Το ημερολόγιο της μοναξιάς
(Το καλοκαίρι του 2002 εξορίστηκα εκούσια σ” ένα χωριό των Πυρηναίων. Χωρίς κινητό, χωρίς υπολογιστή, χωρίς καμιά επικοινωνία με ανθρώπους, πέρα απ” τις απαραίτητες λέξεις: Bonjour – Combien ca coute? – Merci.
Advertisment
Πίστευα τότε ότι το έκανα για να μπορέσω να γράψω απρόσκοπτα. Τώρα πια γνωρίζω ότι το έκανα για να δοκιμάσω την αντοχή μου στη μοναξιά. Η αρχική ευφορία γρήγορα μετατράπηκε σε δυσφορία, σε αντικοινωνικότητα, σε μίσος για τους ανθρώπους, σε εφιάλτες που έμοιαζαν να συνεχίζονται όταν ξυπνούσα.
Άντεξα, οριακά. Κάποιες νύχτες χρειάστηκε να κρύψω το ψαλίδι και τα μαχαίρια. Πέρασα κοντά απ” την τρέλα, αλλά ξέφυγα, επειδή έγραφα.
Αυτά τα μικρά κείμενα έχουν γραφτεί ανάμεσα στη Γαλλία και την Ισπανία, εκείνο το μοναχικό καλοκαίρι).
Advertisment
Πέμπτη, 2 Ιουνίου
Les Bagneres de Luchon
Mικρό δωμάτιο σε φτηνό ξενοδοχείο. Έπιασα στο ραδιόφωνο ένα σταθμό με κλασική μουσική. Μετακίνησα την καρέκλα και την τοποθέτησα μπροστά στο παράθυρο. Γέμισα ένα ποτήρι με αψέντι, έστριψα ένα τσιγάρο κι έκατσα. Τράβηξα την κουρτίνα. Η αυλαία ανοίγει, η παράσταση αρχίζει.
Σ” αυτό το ιδιόμορφο θέαμα δεν υπάρχουν ζώντες ηθοποιοί. Το σκηνικό είναι ο πρωταγωνιστής. Θυμάμαι μια νυχτερινή φωτογραφία του Μπιλ Μπραντ: «Οι Στέγες». Τις βλέπω. Σχεδιασμένες με κάρβουνο. Συναθροίζονται, τόσο κοντά η μία στην άλλη, ακραγγίζονται για να νιώθουν ασφάλεια, σαν κοπάδι γκρίζων ελεφάντων, σαν κοιμισμένες φάλαινες.
Όλα τα παράθυρα κλειστά, σφαλισμένα βλέφαρα, διαφυλάσσουν τα εν οίκω, στεγανές κυτταρικές μεμβράνες που αποκλείουν την παραμικρή πιθανότητα ώσμωσης, καμία επικοινωνία.
Πιο πίσω τα σύννεφα. Τυλίγουν ερωτικά το βουνό, θωπεύουν τις πλαγιές του, τρυπώνουν στις χαράδρες, κολακεύουν την αδυσώπητη σκληρότητα του βράχου, διαρρηγνύονται ασθμαίνοντας και βωμολοχώντας στην κορυφή, κουρνιάζουν αποκαμωμένα στα κλαδιά των δέντρων.
Και μέσα-πάνω-γύρω από κάθε εικόνα,
διαγράφοντας τα όρια των σκιών,
επαργυρώνοντας την αμυδρή λάμψη της νύχτας,
εμπαίζοντας τη φαινομενικά αδιάτρητη σοβαρότητα των βράχων,
χωρίς να αντιστέκεται, να προσπαθεί, να παλεύει,
ακολουθώντας το ένστικτο της πτώσης,
διαβρώνοντας τους τοίχους, τις πέτρες, τα μνήματα, τα κεραμίδια, τη σιωπή,
παιχνιδίζοντας στα πεζοδρόμια και στα πεζούλια,
εξαγνίζοντας μας από την προπατορική πατροκτονία,
η μάνα, η αρχέτυπη μήτρα κάθε ζωής,
η βροχή.
Η βροχή που λειώνει την ακατάσχετη φλυαρία των δρόμων της Τουλούζης, η βροχή που πέφτει μόνο για μένα, η βροχή που με κάνει ευτυχισμένο. Χωρίς προσμονές, χωρίς φόβους, χωρίς ελπίδες.
Εγώ. Τώρα. Εδώ.
Ποιος είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος αυτή τη στιγμή στον πλανήτη; Αν όχι εγώ, τότε ποιος;
Ίσως κάποιος που ανάβει δυο τσιγάρα. Ένα για τον ίδιο, το άλλο για την ερωμένη του, που γουργουρίζει γυμνή στο κρεβάτι.
Ίσως να “ναι η γυναίκα, που μέσα στα αίματα αγκαλιάζει για πρώτη φορά το κορίτσι που είχε στα σπλάχνα της.
Ή μήπως ο οπαδός που η ομάδα του προκρίνεται στο τελευταίο δευτερόλεπτο;
Μια παρέα νεαρών που τραγουδάει σε κάποιο καπηλειό, στις τρεις το πρωί; Θα μπορούσε.
Ή το ζευγάρι απ” τη Γεωργία που επιτέλους βρήκε μια δουλειά στην Ιταλία;
Ο μαθητής που διαβάζει τα αποτελέσματα των εξετάσεων κι ανακαλύπτει ότι έχει περάσει στη σχολή που ήθελε;
Ο ακροατής που κλείνει τα μάτια κι ακούει το αγαπημένο του τραγούδι ζωντανά.
Ο έφηβος που περπατά μες στη βροχή έχοντας φιλήσει για πρώτη φορά το κορίτσι του.
– Θες να τα φτιάξουμε;
– Ναι.
Ο ηθοποιός που ακούει το χειροκρότημα και γνωρίζει ότι έπαιξε τον καλύτερο ρόλο της ζωής του.
Ο μαγαζάτορας που, υπολογίζοντας τα κέρδη της χρονιάς, αντιλαμβάνεται πως θα μπορέσει να επεκταθεί.
Ή ο αγρότης που νιώθει τη βροχή στο πρόσωπο του, μετά από δυο μήνες ανομβρίας;
Το παιδί που νιώθει την ανάσα στο πρόσωπο του, τη ζεστή ανάσα της μητέρας του.
Ο φαντάρος που παίρνει άδεια και γνωρίζει ότι στην πύλη τον περιμένουν οι φίλοι του.
Η γερόντισσα που βλέπει στο αγαπημένο της σίριαλ τον πρωταγωνιστή να παντρεύεται, μετά από χίλιες περιπέτειες, την καλή του.
Ευτυχία. Ποια είναι τα όρια της; Ποιες οι προϋποθέσεις; Υπάρχει ευτυχία κάλπικη; Υπάρχει ευτυχία αιώνια;
Θυμάσαι την τελευταία φορά που γέλασες δυνατά;
Τότε που σε πήρε τηλέφωνο ένας παλιός καλός φιλος. Τότε που πήρες στα χέρια σου το πρώτο σου μηνιάτικο. Τότε που αντίκρισες το Αιγαίο να λαμπυρίζει ως το απόλυτο μπλε πετράδι. Τότε που η γυναίκα σου σ” άγγιξε και δισταχτικά είπε: Είμαι έγκυος.
Ευτυχία.
Να “ναι αργά το βράδυ, να σου “χουν τελειώσει τα τσιγάρα, και να βρίσκεις αναπάντεχα ένα πακέτο στην τσάντα σου.
Να σου λέει ένας φίλος, στις πέντε το πρωί: «Πάμε να φύγουμε; Να πάμε σ” ένα νησί;» Και να του δίνεις το χέρι: «Συμφωνία. Θα φύγουμε.»
Να πιάνεις στο ραδιόφωνο ένα τραγουδι που έχεις ν” ακούσεις από τότε που μοίραζες προκηρύξεις.
Να βλέπεις το ουράνιο τόξο.
Να νιώθεις το κρύο νερό της θάλασσας, μετά από δυο ώρες πεζοπορίας κάτω απ” τον καυτό ήλιο.
Να ξαπλώνεις μετά από μια κουραστική μέρα.
Να ζεις.