…Πόσες φορές, ενώ το θορυβώδες κοινό παρέλαυνε από μπροστά της, δεν της είχαν ξανάρθει στο μυαλό τα λόγια του Ανθρώπου: “Το να έχεις μάτια και να έχεις βλέμμα δεν είναι το ίδιο πράγμα”. “Τι θες να πεις;”
“Τα μάτια είναι δεμένα με τα χέρια, ενώ το βλέμμα είναι δεμένο με την καρδιά. Το βλέμμα δεν γνωρίζει αποστάσεις, ούτε φραγμούς. Τα μάτια αντίθετα μετράνε το καθετί. Αν βρουν έναν άδειο χώρο, χτίζουν αμέσως έναν τοίχο”.
Advertisment
“Και πώς θα μπορέσω να τα ξεχωρίσω;”. “Η καρδιά επικοινωνεί απευθείας με την καρδιά, δεν έχει ανάγκη τα χείλη”, ήταν η απάντηση του Ανθρώπου.
Πόσες καρδιές είχε συναντήσει εκείνα τα χρόνια; Εκτός από τη φορά που είδε φευγαλέα εκείνη την πιτσιρίκα, καμία. Αισθανόταν πως τα μάτια που είχαν ακουμπήσει πάνω στη γούνα της την είχαν φθείρει κυριολεκτικά. Τις μέρες που δεν είχαν παράσταση, μια βαθιά εξάντληση κυρίευε κάθε ίνα του κορμιού της. Τι είχαν γίνει όλες οι φιλοδοξίες της για τη ζωή της;
Είχε αφήσει τη γη της και είχε κατευθυνθεί προς την Ανατολή, σε αναζήτηση ενός σπουδαιότερου πεπρωμένου, αλλά το μεγαλείο της μοίρας της μετριόταν τώρα πια στα λιγοστά μέτρα του κλουβιού της. Τον πρώτο καιρό βημάτιζε μπρος και πίσω, μέρα και νύχτα, χωρίς ποτέ να σταματά, διανύοντας χιλιόμετρα ολόκληρα δίχως να κινείται. Τέσσερα βήματα μπροστά, μεταβολή, τέσσερα βήματα πίσω. “Όλες το ίδιο κάναμε!” της είχαν πει οι άλλες τίγρεις. “Αλλά θα δεις ότι θα ηρεμήσεις κι εσύ. Ω, ναι, θα ηρεμήσεις”. Είχαν δίκιο.
Advertisment
Τώρα ήταν ήρεμη και καθόταν όλη την ώρα κουλουριασμένη σε μια γωνιά του κλουβιού. Αλλά η ηρεμία της δεν διέφερε πολύ από αυτή του ωκεανού, στα πιο μυστικά βάθη του οποίου υποβόσκει η τρομακτική δύναμη ενός κύματος ικανού να καταστρέψει τα πάντα.
Πού είχε κάνει λάθος; Κι έπειτα, εκείνη είχε κάνει λάθος ή η μοίρα της είχε αποκλίνει; Η θυσία του Ανθρώπου ήταν παντελώς μάταιη. Έτσι κι αλλιώς, ό,τι ήταν να γίνει, έγινε. Εκείνη είχε αιχμαλωτιστεί κι εκείνος είχε πεθάνει. Αν τουλάχιστον είχε δεχτεί τα χρήματα, θα ήταν ακόμα ζωντανός κι εκείνη δεν θα ήταν πάλι μόνη στον κόσμο.
Αλλά θα μπορούσε να γυρίσει σε κάποιον που είχε εκχωρήσει τη ζωή της για μια χούφτα χρήματα; Δεν θα ήταν ακόμα πιο απεγνωσμένα μόνη της, γιατί, εκτός απ’ την αιχμαλωσία, θα έπρεπε να υπομείνει και την τρομερή μοναξιά της προδοσίας; Υπάρχει άραγε πιο ισχυρό δηλητήριο;
Εσύ προσφέρεσαι με όλη σου την αθωότητα στον άλλο και ο άλλος δείχνει να ανταποδίδει, αλλά τα σχέδιά του είναι διαφορετικά. Έχει έναν σκοπό πίσω απ’ τις πράξεις του και, όταν το αντιλαμβάνεσαι, είναι πάντα πολύ αργά. Η τίγρης είχε βυθιστεί σε αυτές τις σκέψεις, όταν μια φωνή αντήχησε μέσα στην καρδιά της. “Είσαι θλιμμένη τίγρη;”
Ανασηκώθηκε αμέσως, κοιτάζοντας γύρω της. Δεν έμοιαζε να είναι κανείς εκεί. Μόνο όταν σηκώθηκε στα πόδια της πλησιάζοντας στα κάγκελα του ρυμουλκού, είδε ένα παιδί που την κοίταζε από κάτω προς τα πάνω.
“Εσύ είσαι που μιλάς;” ρώτησε. “Ναι”, απάντησε το παιδί. “Δεν σε έχω ξαναδεί ποτέ άλλοτε”. “Πράγματι, έφτασα χθες”.
Η Τίγρη αισθάνθηκε έναν χείμαρρο λέξεων να ανεβαίνει στην καρδιά της. “Από πού έρχεσαι; Είσαι μόνος σου;”. “Είμαι με την οικογένειά μου”, αποκρίθηκε ο μικρός. “Είμαστε ακροβάτες και ερχόμαστε από μια χώρα πέρα απ’ την Τάιγκα”.
Η Τάιγκα! Και μόνο στο άκουσμα εκείνης της λέξης, η Τίγρη ένιωσε να ηλεκτρίζεται. Πόσο καιρό είχαν να πατήσουν τα πόδια της στο χιόνι, στον πάγο, στα φουσκωμένα απ’ το νερό βρύα! Τσιμέντο και πριονίδι, πριονίδι και τσιμέντο, αυτά ήταν εδώ και πολλά χρόνια ο νόμος της ζωής της. Πόσο καιρό είχε να δει πραγματικά τ’ Αστέρια, πόσο καιρό το χιόνι δεν έμπαινε στροβιλιζόμενο στα ρουθούνια της! Πόσο καιρό τώρα δεν πάγωναν τα μουστάκια της!
“Κι εγώ από εκεί έρχομαι!” αναφώνησε τότε, με μια καινούρια ενέργεια. “Το ξέρω”, απάντησε το παιδί, “το γράφει εδώ κάτω, γι’ αυτό σου το λέω”. Έπειτα, με ελαφρύ βήμα, εξαφανίστηκε προς την κατεύθυνση της μεγάλης τέντας.
Εκείνη τη νύχτα, μετά από πολύ καιρό, η Τίγρη ονειρεύτηκε τον Άνθρωπο. Δεν έλεγε ούτε έκανε τίποτα το ιδιαίτερο. Καθόταν απλώς δίπλα στη σόμπα, όπως έκανε συχνά στη διάρκεια του χειμώνα. Το φως που αναδιδόταν απ’ το σώμα του έμεινε για ώρα στα μάτια της Τίγρης. Πλέον ήταν ξύπνια και το έβλεπε ή, μάλλον, το ένιωθε βαθιά μέσα στην καρδιά της.
Από πού ερχόταν εκείνο το φως; Έμοιαζε με το φως της αυγής, αλλά ήταν πιο φωτεινό από την πιο φωτεινή αυγή.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Susanna Tamaro “Η Τίγρη που θέλησε να γίνει ακροβάτης” από τις εκδόσεις Διόπτρα