Ο Κώστας και η Ειρήνη είναι σε αποκλειστική σχέση εδώ και ένα περίπου χρόνο. Στην αρχή, φαινόταν σαν να ήταν το τέλειο ζευγάρι, αλλά εδώ και λίγο καιρό, η σχέση έχει βαλτώσει. Τουλάχιστον, αυτό νιώθει ο Κώστας. Συχνά φαντάζεται μέσα στη μέρα πώς θα ήταν η ζωή του αν δεν είχε σχέση με την Ειρήνη. Δεν είναι ότι την αντιπαθεί. Απλά δεν πιστεύει ότι κάνουν πια καλό ο ένας στον άλλο. Αντιλαμβάνεται ότι εκείνη του είναι αφοσιωμένη και είναι σίγουρος ότι θα την πληγώσει αν την αφήσει. Οπότε για τώρα έχει αποφασίσει ότι θα μείνει μαζί της.
Ένα τέτοιο σενάριο δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο. Γιατί οι άνθρωποι μένουμε ενώ θέλουμε να φύγουμε; Πρόκειται για μια ερώτηση που η ψυχολόγος Samantha Joel και οι συνάδελφοί της από το Πανεπιστήμιο της Utah ερεύνησαν σε ένα πρόσφατο άρθρο που δημοσιεύτηκε στην Journal of Personality and Social Psychology.
Advertisment
Η δημοφιλέστερη θεωρία που προσπαθεί να εξηγήσει αυτό το φαινόμενο είναι η θεωρία της αλληλεξάρτησης από τους Harold Kelley και John Thibaut (1959). Αυτή η θεωρία υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι ζυγίζουμε το τίμημα και τα οφέλη του να παραμείνουμε σε μια σχέση. Μένουμε όσο τα οφέλη είναι περισσότερα από τα κόστη και φεύγουμε όταν το τίμημα είναι μεγαλύτερο σε σχέση με τα οφέλη. Όμως, η πραγματικότητα είναι διαφορετική, καθώς εδώ έχουμε να κάνουμε με συναισθήματα και κυρίως με τα συναισθήματα των άλλων, τα οποία δύσκολα ποσοτικοποιούνται.
Μια αναθεωρημένη εκδοχή της θεωρίας αλληλεξάρτησης είναι το μοντέλο επένδυσης, το οποίο εξετάζει με μεγαλύτερη ακρίβεια τα κόστη και τα οφέλη του να μείνουμε ή να φύγουμε. Συγκεκριμένα, το μοντέλο επένδυσης θέτει κύριους παράγοντες που λαμβάνουμε υπόψη μας όταν προσπαθήσουμε να αποφασίσουμε αν θα μείνουμε ή θα φύγουμε:
– Ικανοποίηση: Αφορά στα οφέλη τα οποία αναφέρονται και στη θεωρία αλληλεξάρτησης.
Advertisment
– Επένδυση: Όσο περισσότερο είναι παντρεμένο ένα ζευγάρι, τόσο λιγότερες οι πιθανότητες να χωρίσουν. Αυτό οφείλεται ενώ μέρει σε επενδύσεις, όπως το σπίτι, τα παιδιά, οι φίλοι, οι κοινοί λογαριασμοί κλπ. Επιπλέον, οι άνθρωποι μετρούν και το χρόνο που περνούν μαζί, τις κοινές εμπειρίες κλπ.
– Ποιότητα εναλλακτικών επιλογών: Όταν οι άνθρωποι φεύγουν από μια σχέση, συχνά βρίσκουν αφορμή έχοντας γνωρίσει έναν άλλο σύντροφο ή όταν πιστεύουν ότι μπορούν να βρουν νέο σύντροφο.
Οι ερευνητές όμως επισημαίνουν πως και οι δύο αυτές θεωρίες ισχυρίζονται ότι οι άνθρωποι σκέφτονται κυρίως λογικά και λαμβάνουν αποφάσεις με βάση τα προσωπικά τους συμφέροντα. Όμως, η λήψη αποφάσεων σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι μόνο λογική. Τα συναισθήματα και οι λάθος εκτιμήσεις συχνά κάνουν τους ανθρώπους να παίρνουν αποφάσεις που δεν είναι υπέρ τους, τουλάχιστον όχι μακροπρόθεσμα. Επιπλέον, ακόμα και όταν το συμφέρον τείνει ξεκάθαρα να είναι υπέρ του χωρισμού, συχνά και πάλι οι άνθρωποι δεν προχωρούν σε αυτή την πράξη. Τείνουμε να λαμβάνουμε υπόψη τα συναισθήματα των άλλων και συχνά θυσιάζουμε τα δικά μας οφέλη για χάρη τους.
Για να ελέγξουν ακριβώς αυτό, οι ερευνητές ζήτησαν από 4.000 άτομα που ήταν σε σχέση, αλλά σκέφτονταν να χωρίσουν, να συμμετέχουν σε μια έρευνα. Αρχικά, οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο που αξιολογούσε τα συναισθήματά τους σε σχέση με τους τρεις παράγοντες του μοντέλου επένδυσης: ικανοποίηση, επένδυση, ποιότητα εναλλακτικών.
Στο δεύτερο μέρος της έρευνας, οι συμμετέχοντες λάμβαναν ένα σύντομο, εβδομαδιαίο ερωτηματολόγιο μέσω email. Η πρώτη ερώτηση ήταν «Είστε ακόμα σε σχέση;». Αν η απάντηση ήταν αρνητική, ο συμμετέχοντας υποδείκνυε τους λόγους. Μετά το πέρας των 10 εβδομάδων, το 18% ανέφερε πως είχε χωρίσει, ενώ το 82% ήταν ακόμα μαζί.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, ακόμα κι όταν το μοντέλο επένδυσης έδειχνε πως ο χωρισμός ήταν η καλύτερη λύση, η σχέση συνεχιζόταν και οι συμμετέχοντες δήλωναν παρ’ όλα αυτά δυστυχισμένοι. Βρέθηκε λοιπόν ότι όσοι θεωρούσαν την ικανοποίηση των αναγκών του συντρόφου τους σημαντική, δυσκολεύονταν να φύγουν από τη σχέση για να μην πληγώσουν το άλλο άτομο.
Στο αρχικό μας παράδειγμα, ο Κώστας θέλει να αφήσει την Ειρήνη, αλλά δεν το κάνει, επειδή δεν θέλει να της προκαλέσει άγχος. Πιστεύει ότι εκείνη θέλει να συνεχίσει τη σχέση της, αλλά δεν το γνωρίζει με βεβαιότητα, επειδή ποτέ δεν τη ρώτησε.
Όταν προσπαθούμε να διαβάσουμε το νου του άλλου και περιμένουμε εκείνος να διαβάσει το δικό μας, είναι σχεδόν βέβαιο ότι οδεύουμε προς τη δυστυχία. Οι συζητήσεις χωρισμού είναι εξαιρετικά δύσκολες, αλλά χωρίς μια ανοιχτή και ειλικρινή συζήτηση, και οι δύο σύντροφοι θα χρειαστεί να παλέψουν με μεγαλύτερα τέρατα στη συνέχεια.
[toggle title="Πηγές"]
https://psycnet.apa.org/buy/2018-35492-001
[/toggle]