μού έγινε γνώριμος. Τόσο που περίμενα καρτερικά και εκείνον. Προβλέψιμος και αγαπημένος έγινε, όπως κάθε κομμάτι από εσένα. Φοβόμουν τόσο να σε αποχωριστώ που υιοθέτησα καθετί που μου μετέφερες. Τρόμαζα μήπως με εγκαταλείψεις και δεχόμουν κάθε σταγόνα πόνου που μου έδινες. Αλλιώς θα σε έχανα και μαζί με αυτό θα χανόμουν και εγώ. Ο πόνος σου έγινε η ηδονή μου. Ηδονιζόμουν από αυτό, γιατί, για να αποκτήσω υπόσταση, ερωτευόμουν μυστικά καθετί που εξέφραζε εσένα. Το μήνυμα που μου έστελνες το λάμβανα και το αποθήκευα μέσα μου. Οι δεξαμενές έγιναν τεράστιες, για να δεχτώ οτιδήποτε δικό σου, να κολυμπήσω μεθυστικά σε αυτό. Ακόμα και σε αυτό το δηλητήριο που μας ένωνε.

Δεν πρόσεξα όμως και χάθηκα σε αυτές τις κολυμπήθρες που γύρεψα να βαφτιστώ. Πάλι εγώ φταίω, μαμά! Αδυνατώντας να κολυμπήσω, να βρω μια επιφάνεια για να ελέγξω αυτό που ένιωθα, έγινα σαν και εσένα. Καθρεφτίστηκε πάνω σε αυτήν την επιφάνεια το αποτύπωμά σου, μητέρα. Λίγο πριν με καληνυχτίσω κάθε βράδυ, μια ιστορία τρόμου ερχόταν στα όνειρά μου. Με συνόδευε σε όλους μου τους εφιάλτες. Προσπαθούσα να το ορίσω, να χάσει τις διαστάσεις που έπαιρνε μέσα μου το ίχνος που άφησες μέσα μου, μαμά. Δεν μπόρεσα όμως, ώσπου άρχισα να γίνομαι όπως εσύ. Έχασα τον έλεγχο, μαμά! Πόσο μοιάζουμε, μητέρα! Άρχισα να περπατώ στα βήματά σου και να σε ακολουθώ. Εγώ ήμουν εκείνη που μου διάβαζα κάθε βράδυ ιστορίες, για να με τρομάξω, και το τραγικό ήταν ότι άρχισα να τις μεταφέρω και στους άλλους.

Πώς αλλιώς να με καταλάβω μαμά; Πώς αλλιώς να κολλήσω πάνω σου, να σε αφήσω να γίνεις ο δεσμός μου, να λιώσω σε εσένα, να γίνω ένα σκεύος που θα μου έδινες καθετί που θεωρούσες πολύτιμο, για να σταλάξεις μέσα μου τη ζωή; Το δηλητήριο έσταζε μέσα μου μια εικόνα. Μια εικόνα δική σου, μαμά. Είχα μια ταυτότητα και αυτή με όριζε πλέον. Αλλιώς θα σε έχανα και χωρίς τη σχέση μαζί σου θα αφανιζόμουν και εγώ. Τα μελανά χρώματα στην ταυτότητά μου είναι καλυτέρα από το τίποτα. Αυτό το μαύρο χρώμα έγινε και δικό μου. Το απολάμβανα πλέον. Κάθε πόνος και μια ηδονή. Μια ηδονή παρατεταμένη, ανολοκλήρωτη, ένα ατελεύτητο μαρτύριο με μια και μόνη ελπίδα να επικοινωνήσω μαζί σου, για να λυτρωθώ. Αυτή η οικεία κατάσταση μαρτυρούσε την ύπαρξή μου. Μόνο έτσι αποκτούσα κάποια αξία για σένα και για μένα αργότερα…!

Περίμενα ανυπόμονα τη στιγμή να προβάλω κάπου τον τρόμο μου, ώστε κάποιος να μπορέσει να αισθανθεί αυτήν την πάλη μέσα μου και να με κατανοήσει. Τα συναισθήματά μου ξεχείλιζαν με μια και μόνη προσδοκία να γίνει κάποιος το δοχείο μου, ώστε να μπορέσω να με ενώσω, να ανατείλει μέσα από τους εφιάλτες μου η γαλήνη.  Έστειλα σε ένα αστέρι μιαν ευχή ελπίζοντας να εισακουστεί και εκείνο κατέβηκε στη γη, για να ανταποκριθεί στην επιθυμία μου.

Θαμπώθηκα από την λάμψη του και σιωπηλά, για να μη τρομάξει και φύγει, του είπα: -Θα γίνεις για εμένα εκείνος ο διαφορετικός, που δεν θα τραφεί από τις ιστορίες μου, αλλά θα με βοηθήσει να ενώσω την συνέχειά μου με ένα νόημα ζωής, απαλλαγμένο από τον τρόμο; Να δεχτώ τα αγκάθια μου, αφού αυτά μόνο έχω, ώστε να μάθω να τα αξιοποιώ, όχι για να καρφώνω τους άλλους ή να ματώνω εγώ η ίδια αλλά για να τους δώσω ένα νόημα, να με κατανοήσω και να πλάσω μέσα μου μια νέα εικόνα να την σμιλέψω, να την ορίσω, για να αποκτήσω υπόσταση και εγώ.

Με άκουσες. Φάνηκε να με καταλαβαίνεις. Είχες και εσύ τις ίδιες πληγές. Αυτές επικοινώνησαν με την ψυχή μου ή έτσι νόμισα. Το παραμύθι έγινε πραγματικότητα. Ή μήπως έτσι ήθελα να πιστεύω… Και εγώ ‘ευτυχισμένη’ το ακολουθούσα. Δεν γνώριζα άλλο δρόμο, άλλωστε. Ξέχασα όμως κάτι. Πως οδηγός μου ήταν ο τρόμος. Η αφήγησή σου, μαμά, με προσδιόριζε. Διαμόρφωνε το πλαίσιο, στο οποίο έπρεπε να κινηθώ, για να μη σε χάσω. Σκηνοθετούσα τη ζωή μου όμως η σκιά μου ήσουν εσύ. Με ακολουθούσες, κινούσες τα δικά μου νήματα και εγώ αφηνόμουν σε εσένα. Μόνο αυτό μπορούσα να κάνω, γιατί αλλιώς η ταυτότητά μου κινδύνευε. Έγινα εσύ. Και εγώ ένα μικρό παιδάκι που κάθε βράδυ επαναλάμβανε τον ίδιο εφιάλτη.

Έγινα πρωταγωνίστρια της ζωής μου, επέλεξα τον συμπρωταγωνιστή μου ώστε να μου διακινεί τα ίδια συναισθήματα οδύνης και τρόμου και τα παιδιά μου έγιναν αποδέκτες ενός σκηνικού θλίψης και συναισθηματικής εγκατάλειψης. Τα αγαπημένα μου πρόσωπα, αυτά που ήταν για μένα ο φάρος της ζωής μου, άρχισαν να χάνουν το δικό τους φως. Τα τοποθετούσα όμως ξανά στη σκηνή και άλλαζα τα πλάνα, υπακούοντας σε μια ψευδαίσθηση. Το αύριο θα είναι διαφορετικό! Θα με αγαπήσει εκείνος, θα ενωθεί μαζί μου για να ενωθώ και εγώ με την ζωή, εάν του παραχωρήσω τα πάντα, αν του εκχωρήσω τον εαυτό μου, και εγώ μέσα από την αγάπη του θα καταφέρω να αγαπήσω τα παιδιά μας.

Το σενάριο όμως παρέμενε το ίδιο. Ματαιωμένη έγινα πλέον εγώ η αφηγήτρια και εκείνα άκουγαν υπομονετικά. Ρουφούσαν τα λόγια μου. Ακουμπούσαν σε εμένα. Λαχτάρησαν και εκείνα την ηδονή του πόνου μου. Τους την παρέδωσα. Μοιραζόμασταν πλέον τον ίδιο τρόμο. Επιτέλους, είχα κάποιον να με αγκαλιάσει σφιχτά, να μοιραστεί τους εφιάλτες μου. Αναρριγούσε η καρδιά μου από ικανοποίηση. Παρόλο που αυτά τα χεράκια είναι τόσο μικρά, που δεν μπορούν να χωρέσουν την οδύνη του τρόμου μου και γλιστρά από τα μωρουδίστικα δαχτυλάκια τους, είναι το μόνο που έχω να περιμένω, για να μπορέσω να μεγαλώσω μέσα από αυτά. Είμαι μια μαμά που δεν έγινε ποτέ παιδί. Μήπως, παιδί μου, μπορείς να γίνεις η μαμά μου; Για να μπορέσω να ζήσω και εγώ. Έστω μέσα από εσένα! Η αυλαία ανοίγει και ένα δράμα αναβιώνεται!

* Οι ιστορίες αυτές αποτελούν αφηγήσεις των ανθρώπων που έρχονται στο γραφείο μου για να λυτρωθούν από τα συναισθήματα που τους προκάλεσε το παρελθόν τους και να ενωθούν με τον εαυτό τους. Τις δημοσιεύω, μετά από άδεια τους, ελπίζοντας να μιλήσουν στις δικές σας ψυχές.

——

Η Αγγελική Μπολουδάκη είναι ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός, τέως στέλεχος του Κέντρου πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών Ν.Χανίων και τέως Εκπαιδευτικός Α.Τ.Ε.Ι. Είναι συγγραφέας του βιβλίου ‘Μαμά, μπαμπά, δε με κοιτάξατε και χάθηκα’, Εκδόσεις Αραξοβόλι

Latest posts by Αγγελική Μπολουδάκη (see all)

Λάβετε καθημερινά τα άρθρα μας στο e-mail σας

Σχετικά θέματα

5 ερωτήσεις-οδηγοί για να δεις εάν αποδέχεσαι και αγαπάς ουσιαστικά τον εαυτό σου
Φτάσε στον πυρήνα της ύπαρξής σου και μεταμόρφωσε τη ζωή σου

Πρόσφατα Άρθρα

Εναλλακτική Δράση