Ένα χολιγουντιανό σενάριο θα θριαμβεύσει μόνο αν είναι «πιασάρικο», αν δηλαδή η βασική του υπόθεση αιχμαλωτίζει άμεσα το ενδιαφέρον του κοινού, θέτει σε κίνηση την ιστορία και προάγει τη δράση. Μια «πιασάρικη» υπόθεση έχει απαραίτητα το στοιχείο της σύγκρουσης⋅ και η παρακολούθηση του πώς θα λυθεί αυτή η σύγκρουση είναι ο λόγος για τον οποίο «κολλάμε» – από τη στιγμή που αιχμαλωτίσει το ενδιαφέρον μας – και συνεχίζουμε να βλέπουμε την ταινία.
Ως ψυχολόγος, βλέπω ότι τα βιβλία και τα έργα που αιχμαλωτίζουν κυρίως το ενδιαφέρον μου είναι αυτά στα οποία η σύγκρουση – ή έστω ένα μεγάλο μέρος της – συμβαίνει μέσα στον εσωτερικό κόσμου του ήρωα. Ένα ταλαίπωρος ηθοποιός δεν καταλαβαίνει τις γυναίκες ώσπου κάποια στιγμή φτάνει σε απελπισία και αποφασίζει να παραστήσει τη γυναίκα στην πραγματική ζωή (Τούτσι).
Advertisment
Μια νεαρή πρωταγωνίστρια φοβάται τη δέσμευση (Η νύφη το ‘σκασε). Σε μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, ένας επιδέξιος δολοφόνος δέχεται ένα χτύπημα στο κεφάλι, ξυπνά εν μέσω πολεμικών μηχανορραφιών και δεν έχει ιδέα ποιος είναι ή τι ψάχνει (Το τελεσίγραφο του Μπορν).
Μπορεί να μην οδηγούμε κάμπριο στις φαρδιές λεωφόρους του Λος Άντζελες και να μη συναναστρεφόμαστε αστέρες του σινεμά, αλλά ο καθένας από εμάς, με τον τρόπο του, είναι σεναριογράφος χολιγουντιανών ταινιών. Κι αυτό γιατί κάθε λεπτό της ημέρας γράφουμε τα σενάρια που θα παιχτούν στον κινηματογράφο του μυαλού μας.
Μόνο που στις δικές μας ιστορίες ζωής, η αιχμαλώτιση του ενδιαφέροντός μας δεν συνεπάγεται ότι θα έχουμε αγωνία για το τι θα συμβεί στη συνέχεια. Σημαίνει ότι είμαστε εγκλωβισμένοι σε ένα συναίσθημα, μια σκέψη ή μια συμπεριφορά ηττοπάθειας.
Advertisment
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι μια μηχανή παραγωγή νοήματος, και ένα βασικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης μας είναι ότι προσπαθούμε να βγάλουμε νόημα από τις εκατομμύρια αισθητηριακές πληροφορίες που μας βομβαρδίζουν κάθε μέρα. Νοηματοδοτούμε τα πράγματα και τις καταστάσεις βάζοντας σε τάξη τις αισθήσεις, τους ήχους, τις εμπειρίες και τις σχέσεις που μας περιβάλλουν, οργανώνοντάς τα όλα αυτά σε μια συνεκτική αφήγηση:
«Αυτή που ξυπνάει είμαι εγώ, η Σούζαν. Είμαι ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι. Το μικρό θηλαστικό που πηδάει πάνω μου είναι ο γιος μου, ο Νόα. Παλιά ζούσα στο Γιοχάνεσμπουργκ, αλλά τώρα μένω στη Μασαχουσέτη. Πρέπει να σηκωθώ σήμερα και να ετοιμαστώ για μια συνάντηση. Αυτή είναι η δουλειά μου. Είμαι ψυχολόγος και συναντώ ανθρώπους προσπαθώντας να τους βοηθήσω.
Οι αφηγήσεις εξυπηρετούν έναν σκοπό: αφηγούμαστε στον εαυτό μας αυτές τις ιστορίες θέλοντας να οργανώσουμε τις εμπειρίες και να διατηρήσουμε τα λογικά μας.
Τι πρόβλημα είναι ότι όλοι κάνουμε λάθος. Οι άνθρωποι που δεν έχουν μια συνεκτική αφήγηση, ή αφηγούνται μια ιστορία που απέχει πολύ από την πραγματικότητα, χαρακτηρίζονται «ψυχωτικοί». Αλλά ενώ οι περισσότεροι από εμάς δεν ακούμε ποτέ φωνές ούτε έχουμε παραληρητικές ιδέες μεγαλείου, φτιάχνοντας τα σενάρια των ιστοριών μας δεν λαμβάνουμε ιδιαίτερα υπόψη μας την αλήθεια. Συχνά μάλιστα ούτε καν το συνειδητοποιούμε αυτό.
Έπειτα αποδεχόμαστε αυτές τις περιγραφές του εαυτού μας χωρίς καμιά αμφισβήτηση, σαν να είναι η αλήθεια, η μόνη και πάσα αλήθεια. Αυτές οι ιστορίες μας, ανεξάρτητα από την εγκυρότητά τους, έχουν χαραχθεί στους νοητικούς μας πίνακες όταν ήμασταν παιδιά, μερικές φορές προτού καν περπατήσουμε ή μιλήσουμε.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Susan David με τίτλο «Συναισθηματική ευελιξία» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πεδίο. Μπορείτε να το βρείτε εδώ – Photo: Author/Depositphotos