Για το χρόνο
Πέτα χρόνε φθονερέ,
μέχρι να τελειώσεις τον αγώνα σου.
Επισκέψου τις ώρες τις τεμπέλικες,
που πατούν με μολυβένιο βήμα
και τρέχουν με το ρυθμό του βαριδιού.
Χόρτασε μ΄αυτά που καταβροχθίζει η μήτρα σου
που δεν είναι άλλα απ΄όσα είναι ψεύτικα και μάταια,
αφρός που θα πεθάνει.
Τόσο μικρή η απώλειά μας είναι,
τόσο μικρό το κέρδος σου.
Γιατί όταν κάθε κακό θα έχεις θάψει
και, τελευταίον, θα ΄χεις καταβροχθίσει τον άπληστο εαυτό σου,
η απέραντη Αιωνιότητα θα καλωσορίσει την ευτυχία μας
δίνοντας στον καθένα ένα φιλί.
Και η Χαρά θα μας παρασύρει στην πλημμύρα της
μαζί με ό,τι στ΄αλήθεια καλό είναι και τέλεια θεϊκό.
Με την Αλήθεια και τη Γαλήνη και την Αγάπη να λάμπουν
γύρω απ΄τον ανώτατο Θρόνο
Εκείνου που η ματιά του δημιουργεί από μόνη της την ευτυχία.
Όταν κάποτε θ΄ανηφορίσει η ψυχή μας,
η οδηγημένη από τους ουρανούς,
τότε θα πάψει όλη αυτή η γήινη χυδαιότητα.
Κι εμείς, στεφανωμένοι μ΄άστρα,
θα καθόμαστ΄εκεί για πάντα,
θριαμβευτές πάνω στο Θάνατο,
πάνω στην Τύχη
και πάνω σε σένα, Χρόνε.
Τζον Μίλτον (1608 – 1674)