Του Εμμανουέλ Ντανιέλ για το Reporterre
Η Ιστορία της ΒΙΟ.ΜΕ είναι μια αχτίδα φωτός στον χωρίς τέλος χειμώνα που διανύει η Ελλάδα. Ο ιδιοκτήτης έβαλε λουκέτο σ’ αυτό το εργοστάσιο οικοδομικών υλικών, αλλά οι εργαζόμενοι πήραν την απόφαση να το καταλάβουν και να ξεκινήσουν μια αυτοδιαχειριζόμενη οικολογική παραγωγή χάρη στην τεράστια υποστήριξη του κόσμου.
Advertisment
Στα βόρεια της Θεσσαλονίκης, ένα απέραντος εμπορικός χώρος αντικαθιστά βαθμιαία αυτό που, πριν λίγο καιρό, ήταν μια βιομηχανική περιοχή. Εν μέσω αυτού του καταναλωτικού ωκεανού, κρυμμένο πίσω από μια λεωφόρο με ψηλά δέντρα, ένα σκονισμένο εργοστάσιο θυμίζει πως δεν πάει πολύς καιρός που εδώ συναντούσες εργάτες με φόρμες εργασίας αντί για πελάτες που σπρώχνουν καροτσάκια. Το μέρος μοιάζει εγκαταλελειμμένο, όλες οι είσοδοι σφραγισμένες και ένα μοναδικό αυτοκίνητο είναι παρκαρισμένο στον τεράστιο χώρο στάθμευσης.
Να όμως, που από ένα κτίριο, πίσω από ένα τοίχο παλιάς λαμαρίνας, φτάνουν πότε-πότε υπόκωφοι θόρυβοι σπάζοντας τη σιωπή. Για να μπεις στο εργοστάσιο πρέπει να έχει άδεια. Ο χώρος φυλάσσεται 24 ώρες το εικοσιτετράωρο από τους εργαζομένους και από κατοίκους της περιοχής. Υπάρχει λόγος: οι εργαζόμενοι της ΒΙΟ.ΜΕ έχουν κάνει κατάληψη στους χώρους του εργοστασίου από το 2011, όταν, δηλαδή, οι ιδιοκτήτες αποφάσισαν να διακόψουν ξαφνικά τη δραστηριότητά του.
Ανυπακοή στους νόμους της αγοράς
Advertisment
Η ιστορία μας θα μπορούσε να έχει την ίδια κατάληξη με τόσες άλλες στην Ελλάδα των τελευταίων χρόνων. Μια εταιρία (στην περίπτωσή μας η Filgeram-Johnson, μητρική της ΒΙΟ.ΜΕ) αποφασίζει να κατεβάσει τα ρολά και να μην καταβάλλει τα δεδουλευμένα των περίπου πενήντα εργαζομένων που απασχολούνταν εκείνη τη στιγμή στο εργοστάσιο. Μόνο που αυτοί οι συγκεκριμένοι αποφάσισαν να μην υπακούσουν στους νόμους της αγοράς. Επί ένα ολόκληρο χρόνο τριάντα περίπου συνδικαλιστές εργάτες καταλαμβάνουν το εργοστάσιο για να εμποδίσουν τους ιδιοκτήτες να σηκώσουν τα μηχανήματα. Τον πρώτο χρόνο, καταφέρνουν να επιβιώσουν με το πενιχρό επίδομα ανεργίας που λαμβάνουν.
Στη συνέχεια, και καθώς ο αγώνας τους αρχίζει να διαδίδεται από τα ΜΜΕ, αυξάνεται και η στήριξη, αρχικά η τοπική και μετά η διεθνής, που βοηθά στην κάλυψη των οικονομικών και βιοτικών αναγκών των εργαζομένων. Ως αποτέλεσμα μιας σειράς γενικών συνελεύσεων, οι εργαζόμενοι και οι υποστηρικτές τους αποφασίζουν να αναβιώσουν την παραγωγή. Αλλά στη θέση της παραγωγής κόλλας για πλακάκια, στην οποία ειδικευόταν προηγουμένως το εργοστάσιο, επιλέγουν την παραγωγή φυτικών σαπουνιών και άλλων προϊόντων για το σπίτι. Αυτή η οικολογική στροφή ήταν κάθε άλλο παρά προφανής, ειδικά στην Ελλάδα όπου η σχετική ευαισθησία δεν είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη.
Οι εργαζόμενοι της ΒΙΟ.ΜΕ επέλεξαν να γίνουν οικολόγοι σπρωγμένοι από την ανάγκη και το ρεαλισμό. «Ξέραμε πως δε θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε την ίδια γραμμή παραγωγής, επειδή είχαμε λίγα χρήματα, και τα μηχανήματα είναι ακριβά και οι πρώτες ύλες εισαγόμενες. Έτσι ψάξαμε να βρούμε φτηνές πρώτες ύλες που υπάρχουν στη χώρα μας. Κι εμείς εδώ στην Ελλάδα έχουμε πολύ λάδι!», μας λέει η Τίνα, που εργάζεται εδώ από την αρχή της νέας φάσης παραγωγής. Και, φυσικά, είχαμε και την τοπική στήριξη που μας έπεισε να κάνουμε μια καινούρια αρχή στον τομέα των οικολογικών προϊόντων που είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες πώλησης στα δίκτυα των οπαδών αυτού του τρόπου ζωής.
Καμία ανάγκη για αφεντικά
Μια άλλη σημαντική αλλαγή συνέβη μετά την επαναλειτουργία: το δικό τους εργοστάσιο, αποφάσισαν να το δουλέψουν χωρίς αφεντικά. Όταν ρωτάω το Δημήτρη, έναν από τους πρωτοστάτες του αγώνα, που στριφογυρίζει στην καρέκλα του περιμένοντας να του μεταφράσουν τις ερωτήσεις, γιατί αποφάσισαν να οργανωθούν μ’ αυτό τον τρόπο, μου απαντά με τον τόνο ανθρώπου που λέει το πιο προφανές: «Το αφεντικό έφυγε, γιατί να ψάξουμε να βρούμε άλλο; Εγώ προσωπικά τον είχα δει όλες κι όλες δυο φορές μέσα σε δύο χρόνια.
Δεν τον έχουμε ανάγκη για να λειτουργήσουμε τις μηχανές που εμείς χρησιμοποιούμε καθημερινά». Αλλά αναγνωρίζει πως το πέρασμα από μια ιεραρχική οργάνωση όπου υπάρχει διαίρεση και ανάθεση καθηκόντων σε μια κατάσταση απόλυτης αυτοδιαχείρισης «δεν ήταν εύκολο. Για την ακρίβεια, ακόμα δεν είναι. Αλλά μάθαμε να καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο. Το εγώ έγινε εμείς. Δεν είναι απ’ τη μια πλευρά η εξουσία και απ’ την άλλη εμείς [οι εργαζόμενοι], όπως πρώτα, αλλά μόνο εμείς, όλοι με τον ίδιο βαθμό εξουσίας».
Η Τίνα κάθεται δίπλα του σε μια από τις πλαστικές καρέκλες που είναι τοποθετημένες κυκλικά για να δέχονται καθημερινά τους επισκέπτες: εκτός από μένα, υπάρχουν Ιάπωνες δημοσιογράφοι, Ισπανοί και Έλληνες ντοκιμαντερίστες, Γάλλοι ταξιδιώτες. Μας περιγράφει την οργάνωση της ΒΙΟ.ΜΕ: «Πέραν των άτυπων συζητήσεων κατά τη διάρκεια της δουλειάς, κάνουμε συνέλευση δυο φορές της βδομάδα». Όλοι μπορούν να κάνουν τα πάντα, αν και κάποιες εργασίες που προϋποθέτουν εξειδίκευση τις αναλαμβάνουν συγκεκριμένα άτομα. «Καθώς εγώ μιλάω αγγλικά, ασχολούμαι προσωπικά με τις σχέσεις με τους δημοσιογράφους και κάθε είδους στήριξη που μας έρχεται από το εξωτερικό», μας λέει.
Σήμερα, υπάρχουν σχεδόν τόσοι επισκέπτες όσοι και εργαζόμενοι και το εργοστάσιο, άδειο σαν εκλογικό τμήμα τη μέρα των ευρωεκλογών, δίνει την εντύπωση ότι δουλεύει σε αργή κίνηση. Στα μέλη του συνεταιρισμού θα άρεσε να έβλεπαν το χώρο εργασίας τους να ανθίζει όπως και στο παρελθόν. «Θα μπορούσαμε να είμαστε καμιά πενηνταριά που να δουλεύουμε εδώ πέρα. Για την ακρίβεια θα έπρεπε να είμαστε καμιά πενηνταριά. Όλοι μας θέλουμε να γίνουμε περισσότεροι και να εκμεταλλευτούμε στο έπακρο τις δυνατότητες του εργοστασίου», βιάζεται να προσθέσει ο Δημήτρης. Όμως, διάφοροι παράγοντες κάνουν δύσκολη την αύξηση σε ανθρώπινο δυναμικό. Πρώτ’ απ’ όλα, η οικονομική κατάσταση της χώρας, σε συνδυασμό με το περιορισμένο ταμείο τους, τους υποχρεώνει να επανεπενδύουν τα λιγοστά έσοδα στην αγορά πρώτων υλών αντί για την αγορά καινούριων μηχανημάτων.
Αλλά αυτός ο περιορισμός οφείλεται και στον τρόπο διανομής των προϊόντων τους. Τα οικολογικά προϊόντα της ΒΙΟ.ΜΕ πωλούνται καταρχάς μέσω του δικού της δικτύου αλληλεγγύης σε κτίρια υπό κατάληψη, κοινωνικά κέντρα και σε διάφορες κοινότητες που παραγγέλνουν ολόκληρα χαρτοκιβώτια και αναλαμβάνουν στη συνέχεια να τα διαθέσουν. Τα υπόλοιπα πωλούνται σε φεστιβάλ και στην υπαίθρια αγορά των παραγωγών που οργανώνεται μια φορά το μήνα. «Θα μπορέσουμε να αναπτυχθούμε μόνο αν βρούμε περισσότερες επαφές στο εξωτερικό. Το επόμενο βήμα, λοιπόν, είναι να εμπλακούν περισσότερα άτομα», λέει η Τίνα.
Η ΒΙΟ.ΜΕ, αυτός ο αγώνας των εργαζομένων που θεμελιώθηκε πάνω σε μια στέρεη λαϊκή στήριξη, έχει συχνά χρησιμοποιηθεί σαν λάβαρο του κινήματος των αυτοδιαχειριζόμενων δομών της Ελλάδας, που γεννήθηκε, θα μπορούσαμε να πούμε, χάρη στον οικονομικό πόλεμο που έχει βυθίσει τη χώρα στο χάος. Αλλά ακόμη, στο οικονομικό μέτωπο, η εμπειρία αυτή είναι εύθραυστη. «Οι μισθοί μας επιτρέπουν μετά βίας να επιβιώνουμε», μας εξηγεί η Τίνα.
Πόσο μάλλον καθώς έχουν εργαστεί σκληρά για να αναδιοργανώσουν την παραγωγή και να υιοθετήσουν την καινούρια τεχνογνωσία, φέρνοντας ταυτόχρονα σε πέρας μια έντονη πολιτική εργασία. «Δουλεύουμε πολύ παραπάνω από οχτώ ώρες τη μέρα. Η ΒΙΟ.ΜΕ καταλαμβάνει μεγάλο κομμάτι της ζωής μας. Θα προτιμούσαμε να δουλεύουμε λιγότερο, αλλά πρέπει να σκεφτούμε την επιβίωσή μας» μας λέει, εμφανώς επηρεασμένη. Σε διάφορες στιγμές, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, έδειξε μια κάποια ενόχληση και απάντησε στις ερωτήσεις με σύντομες φράσεις που διακόπτονταν από αναστεναγμούς.
Η νεαρή γυναίκα μας εξηγεί ότι δεν ήρθαμε σε μια απ’ τις καλύτερες στιγμές του εργοστασίου. «Ζητάω συγνώμη αν είμαι λίγο αγχωμένη, η κατάσταση είναι κάπως τεταμένη αυτές τις μέρες». Αντιμετωπίζουν όλο και πιο έντονες πιέσεις από την πλευρά των ιδιοκτητών που πολλαπλασιάζουν τις νομικές διαδικασίες. «Αυτή την εποχή είμαστε στα δικαστήρια μια φορά το μήνα». Κατά τη δική της άποψη, αυτό που θέλουν είναι να ξαναπάρουν στα χέρια τους το εργοστάσιο όχι για να ξεκινήσουν εκ νέου την παραγωγή αλλά για να κατεδαφίσουν τα πάντα και να πουλήσουν τη γη σε εργολάβους με σκοπό την περαιτέρω επέκταση της εμπορικής ζώνης.
Ένας κίνδυνος που έγινε ορατός μετά δύο δυσμενείς για τη ΒΙΟ.ΜΕ δικαστικές αποφάσεις. Στην πράξη, κινδυνεύουν να εκδιωχθούν ανά πάσα στιγμή. Κάποιοι υποστηρικτές του κινήματος ασκούν πιέσεις στην κυβέρνηση να επιτρέψει σ’ αυτή την προσπάθεια αυτοδιαχείρισης να εξελιχθεί κάτω από ευνοϊκές συνθήκες. Από την πλευρά της, η Τίνα υποστηρίζει πως δεν την ενδιαφέρει τι συμβαίνει μέσα στο μυαλό των ισχυρών. «Δεν ξέρουμε τι θέλουν να κάνουν. Αυτό που ξέρουμε είναι πως θα πρέπει να έρθει η αστυνομία για να μας βγάλει από δω.
Εμείς και θα αντισταθούμε και θα αντιδράσουμε», λέει αποφασιστικά η νεαρή γυναίκα παραπέμποντας στο σύνθημα της ΒΙΟ.ΜΕ «Κατάληψη, αντίσταση, παραγωγή». Και η επιτροπή στήριξης της ΒΙΟ.ΜΕ αγωνίζεται υπέρ της νομιμοποίησης του καθεστώτος τους ως αυτοδιαχειριζόμενης επιχείρησης, κάτι που υποσχέθηκε και ο Τσίπρας επ’ ευκαιρία της επίσκεψής του στο εργοστάσιο κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας.
Ρωτάω τους συνομιλητές μου, που στέκονται εκεί με πρόσωπα τόσο ταλαιπωρημένα όσο και το ίδιο το εργοστάσιο, αν παρά τις δυσκολίες το εγχείρημα αξίζει τον κόπο. «Ακόμα κι αν δεν πίστευα σ’ αυτό, δεν υπάρχει καμιά εναλλακτική», απαντά η Τίνα μετά από ένα στιγμιαίο δισταγμό, θυμίζοντας ότι η πλειοψηφία των εργαζομένων, σε πρώτη φάση, ήθελαν να κρατήσουν τη δουλειά τους καταγγέλλοντας το γεγονός των μαζικών απολύσεων. Ο Δημήτρης, αντίθετα, είναι περισσότερο ξεκάθαρος: «Με μια λέξη: ναι! Και βέβαια αξίζει τον κόπο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το σημείο εκκίνησης όλων μας ήταν η ανάγκη της επιβίωσης, αλλά, τελικά, όλο αυτό έχει να κάνει με την ελευθερία και τη μάχη των τάξεων».
Αναθαρρώντας από την απάντηση του συναγωνιστή της, η Τίνα προσθέτει: «Αυτό που κερδίζω προέρχεται από αυτό που παράγω. Δεν υπάρχει κανένα αφεντικό να βγάζει κέρδος απ’ τη δουλειά μας. Πρώτα ξεφορτωθήκαμε τ’ αφεντικά, μετά θα ξεφορτωθούμε και το Κράτος». Οι εργαζόμενοι της ΒΙΟ.ΜΕ θα ήθελαν να δουν και άλλους να ακολουθούν τα βήματά τους στο δρόμο της ανατροπής και της αυτοδιαχείρισης. Γι’ αυτό και πολλαπλασιάζουν την κοινωνική τους δράση, δέχονται τακτικά επισκέπτες, συντροφεύουν και στηρίζουν άλλους εργαζόμενους στον αγώνα τους, στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες. Σε ένα από τα υπόστεγα είναι αναρτημένη μια μεγάλη αφίσα στα ισπανικά που δηλώνει τη στήριξή τους στους συντρόφους τους της Αργεντινής. «Δεν αγωνιζόμαστε μόνο για μας», λέει ο Δημήτρης, «αλλά και για να δείξουμε στους άλλους ότι είναι δυνατό».
Με το που τελειώνει τη φράση του, μας προτείνει μια μικρή ξενάγηση στο εργοστάσιο ενώ η Τίνα επιστρέφει στη δουλειά για να ασχοληθεί με κάποια επείγοντα θέματα. Αυτός ο σωματώδης άντρας μας δείχνει τα διάφορα προϊόντα, τα μηχανήματα, κάποια απ’ αυτά φτιαγμένα απ’ τους ίδιους τους εργάτες, αλλά και εκείνο το κομμάτι του εργοστασίου που μένει αχρησιμοποίητο. Κατά μήκος ενός τοίχου, σακιά με ληγμένη κόλλα, στολές εργασίας από την προηγούμενη γραμμή παραγωγής, στοιβαγμένα με τάξη. Στη μέση αυτού του έρημου υπόστεγου συναντάμε ένα αυτοσχέδιο αμφιθέατρο, φτιαγμένο από παλέτες τοποθετημένες τη μια πάνω στην άλλη και φωτισμένο από ένα χλωμό ήλιο που φιλτράρεται μέσα από τις λαμαρίνες της οροφής.
Ο Δημήτρης μας εξηγεί ότι εδώ πραγματοποιούν τις συνελεύσεις τους. Μας αφηγείται με περηφάνια, με τα αγγλικά που έμαθε στο σχολείο, ότι ένα ελληνικό γκρουπ ραπ μουσικής γύρισε ακριβώς εδώ ένα βιντεοκλίπ με θέμα τον αγώνα τους. Στη συνέχεια, με μια του κίνηση, μας καλεί να τον ακολουθήσουμε σε μια σιδερένια σκάλα που οδηγεί στη στέγη. Από εκεί ψηλά έχουμε μια εντυπωσιακή θέα της κοιλάδας. Από τη μια πλευρά η πόλη, και αμέσως μετά ένα δάσος που σ’ αφήνει να μαντέψεις τη θάλασσα. Απ’ την άλλη, τα τελευταία εργοστάσια, κυκλωμένα απειλητικά από την εμπορική ζώνη που διαφαίνεται πίσω από τα ψηλά δέντρα.
Στην αρχή της συζήτησής μας, ο Δημήτρης παρομοίαζε τον αγώνα τους ενάντια στον καπιταλισμό με την αντίσταση του γαλατικού χωριού του Αστερίξ ενάντια στους Ρωμαίους. Από εδώ πάνω, η περιγραφή του αυτή μοιάζει ξαφνικά απόλυτα λογική. Συνοδεύοντάς μας στην έξοδο, που ο ίδιος θα φροντίσει να την κλείσει πίσω μας, η Τίνα έχοντας ξαναβρεί το χαμόγελό της, μας ψιθυρίζει ένα μήνυμα: «Μιλάτε για τον αγώνα μας, το έχουμε ανάγκη».