Απόσπασμα από το βιβλίο “Είναι τρελοί αυτοί οι σοφοί” των Ροζέ-Πολ Ντρουά και Ζαν-Φιλίπ ντε Τονάκ
Ο Σωκράτης και ο Αντισθένης, γύρω στο 400 π.Χ., στην Αθήνα…
Advertisment
Ελεύθερος, ήθελε καταρχήν και πάνω απ’ όλα να είναι ελεύθερος. Σαν τον αέρα, σαν το νερό. Ελεύθερος όπως η φύση, να υπακούει μόνο στις ανάγκες του σώματος, που στο κάτω κάτω ικανοποιούνται εύκολα. Λίγο ξερό άχυρο για να κοιμάται, ένα κομμάτι ψωμί, τρεις ελιές, για να χορταίνει την πείνα του.
Και ούτω καθεξής. Τίποτα δηλαδή. Καθετί περιττό και άχρηστο, θα το ξεφορτωνόταν, όπως βγάζει κανείς από πάνω του το παλιό δέρμα. Τους νόμους, τις κοινωνικές πιέσεις, ακόμα και τις πιο απλές συμβατικότητες, τις πιο «άκακες» φαινομενικά, όλα αυτά θα τα εγκατέλειπε, μια κι έξω. Ο Αντισθένης θα ζούσε σύμφωνα με τη φύση, όχι σύμφωνα με το νόμο. Ό,τι ανήκε στο χώρο του συμβατικού, θα το ξεφορτωνόταν. Εκεί βρισκόταν ο δρόμος της σοφίας, άρα, στα μάτια του, και ο δρόμος της ευτυχίας.
Δεν ήταν απλό, στην αρχή. Για να ξεκολλήσει από πάνω του συνήθειες του χθες, αλλοτινές κινήσεις και σκέψεις, παλιές προσδοκίες ή φόβους, ο Αντισθένης δυσκολεύτηκε. Φυσικά, το περίμενε. Αλλά οι δυσκολίες ξεπηδούσαν εκεί όπου δεν το είχε φανταστεί. Το ζήτημα του πανωφοριού, για παράδειγμα. Δεν είχε σκεφτεί ότι θα χρειαζόταν να το αντιμετωπίσει με αυτούς τους όρους.
Advertisment
Άλλοτε, στην παλιά του ζωή, προτού ασπαστεί τη φιλοσοφία και ζήσει σύμφωνα με τη φύση, είχε πανωφόρια. Πανωφόρια όλων των ειδών. Μάλλινα, λινά, από νήμα, μεταξωτά. Λευκά και σκουρόχρωμα, μονόχρωμα και άλλα με κεντητά σειρήτια, εκρού και χρωματιστά, ελαφρά για τις αρχές της άνοιξης ή για τα τέλη του καλοκαιριού, χοντρά από προβιά για την εποχή με τους κρύους ανέμους και τις μακριές νύχτες. Ο Αντισθένης δεν ήταν μόνο κομψός και πλούσιος αλλά και γόνος μιας μεγάλης οικογένειας καραβοκύρηδων.
Νοιαζόταν, επίσης, για τις ανέσεις. Αυτό που του άρεσε περισσότερο σ’ ένα πανωφόρι, δεν ήταν η εμφάνισή του ή η τελειότητά του. Ασφαλώς, ήταν ευαίσθητος και σ’ αυτό, αλλά δεν ήταν το ουσιώδες. Το πιο σημαντικό ήταν η κομψότητα του ρούχου να ταιριάζει με τις καιρικές συνθήκες, η αντοχή του στη θερμοκρασία, στην υγρασία, στους ανέμους.
Από τη μία μέρα στην άλλη, είχε αποφασίσει να τα απομακρύνει όλα. Αυτός που ζει σύμφωνα μα τη φύση δεν χρειάζεται πανωφόρι. Τα ζώα έχουν πανωφόρια; Είναι αλήθεια πως έχουν γούνα, τρίχωμα, φτέρωμα. Ας είναι, θα κρατήσει ένα πανωφόρι. Αλλά ένα μόνο. Στοιχειώδες, ταπεινό, χωρίς φιοριτούρες. Ένα πανωφόρι χρήσιμο, γερό και πρακτικό. Ένα ρούχο φιλοσόφου, ο οποίος έπαψε να νοιάζεται για το φαίνεσθαι, καθώς και για τις αποχρώσεις των εποχών. Το πανωφόρι ενός σκληραγωγημένου σοφού, με πειθαρχημέ-νο σώμα που νοιάζεται μόνο για το ελάχιστο. Ο Αντισθένης είχε λοιπόν διαλέξει, από τα πολλά πανωφόρια της ασυλλόγιστης νιότης του, το μοναδικό κομμάτι που θα μπορούσε να καταστεί το ρούχο ενός σοφού για το χειμώνα.
Αυτό που δεν είχε προβλέψει, ήταν η φθορά. Είχε διαλέξει ένα χοντρό μάλλινο με πυκνή πλέξη, χνουδιασμένο πατά τόπους. Αλλά δεν είχε φανταστεί την επίδραση των ετών, τη διαδοχή των χειμώνων, τις νύχτες μέσα στις σιταποθήκες και τους στάβλους, τα ταξίδια με το πλοίο, με το κάρο, τα νύχια των σκύλων, τους λεκέδες από λίπος, τις πρόκες όπου γαντζώνεται το ρούχο, τις αγκίδες από τις σανίδες, τη σούπα που χύνει ένας αδέξιος, τη φωτιά όπου πλησιάζει κανείς υπερβολικά πολύ όταν έχει τα δάχτυλα ξυλιασμένα, τα παιχνίδια των μικρών γατιών, την πονηριά των ποντικιών, την αθωότητα των παιδιών, τα βάτα, το νερό στον πάτο κάθε βάρκας… Δεν είχε προβλέψει το πλήθος των ασήμαντων και αδιάκοπων ατυχημάτων, που θα μετέτρεπαν το πανωφόρι του, από χειμώνα σε χειμώνα, σε ένα τρύπιο κουρέλι, με απροσδιόριστα αν και ποικίλα χρώματα.
Το πρώτο σκίσιμο —ο Αντισθένης το θυμάται ακόμα, ήταν στον αριστερό αγκώνα — είχε δοκιμάσει να το επιδιορθώσει. Τους πρώτους λεκέδες, επίσης, είχε προσπαθήσει να τους εξαφανίσει. Και μετά, καθώς το πανωφόρι φθειρόταν ολοένα περισσότερο, τελικά παραιτήθηκε. Κάτι ακόμα περισσότερο: είχε φτάσει στο σημείο να πει στον εαυτό του ότι αυτό το κουρέλι ήταν το έμβλημά του, η σημαία του, το σήμα της σοφίας του και της περιφρόνησής του για τις συμβατικότητες. Οι άλλοι μπορούσαν όσο ήθελαν να καμαρώνουν μέσα στα πεντακάθαρα μάλλινα. Αυτός, ο Αντισθένης, φορούσε επιδεικτικά τους λεκέδες του.
Αυτό του έγινε τελικά συνήθεια. Εάν κάποιος πλούσιος, άνδρας ή γυναίκα, περνούσε από την αγορά, έβλεπε τον Αντισθένη, πάνω στο δρόμο του, να χαιρετά με το τρύπιο πανωφόρι του. Η κίνησή του ήταν πλατιά, ξεδίπλωνε το υπόλειμμα του αμφίβολου υφάσματος, επιδείκνυε το κενό αυτού του ενδύματος ωσάν σύμπλεγμα νησιών. Έμοιαζε να λέει: «Βλέπετε πόσο σοφός είμαι εγώ, και φτωχός, αδιαφορώ για τα χρυσά βραχιόλια σας, για τα ζεστά υφάσματά σας. Τα έχω εγκαταλείψει όλα και ζω καλύτερα δίχως αυτά. Καλύτερα από εσάς, εν πάση περιπτώσει!»
Στις αρχές κάποιου χειμώνα, έτυχε να συναντηθεί ο Αντισθένης με τον Σωκράτη. Ο γέρος δάσκαλος φορούσε για πρώτη φορά ένα καινούργιο πανωφόρι, που μόλις του είχε ράψει η Ξανθίππη, η γυναίκα του. Όσο φωνακλού και δύστροπη κι αν ήταν, αυτή η τρομερή σύζυγος δεν ήταν κακή ράφτρα. Το πανωφόρι του Σωκράτη ήταν απλό και λιτό, αλλά καλοραμμένο, με καλή εφαρμογή, και χωρίς τρύπες και λεκέδες. Βλέποντας έτσι τον Σωκράτη, ο Αντισθένης προσποιήθηκε ότι υποκλίνεται, επιδεικνύοντας ως συνήθως τις τρύπες του πανωφοριού του. Μόνο και μόνο για να υπενθυμίσει ποιος ήταν ο αληθινός φιλόσοφος, ο γνήσιος σοφός, αυτός που είχε το κουράγιο να εγκατελείψει την προσποίηση και να αγωνιστεί με πάθος γι’ αυτό.
Τότε ο Σωκράτης κοίταξε τον Αντισθένη, έπειτα το πανωφόρι, και ξανά τον Αντισθένη. Και, χωρίς να έχει ο άλλος το χρόνο ν’ απαντήσει, είπε στρίβοντας στη γωνία του δρόμου: «Μέσα από το πανωφόρι σου βλέπω τη ματαιοδοξία σου».