Κάποτε, σ’ εκείνη την εποχή
που η ψυχή μας χαρούμενη αναδευόταν
στην ανεμελιά του ηλιόφωτου της ζωής,
που μαζί του έφερνε
καταμεσής της φαντασίας
ξωτικά και ήρωες,
παλάτια μαγικά μέσα σε δάση άγνωστα
και βασιλιάδες μιας ξεχασμένης εποχής,
Advertisment
ο ήλιος έλαμπε χαρούμενα,
φίλος των παιδικών ματιών
στις σκοτεινές γωνιές,
στα μακρινά ταξίδια και τα όνειρα
που τρόμαζαν στα σκοτάδια.
Με τα χρόνια της ωριμότητας,
αντί το φως ν’ αυξήσουμε στης γνώσης τα φτερά,
παρασυρμένα σε βάθη ζοφερά
με βία ποτισμένα,
λίγο από φως γυρέψανε
το σκότος να διαλύσει
από έναν ήλιο-βασιλιά γι’ ανθρώπους καμωμένο.
Advertisment
Ποιο σκήπτρο όμως έφτανε
στο πύρινο αυτό χέρι
και ποια κορώνα βασιλιά
α’ αυτή τη θάλασσα φωτιάς
αλώβητη στεκόταν;
Και η ώρα ήρθε
που τα βάθρα και τα σύμβολα γκρεμίστηκαν,
μονάχα οι άνθρωποι ανάγκη τα ‘χαν,
και οι κορώνες και τα σκήπτρα χάθηκαν
στη σκόνη της γης αφανισμένα.
Αλλά άφθαρτο κι αόρατο το νόημα στέκει
πίσω απ’ την πύρινη μορφή.
Θάλασσες άπειρων νοημάτων
σαρώνουν τους κόσμους,
μακριά από της επιστήμης το άρπαγμα.
Η χλόη και τα λουλούδια
καλύτερα ξέρουνε τις χάρες
που απλόχερα σκορπίζονται στα φωτεινά μονοπάτια,
στης απλής επαφής την ανάσα,
στης αδελφοσύνης την ιαχή,
από αγάπη, ενότητα και άρρητο σκοπό.
Πιο ταπεινός απ’ των αδύναμων τη μεγαλοσύνη,
πιο ελεύθερος απ’ της εξουσίας τα σύμβολα,
πιο χαρούμενος απ’ της κατάθλιψης τη συντριβή,
πιο ταξιδευτής απ’ του ανθρώπου τις κατασκευές,
πιο ζεστός απ’ της απληστίας την παγωμάρα.
Αλλά ποιος ξέρει το τίμημα ποιο είναι
για την αγάπη αυτή,
την αδιάλειπτη στο χρόνο,
την τυφλή στην αμαρτία;
Τι άραγε θωπεύει στοργικά:
τ’ ανόητα γέλια της ζωής
ή της ψυχής μας τη σκιερή πορεία
στους βάλτους της γης;
Τα σύμβολα της ανοησίας απροστάτευτα στέκουν
στης ακτίνας την πύρινη λάμψη.
Καινούριο το νόημα της αγάπης,
άπιαστο φανερώθηκε
απ’ της απληστίας τα πλοκάμια
και ίσως να κρυφτούμε δεν προλάβουμε
απ’ της αδελφοσύνης την έμμονη ακτίνα.
Ιωάννης Ζήσης – Ιωάννα Μουτσοπούλου, Ψυχές της φύσης. Εκδόσεις ΑΕΙΦΟΡΙΑ