Το καλοκαίρι του 1900 ένας 27χρονος επίδοξος εφευρέτης ονόματι Lee de Forest μετακόμισε στο Σικάγο, νοίκιασε ένα διαμέρισμα ενός δωματίου στο Washington Boulevard και ανέλαβε ημερήσια εργασία ως μεταφραστής ξενόγλωσσων άρθρων για την ασύρματη τεχνολογία στο περιοδικό Western Electrician.
Η μεταφραστική ενασχόλησή του παρείχε χρήσιμες πληροφορίες: μια μεγάλη έκθεση για την ασύρματη τεχνολογία, η οποία είχε μόλις διοργανωθεί στο Παρίσι, υποσχόταν μια διαρκή υπερατλαντική ροή νέων ερευνητικών άρθρων με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Advertisment
Το μεγάλο πάθος του de Forest όμως βρισκόταν στο εκθετήριο των θαυματουργών πραγμάτων που είχε συγκεντρώσει στην κρεβατοκάμαρά του στο Washington Boulevard: μπαταρίες, ηλεκτρόδια, πομποί διάκενου σπινθήρα – όλα τα συστατικά στοιχεία που θα συναρμολογούνταν την επόμενη δεκαετία, εγκαινιάζοντας την ηλεκτρονική εποχή.
Για έναν καινοτόμο ερευνητή που μόλις άνοιγε τα φτερά του, καθώς καταπιανόταν με τον ασύρματο τηλέγραφο στο κατώφλι του 20ού αιώνα, ο πομπός με διάκενο σπινθήρα ήταν το πιο απαραίτητο γκάτζετ. Ο Χερτζ και ο Μαρκόνι, που αρχικά εξερεύνησαν το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα, είχαν ουσιαστικά βασιστεί στο διάκενο σπινθήρα. Η συσκευή τους χρησιμοποιούσε δύο ηλεκτρόδια σε μικρή απόσταση μεταξύ τους.
Η μπαταρία που ήταν συνδεδεμένη με τα ηλεκτρόδια παρείχε ηλεκτρικό ρεύμα, το οποίο δημιουργούσε έναν σπινθήρα που κινούνταν από το ένα ηλεκτρόδιο στο άλλο. Αυτό προκαλούσε μια παλλόμενη ηλεκτρομαγνητική δραστηριότητα που μπορούσε να εντοπιστεί και να μεγεθυνθεί με αντένες από χιλιόμετρα μακριά.
Τα μηχανήματα διάκενου σπινθήρα εξέπεμπαν μια σύντομη ριπή μονότονου θορύβου, κάτι που ταίριαζε πολύ στην αποστολή σημάτων Μορς.
Advertisment
Τη νύχτα της 10ης Σεπτεμβρίου του 1900 ο de Forest πειραματιζόταν με τη μηχανή του διάκενου σπινθήρα σε μια γωνιά του μοναδικού δωματίου του σπιτιού του στο Washington Boulevard. Στην άλλη άκρη του δωματίου, πέντε περίπου μέτρα πιο μακριά, τρεμόπαιζε η κόκκινη φλόγα μιας εστίας Welsbach.
Ο de Forest τροφοδότησε με μια τάση βολτ το διάκενο σπινθήρα και καθώς η μηχανή άρχισε να τρίζει, μπορούσε πλέον να δει πως η φλόγα της απομακρυσμένης εστίας άλλαζε χρώμα καύσης και από κόκκινη γινόταν λευκή. Ο de Forest υπολόγισε λίγο αργότερα ότι η ένταση της φλόγας είχε αυξηθεί κατά αρκετά κηρία. Με κάποιον τρόπο, για λόγους που ο de Forest δεν μπορούσε να εξηγήσει, ο ηλεκτρομαγνητικός παλμός του διάκενου σπινθήρα δυνάμωνε την ενέργεια της φλόγας που τρεμόσβηνε πέντε μέτρα πιο μακριά.
Παρατηρώντας αυτή τη φλόγα να παίρνει ένα νέο χρώμα, λευκό αντί του κόκκινου που ήταν προηγουμένως, ο σπόρος μιας νέας ιδέας φύτρωσε στο κεφάλι του: το αέριο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ασύρματος ανιχνευτής, ένας ανιχνευτής πολύ πιο ευαίσθητος από εκείνους που είχαν εφεύρει ως τότε ο Μαρκόνι ή ο Τέσλα.
Ο de Forest είχε πέσει επάνω σε μια κλασική αργή διαισθητική ιδέα. Στην αυτοβιογραφία του περιγράφει την ανιχνευτική ιδιότητα της αεριούχου φλόγας “σαν κάτι που βρισκόταν πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου”. Τελικά, η διαίσθηση αυτή ωρίμασε και κατέληξε σε μια εφεύρεση που θα άλλαζε το τοπίο του 20ού αιώνα.
Μια εφεύρεση που έκανε δυνατή την εμφάνιση του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης και των πρώτων ψηφιακών υπολογιστών. Το 1903 ο de Forest ξεκίνησε μια σειρά αποτυχημένων πειραματισμών, βάζοντας δύο ηλεκτρόδια μέσα σε λαμπτήρες αερίου. Συνέχισε τα μαστορέματά του έχοντας πάντα το ίδιο πρότυπο, ώσπου του ήρθε η ιδέα να βάλει κι ένα τρίτο ηλεκτρόδιο στον λαμπτήρα συνδεδεμένο με μια αντένα ή εξωτερικό δέκτη.
Ύστερα από μια σειρά επαναληπτικών δοκιμών, χρησιμοποίησε ένα μικρό σύρμα, το οποίο είχε λυγίσει μπρος-πίσω κάμποσες φορές ως το μεσαίο ηλεκτρόδιο. Ο de Forest ονόμασε αυτό το σύνεργο “πλέγμα”.
Τα πρώτα τεστ έδειξαν ότι η συσκευή του de Forest, στην οποία έδωσε και το πιο επίσημο όνομα Audion, υπερείχε σαφώς της υπάρχουσας τεχνολογίας για τη διερεύνηση των ηχητικών σημάτων. Επιπλέον, δεν παρεμπόδιζε, ούτε περιόριζε την ικανότητα του δέκτη να διαχωρίζει τα σήματα διαφορετικών συχνοτήτων.
Το δημιούργημα του de Forest ονομάστηκε τελικά “τρίοδος”. Η αρχιτεκτονική του των τριών ηλεκτροδίων έμελλε να αποτελέσει τη βάση για όλους τους σωλήνες κενού, των οποίων η μαζική παραγωγή ξεκίνησε την επόμενη δεκαετία.
Ραδιοφωνικοί δέκτες, τηλεφωνικά κέντρα, τηλεοπτικές συσκευές – όλες ανεξαιρέτως οι επικοινωνιακές επαναστάσεις του πρώτου μισού του 20ού αιώνα στηρίχθηκαν σε παραλλαγές του αρχικού σχεδίου του de Forest, προκειμένου να ενισχύσουν τα σήματά τους.
Η ανακάλυψη του Audion φέρνει στο νου την κλασική ιστορία της ευστροφίας και της επιμονής: ένας αντικομφορμιστής εφευρέτης κλεισμένος στην κρεβατοκάμαρά του, που είναι συγχρόνως και το εργαστήριό του, αφιερώνει την προσοχή του σ’ ένα εντυπωσιακό φυσικό πρότυπο και παλεύει μ’ αυτό για χρόνια, γυρίζοντας στο μυαλό του την αργή αρχική διαίσθησή του, ώσπου τυχαίνει να μαστορέψει κάτι που θα αλλάξει τον κόσμο ολόκληρο.
Παρουσιάζοντας όμως την ιστορία με αυτό τον τρόπο, δεν λογαριάζουμε ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο: το γεγονός ότι σε κάθε βήμα που έκανε προς την ανακάλυψή του, ο de Forest ήταν εντελώς λάθος σε ό,τι είχε σχέση με αυτό που πάσχιζε να εφεύρει.
Το Audion δεν ήταν ακριβώς μια εφεύρεση, ήταν μια σταθερή, επίμονη συσσώρευση λαθών. Επειδή ο de Forest είχε ξεκινήσει με τη λανθασμένη αντίληψη ότι η φλόγα του αερίου ανίχνευε τα ασύρματα σήματα, όλες οι επαναληπτικές δοκιμές του με το Audion περιλάμβαναν ένα χαμηλής πίεσης αέριο μέσα στη συσκευή του, κάτι που περιόριζε αυστηρά τη φερεγγυότητά τους.
Χρειάστηκε να περάσει άλλη μια δεκαετία ερευνών από στελέχη της General Electric και άλλων εταιρειών για να διαπιστωθεί ότι η τρίοδος λειτουργούσε πολύ πιο αποτελεσματικά μέσα σε πραγματικό κενό (εξ ου και ο όρος “σωλήνας κενού”.) Ακόμα και ο ίδιος ο de Forest παραδέχτηκε πρόθυμα ότι δεν κατανοούσε το μηχάνημα που είχε εφεύρει, “Δεν ήξερα πώς και γιατί δούλευε”, παρατήρησε. “Απλώς έκανε τη δουλειά του”.
Ο de Forest μπορεί να ήταν ο πιο αλλοπρόσαλλος από τους μεγάλους εφευρέτες του 20ού αιώνα, αλλά η καταδικασμένη σε συνεχή λάθη ιστορία της μεγαλύτερης επιτυχίας του δεν μπορεί να εκληφθεί ως ανωμαλία. Στη σκιά μιας ιστορίας θεαματικών επιτυχιών κρύβεται πάντα μια πιο μακρά ιστορία θεαματικών αποτυχιών – και μάλιστα επαναλαμβανόμενων: ξανά και ξανά λάθος.
“Από πού έρχονται οι καλές ιδέες” Steven Johnson Εκδόσεις Πεδίο