Ο Πολ Λέρερ (Paul Lehrer), καθηγητής ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Ρούτγκερς του Νιου Τζέρσι, έχει αφιερώσει την καριέρα του στη μελέτη της βιοανάδρασης. Στην αρχή δεν ήταν πεπεισμένος για τα οφέλη της, αλλά μετά είδε μια ομάδα παιδιών από τη Ρωσία να παίζουν ένα ενδιαφέρον παιχνίδι στο κομπιούτερ. Υπάρχουν πολλά είδη βιοανάδρασης, και η γενική ιδέα είναι ότι, παρακολουθώντας διάφορες πλευρές της φυσιολογίας μας σε πραγματικό χρόνο, μπορούμε να μάθουμε πώς να βάζουμε το σώμα μας σε συγκεκριμένη επιθυμητή κατάσταση – για παράδειγμα, σε μια κατάσταση χαλάρωσης.
Ο Λέρερ μελέτησε την ηλεκτρομυογραφική (EMG) βιοανάδραση, η οποία παρακολουθεί την ένταση των μυών, για παράδειγμα, και τη βιοανάδραση θερμοκρασίας δαχτύλου, η οποία στηρίζεται στο γεγονός ότι, όταν είμαστε χαλαροί, τα άκρα μας, συμπεριλαμβανομένων των άκρων των δαχτύλων, γίνονται πιο ζεστά. Οι μέθοδοι λειτουργούσαν, αλλά δεν έδειχναν να είναι περισσότερο αποτελεσματικές από τις πιο άμεσες μεθόδους για τη χαλάρωση του σώματος, όπως η προοδευτική χαλάρωση των μυών (μια τεχνική η οποία περιλαμβάνει τέντωμα και μετά χαλάρωση διαφορετικών ομάδων μυών διαδοχικά).
Advertisment
Μετά, το 1992, ο Λέρερ επισκέφτηκε την Αγία Πετρούπολη στη Ρωσία, όπου σπούδαζε ο γιος του. Ενώ βρισκόταν εκεί, έκανε μερικές ερωτήσεις για να μάθει αν υπήρχε κάποιος να μελετάει τη βιοανάδραση και τον κατηύθυναν σε μια ιδιωτική κλινική που φρόντιζε παιδιά με άσθμα. Το προσωπικό της κλινικής χρησιμοποιούσε παιχνίδια στο κομπιούτερ για να βοηθάει τα παιδιά να αυξάνουν τη μεταβλητότητα του καρδιακού ρυθμού τους. «Το καλύτερο ήταν με ένα πινέλο που έβαφε έναν φράχτη γεμάτο με αρκετά αστεία ρώσικα γκραφίτι», θυμάται ο Λέρερ. «Αν το εύρος των αυξομειώσεων του καρδιακού παλμού ήταν αρκετά υψηλό, τότε ο φράχτης βαφόταν ολόκληρος. Αν όχι, ένα μέρος του έμενε άβαφο».
Ήταν ενδιαφέρον, αλλά ο Λέρερ δεν είχε ιδέα αν ή πώς μπορεί να λειτουργούσε η ενίσχυση της μεταβλητότητας καρδιακού ρυθμού σε ασθενείς με άσθμα ή σε οποιονδήποτε άλλο. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Λέρερ επισκέφτηκε ξανά την Αγία Πετρούπολη, και τον σύστησαν σε έναν φυσιολόγο και μηχανικό που λεγόταν Εβγκένι Βασίλο (Evgeny Vaschillo), ο οποίος είχε μελετήσει τη βιοανάδραση μεταβλητότητας καρδιακού ρυθμού σε Ρώσους κοσμοναύτες. Ο Βασίλο έδειξε στους κοσμοναύτες ένα μοτίβο ημιτονοειδούς κύματος σε έναν παλμογράφο και τους ζήτησε να το ταιριάξουν με τον παλμό της καρδιάς τους. Με την εξάσκηση οι κοσμοναύτες πέτυχαν υψηλές αυξομειώσεις ύψους μέχρι και 60 χτύπων το λεπτό.
Ο Λέρερ βοήθησε τον Βασίλο να δημοσιεύσει την εργασία του στις ΗΠΑ, αλλά όχι πριν η μελέτη απορριφθεί από αρκετά περιοδικά φυσιολογίας. Ένας κριτικός τόνισε ότι μια τόσο μεγάλη μεταβλητότητα στον ρυθμό της καρδιάς είναι απλώς αδύνατη. Τα στοιχεία ήταν ανακριβή ή ψεύτικα, ή ο Βασίλο μελετούσε κάποιου είδους «γιόγκι». Για την ακρίβεια, αυτό που συνέβαινε στους κοσμοναύτες ήταν ένα απλό φυσικό φαινόμενο: κάτι που ο Βασίλο, με το παρελθόν του στη μηχανική, το αναγνώριζε, αλλά διέφευγε από τους φυσιολόγους. Υπάρχουν αρκετές διαδικασίες στο σώμα που προκαλούν αυξομείωση στον παλμό της καρδιάς. Η μία είναι το «αντανακλαστικό των τασεοϋποδοχέων». Αντανακλαστικά που ελέγχονται από το νευρικό σύστημα παρακολουθούν τις καταστάσεις στο σώμα και ενεργούν για να μας κρατήσουν υγιείς, χωρίς να απαιτείται κάποια συνειδητή σκέψη.
Advertisment
Μερικά επηρεάζουν τη συμπεριφορά μας: αν αγγίξουμε κάτι καυτό, για παράδειγμα, ένα αντανακλαστικό κάνει το χέρι σας να τραβηχτεί μακριά. Άλλα ρυθμίζουν συνεχώς διάφορες πλευρές της φυσιολογίας μας για να τις κρατήσουν μέσα στα όρια ασφαλείας. Το αντανακλαστικό τασεοϋποδοχέων κάνει το ίδιο για την πίεση του αίματος. Ελέγχεται από αισθητήρια όργανα τάσης μυών στα τοιχώματα των αρτηριών. Αν η πίεση του αίματος αυξηθεί, ενεργοποιούνται τα αισθητήρια όργανα τάσης μυός, στέλνοντας ένα σήμα στο στέλεχος του εγκεφάλου, το οποίο μετά στέλνει επίσης ένα σήμα για να επιβραδύνει την καρδιά ώστε να πέσει η πίεση του αίματος. Αν η πίεση του αίματος πέσει πολύ χαμηλά, τα αισθητήρια όργανα τάσης μυός στέλνουν το αντίθετο σήμα, και ο παλμός της καρδιάς μας αυξάνεται πάλι.
Μια δεύτερη διαδικασία που μεταβάλλει τον ρυθμό της καρδιάς μας ονομάζεται αναπνευστική φλεβοκομβική αρρυθμία (RSA). Όταν εκπνέουμε, ο ρυθμός της καρδιάς μας επιβραδύνεται ελαφρώς, και επανέρχεται στο κανονικό, μόλις εισπνέουμε. Αυτό μεγιστοποιεί τη μεταφορά οξυγόνου σε όλο το σώμα, όταν εισπνέουμε βαθιά φρέσκο αέρα, ενώ επιβραδύνει την καρδιά και της επιτρέπει να ξεκουραστεί όταν εκπνέουμε. Και οι δύο μορφές μεταβλητότητας είναι απαραίτητες για μια υγιή ανθεκτική καρδιά, ενώ οι άνθρωποι με χαμηλή μεταβλητότητα καρδιακού ρυθμού έχουν περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν από καρδιακές παθήσεις. Αυτό συμβαίνει εν μέρει γιατί, έχοντας ένα πιο ευαίσθητο αντανακλαστικό τασεοϋποδοχέα (πράγμα που σημαίνει μεγαλύτερη αλλαγή στον ρυθμό της καρδιάς για κάθε μεταβολή στην πίεση του αίματος), γινόμαστε ικανότεροι να αναρρώσουμε από αλλαγές στην πίεση του αίματος, όπως αυτές που βιώνουμε κατά τη διάρκεια του στρες ή της φυσικής άσκησης.
Και αν η καρδιά δεν μπορέσει να επιβραδύνει όταν εκπνέουμε, ο γενικότερος ρυθμός της καρδιάς μας γίνεται υψηλότερος. Αυτό ασκεί πίεση στην καρδιά, αυξάνοντας τον κίνδυνο υπέρτασης, εγκεφαλικού και άλλων καρδιαγγειακών παθήσεων. Συνήθως, αυτά τα δύο μοτίβα παραλλαγής καρδιακού ρυθμού συμβαίνουν σε διαφορετικές κλίμακες χρόνου. Η αναπνευστική φλεβοκομβική αρρυθμία κάνει τον ρυθμό της καρδιάς να αυξομειώνεται καθώς αναπνέουμε, ενώ το αντανακλαστικό τασεοϋποδοχέα είναι πιο αργό, απαιτώντας πέντε δευτερόλεπτα κάθε φορά.
Όταν αυτά τα δύο επικαλύπτονται, τότε αποκτούμε ένα ακανόνιστο, νευρικό μοτίβο. Αλλά αν χαμηλώσουμε την ταχύτητα της αναπνοής μας για να ταιριάξουμε με το αντανακλαστικό τασεοϋποδοχέα –πέντε δευτερόλεπτα εισπνοή, πέντε δευτερόλεπτα εκπνοή–, τότε τα δύο μοτίβα συμβαίνουν στην ίδια κλίμακα χρόνου, και οι κορυφώσεις και οι κατακρημνίσεις επικαλύπτουν η μία την άλλη, δημιουργώντας ένα και μοναδικό ομαλό κύμα.
Και αν το πετύχουμε ακριβώς (η ακριβής ταχύτητα εξαρτάται από το πόσο μεγαλόσωμος είναι κάποιος και πόσο αίμα έχει), αυτό οδηγεί σε ένα φαινόμενο γνωστό στους μηχανικούς ως «συντονισμός». Κάθε φορά που ανεβαίνει ή κατεβαίνει το αντανακλαστικό τασεοϋποδοχέα, η επιπλέον μεταβολή από την αναπνευστική φλεβοκομβική αρρυθμία τού δίνει μια μικρή σπρωξιά την κατάλληλη στιγμή –σαν να σπρώχνεις μια κούνια στην παιδική χαρά– κάνοντας τη μεταβλητότητα στον ρυθμό της καρδιάς μεγαλύτερη και όλο μεγαλύτερη. Ο Λέρερ πιστεύει ότι αυτό προσφέρει μια ευεργετική εξάσκηση στην καρδιά και στο αντανακλαστικό τασεοϋποδοχέα, κάνοντάς τα πιο ανθεκτικά. Προς υποστήριξη αυτής της άποψης, υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις ότι η βιοανάδραση βελτιώνει με τον καιρό τη μεταβλητότητα καρδιακού ρυθμού, ακόμα και μετά τη λήξη της θεραπείας, και ότι βοηθάει στη μείωση της πίεσης του αίματος.
Μελέτες έχουν ανακαλύψει, επίσης, οφέλη στον πόνο, την ανησυχία και την κατάθλιψη, δείχνοντας ότι οι επιπτώσεις της βιοανάδρασης μεταβλητότητας καρδιακού ρυθμού δεν περιορίζονται στην καρδιά. Οπότε γιατί η αλλαγή του μοτίβου των χτύπων της καρδιάς μας επηρεάζει τη συναισθηματική μας κατάσταση; Τη δεκαετία του 1960 ένας καρδιολόγος του Χάρβαρντ, ο Χέρμπερτ Μπένσον (Herbert Benson), μελετούσε την πίεση του αίματος στις μαϊμούδες, όταν εμφανίστηκε στην ιατρική σχολή μια ομάδα οπαδών του υπερβατικού διαλογισμού (ΥΔ). Πίστευαν ότι μπορούσαν να χαμηλώσουν την πίεση του αίματός τους κάνοντας απλώς διαλογισμό και ήθελαν να τους μελετήσει ο καθηγητής.
Ο Μπένσον δεν ήθελε αρχικά να μπλέξει με μια τόσο «ακραία» πρακτική, αλλά εκείνοι επέμειναν, και οι υποτιθέμενες ικανότητές τους προκάλεσαν το ενδιαφέρον του. Οπότε έστρεψε την προσοχή του από τις μαϊμούδες στον διαλογισμό. Τελικά, η πίεση του αίματός τους δεν άλλαζε – οι διαλογιζόμενοι είχαν χαμηλή πίεση συνεχώς (παρόλο που ο Μπένσον σε μελλοντικά πειράματα ανακάλυψε ότι ο υπερβατικός διαλογισμός χαμήλωνε πράγματι την πίεση του αίματος σε ασθενείς με υπέρταση). Αλλά είδε έκπληκτος ότι με το να διαλογίζονται οι οπαδοί του υπερβατικού διαλογισμού μπορούσαν να προκαλέσουν μια κατάσταση υπερβατικής χαλάρωσης κατά τη διάρκεια της οποίας η αναπνοή και ο μεταβολισμός γίνονταν πιο αργοί και ο ρυθμός της καρδιάς τους έπεφτε. Ο Μπένσον το ονόμασε συντονισμό χαλάρωσης.
Αυτός ο συντονισμός, όπως αποδείχτηκε, είναι το αντίθετο του «πολεμάς ή το βάζεις στα πόδια». Εκεί που η διέγερση του «πολεμάς ή το βάζεις στα πόδια» πυροδοτείται από το συμπαθητικό νευρικό σύστημα, ο συντονισμός χαλάρωσης ενορχηστρώνεται από ένα αντίθετο νευρικό δίκτυο που λέγεται παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα. Είναι το παρασυμπαθητικό σύστημα που μας ηρεμεί ύστερα από μια επείγουσα κατάσταση, σπρώχνοντας την ισορροπία ξανά προς τις μη επείγουσες δραστηριότητες –χώνευση, σεξ, ανάπτυξη και αποκατάσταση– τις οποίες ασκούμε όταν είμαστε ασφαλείς και χαλαροί.
Το κύριο στοιχείο του παρασυμπαθητικού νευρικού συστήματος είναι το πνευμονογαστρικό νεύρο. Από το εγκεφαλικό στέλεχος κατεβαίνει μέσω του λαιμού και του στήθους, με διακλαδώσεις που οδηγούν στα μεγαλύτερα όργανα, συμπεριλαμβανομένων των πνευμόνων, των εντέρων, των νεφρών και της σπλήνας. Μία από τις λειτουργίες του είναι να δρα ως φρένο στην καρδιά. Όσο ισχυρότερη είναι η δραστηριότητα του πνευμονογαστρικού νεύρου (που αποκαλείται «πνευμονογαστρικός τόνος»), τόσο περισσότερο επιβραδύνεται ο ρυθμός της καρδιάς μας κατά τη διάρκεια του αντανακλαστικού τασεοϋποδοχέα και καθώς εκπνέουμε –μετά το στρες–, και τόσο μεγαλύτερη είναι η μεταβλητότητα του καρδιακού ρυθμού.
Για την ακρίβεια, η μεταβλητότητα καρδιακού ρυθμού χρησιμοποιείται συχνά ως μέτρο του πνευμονογαστρικού τόνου και ως δείκτης του πόσο δραστήριο είναι συνολικά το παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα. Εκτός από το να μειώνει το στρες σε όλο μας το σώμα όταν αισθανόμαστε ότι η απειλή πέρασε, το πνευμονογαστρικό νεύρο μεταφέρει μηνύματα από το σώμα πίσω στον εγκέφαλο (για την ακρίβεια το 80% των ινών του τρέχουν προς αυτή την κατεύθυνση).
Μελέτες απεικόνισης εγκεφάλου δείχνουν ότι άνθρωποι με υψηλή μεταβλητότητα καρδιακού ρυθμού διαθέτουν επίσης και πιο ευέλικτες και προσαρμόσιμες αντιδράσεις στο στρες, ενώ εκείνοι με χαμηλή μεταβλητότητα καρδιακού ρυθμού βρίσκονται σε υπερβολική εγρήγορση, βλέποντας ακόμα και τα μικρά προβλήματα ως εξαιρετικά στρεσογόνα. Άνθρωποι με υψηλή μεταβλητότητα καρδιακού ρυθμού τείνουν να έχουν καλύτερης λειτουργίας μνήμη και μπορούν να εστιάσουν καλύτερα την προσοχή τους, και είναι σε θέση να ρυθμίσουν καλύτερα τα συναισθήματα και τις εκφράσεις του προσώπου τους. Κάποιες μελέτες υπονοούν ακόμα ότι άνθρωποι με υψηλή μεταβλητότητα καρδιακού ρυθμού δημιουργούν ισχυρότερες κοινωνικές σχέσεις και αντλούν μεγαλύτερη απόλαυση από τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις.
Αντίθετα, άνθρωποι με χαμηλότερη μεταβλητότητα καρδιακού ρυθμού δεν κινδυνεύουν απλώς από καρδιακές παθήσεις. Είναι επίσης πιο πιθανό να υποφέρουν από ένα εύρος ψυχιατρικών διαταραχών συμπεριλαμβανομένων του άγχους, της σχιζοφρένειας και της κατάθλιψης. «Η μεταβλητότητα καρδιακού ρυθμού είναι σημαντική όχι τόσο γι’ αυτό που μας λέει για την κατάσταση της καρδιάς», γράφει ο Τζούλιαν Θάιερ (Julian Thayer), ψυχολόγος και ειδικός στη μεταβλητότητα καρδιακού ρυθμού στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Οχάιο, στο Κολόμπους, αλλά «γι’ αυτό που μας λέει για την κατάσταση του μυαλού». Όταν επιβραδύνουμε την αναπνοή μας για να ανεβάσουμε τη μεταβλητότητα καρδιακού ρυθμού, αυτό διεγείρει το πνευμονογαστρικό νεύρο, το οποίο με τη σειρά του λέει στον εγκέφαλο να σβήσει την αντίδραση «πολεμάς ή το βάζεις στα πόδια».
Η βιοανάδραση και ο διαλογισμός (και άλλες πιθανόν δραστηριότητες όπως η γιόγκα και το τάι τσι, το οποίο ενθαρρύνει την αργή, ελεγχόμενη αναπνοή) έχουν μάλλον παρόμοιες επιδράσεις. Όταν ο ερευνητής βιοανάδρασης Λέρερ μελέτησε μια ομάδα μοναχών Ζεν, ανακάλυψε ότι πράγματι δημιουργούσαν μια ισχυρή κατάσταση συντονισμού. Τονίζει όμως ότι, επειδή η ταχύτητα της αναπνοής που απαιτείται για να επιτευχθεί συντονισμός είναι ελαφρώς διαφορετική για κάθε άνθρωπο, η μεγιστοποίηση του φαινομένου μόνο με τον διαλογισμό μπορεί να χρειαστεί χρόνια εξάσκησης, ενώ με τη βιοανάδραση μπορούμε να το μάθουμε σε λίγα λεπτά. «Οι περισσότεροι το πιάνουν αμέσως», μου λέει. «Πράγμα πολύ διαφορετικό από να ζεις δέκα χρόνια σε ένα μοναστήρι Ζεν!»
Όμως, είναι ακόμα αμφισβητήσιμο κατά πόσο όλο αυτό μεταφράζεται σε μακροπρόθεσμα και σημαντικά οφέλη για την υγεία. Ο Λέρερ αναφέρει κλινικές μελέτες που δείχνουν ότι η βιοαναδράση μεταβλητότητας καρδιακού ρυθμού βοηθάει σε σχετιζόμενες με το στρες ασθένειες, από την υψηλή πίεση αίματος μέχρι το άσθμα. Αλλά αυτές οι μελέτες είναι γενικά μικρές και δεν έχουν εκτιμηθεί πλήρως σε μετα-αναλύσεις.«Δυστυχώς, δεν έχουμε μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες να υποστηρίζουν την έρευνα σε 20.000 ανθρώπους για κάθε ασθένεια, οπότε δεν μπορώ να πω ότι λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο που λειτουργεί η πενικιλίνη για τη μόλυνση», παραδέχεται ο Λέρερ.
«Το πρόβλημα είναι ότι κανένας δεν θα βγάλει λεφτά κάνοντας κάτι τέτοιο. Ο εξοπλισμός βιοανάδρασης είναι εύκολος στην αντιγραφή και φτηνός στην κατασκευή». Ακόμα κι έτσι, χαρακτηρίζει τα ευρήματα «αρκετά καλά». Επίσης, λέει: «Είναι μια θεραπεία χωρίς φάρμακα και πολύ ισχυρές επιπτώσεις. Είναι εύκολο να τη μάθεις. Γιατί δεν την κάνουν όλοι;» Ο Λέρερ μοιάζει να βρίσκεται στο αδιέξοδο από το οποίο υποφέρουν πολλές θεραπείες μυαλού – σώματος – μην έχοντας τίποτα να πουλήσουν, οι χρηματοδοτήσεις για έρευνες είναι περιορισμένες. Αλλά χάρη στη δουλειά του Κέβιν Τρέισι, το ενδιαφέρον για το πνευμονογαστρικό νεύρο ολοένα και αυξάνεται.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Jo Marchant «Ίαση – Ένα ταξίδι στην επιστήμη της επίδρασης του μυαλού στο σώμα» από τις εκδόσεις Πεδίο – Photo: Author/Depositphotos