,

Οι κερασιές που ήθελαν να ανθίσουν…

Όλα συνέβησαν στο άψε σβήσε. Ο Σανγκούν έριξε στην μπάλα μια γερή κλοτσιά προς τη μεριά του Πιερ, το μικρό λεωφορείο της γειτονιάς έστριψε

Οι κερασιές που ήθελαν να ανθίσουν...

Όλα συνέβησαν στο άψε σβήσε. Ο Σανγκούν έριξε στην μπάλα μια γερή κλοτσιά προς τη μεριά του Πιερ, το μικρό λεωφορείο της γειτονιάς έστριψε στη γωνιά του δρόμου, ο Γερο-Τζανγκ βγήκε από το μαγαζί του και ο Κανγκ φάνηκε στο δρομάκι που οδηγούσε στην κορυφή του Λόφου με τις Κερασιές. Κοντοστάθηκε για να παρακολουθήσει τη σκηνή. Ένα δυνατό χτύπημα, μια στριγκλιά, ένα «Αχ, όχι!».

Ο κόσμος έμεινε ασάλευτος για μια στιγμή. Το μόνο πράγμα που εξακολουθούσε να κινείται ήταν η μπάλα του ποδοσφαίρου. Πέφτοντας πάνω σε ένα από τα παράθυρα του λεωφορείου, αναπήδησε και χτύπησε στην πινακίδα του μαγαζιού, κάνοντας τώρα σβούρες στο έδαφος. Τα πάντα ζωντάνεψαν κατευθείαν και ξέσπασε χάος.

Advertisment

«Φύγε! Τρέχα!»

«Η βιτρίνα μου!»

«Σταθείτε, παλιόπαιδα!»

Advertisment

Τα άτακτα αγόρια προσπέρασαν ορμητικά τον Κανγκ, ο οποίος παραμέρισε και αρπάχτηκε από το κιγκλίδωμα. Οι γάμπες του είχαν κουραστεί από το σκαρφάλωμα της απότομης ανηφοριάς του λόφου και τώρα τα αγόρια πέρασαν σφαίρα από δίπλα του σαν θύελλα. Τα πόδια τους σφυροκοπούσαν τα σκαλιά από τη μεριά που είχε έρθει ο Κανγκ, κροταλίζοντας σαν πέταλα αλόγων. Ο Γερο-Τζανγκ έτρεξε στο κατόπι τους αλλά κατάφερε να τσακώσει μόνο δύο, τον Σανγκούν και τον Πιερ.

Ευτυχώς το παράθυρο του λεωφορείου δεν είχε πάθει ζημιά. Καθώς ο Λόφος με τις Κερασιές ήταν η τελευταία στάση του δρομολογίου, μέσα στο λεωφορείο υπήρχε μονάχα μία επιβάτης – και δεν ήταν καν φοβισμένη. Η νεαρή κοπέλα κατέβηκε από το λεωφορείο χαρωπά και μπήκε βιαστικά μέσα στο μαγαζί. «Ήρθα!» ανακοίνωσε με δυνατή φωνή. Ο παππούς της, ο Γερο-Τζανγκ, κρατούσε τα αγόρια από τον σβέρκο και ήταν αναψοκοκκινισμένος από τα νεύρα του.

«Δεν μου λέτε, πιτσιρικάδες, γιατί δεν ακούτε τους μεγαλύτερούς σας; Δεν σας έχω πει να μην παίζετε ποδόσφαιρο εδώ; Να, δείτε, μου χαλάσατε την ταμπέλα μου!»

«Άσε με κάτω!» έκανε ο Σανγκούν, καταβάλλοντας προσπάθειες για να ελευθερωθεί. «Και πού να παίξουμε, δηλαδή; Δεν υπάρχει άλλο μέρος να πάμε. Κι εκείνη η ταμπέλα ήταν ήδη σπασμένη!»

«Πώς τολμάς; Και να με ικέτευες ακόμα, μάλλον δεν θα σε συγχωρούσα, αλλά εσύ αντιμιλάς κι από πάνω!»

«Ξέρω ότι την έσπασε χθες ένα φορτηγό. Και πληρώθηκες κιόλας για τη ζημιά!»

Ο Τζανγκ άφησε τα αγόρια από τα χέρια του και άρχισε να κοιτάει ολόγυρα μην τυχόν και έβρισκε κάποιο ραβδί για να τα φοβερίσει. Όμως, ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να αντιληφθεί ότι ήταν απλώς εκνευρισμένος και σε σύγχυση· δεν ήταν σίγουρος τι να κάνει.

Ο πραγματικός λόγος για τον οποίο είχε τσαντιστεί ήταν ο οδηγός του λεωφορείου. Το λεωφορείο ερχόταν σ’ αυτήν εδώ τη στάση κάμποσες φορές μέσα στη μέρα, αλλά ο οδηγός δεν είχε αγοράσει ποτέ ούτε καν ένα πακετάκι τσίχλες. Το μόνο που έκανε ήταν να αράζει στον χαμηλό, φαρδύ πάγκο που είχε βάλει ο γέρος έξω από το μαγαζί, έπαιρνε μόνος του ό,τι φαγώσιμο υπήρχε απλωμένο εκεί πάνω και, καμιά φορά μάλιστα, άδειαζε το καλαθάκι του λεωφορείου μέσα στον σκουπιδοτενεκέ του Τζανγκ. Επομένως, με αυτό που έγινε τώρα με το ποδόσφαιρο, ο ηλικιωμένος άντρας είχε μια ευκαιρία να βγάλει το άχτι του.

«Η γιαγιά σου σου έμαθε να είσαι τόσο αγενής;» αποπήρε ο Τζανγκ το αγόρι.

«Τι σχέση έχει η γιαγιά μου με το οτιδήποτε;» διαμαρτυρήθηκε ο Σανγκούν.

«Εντάξει, λοιπόν, για να δούμε πώς θα σας κάνει αυτό να νιώσετε!» είπε ο Τζανγκ φιλοδωρώντας τα αγόρια με ένα άγριο βλέμμα και κλότσησε την μπάλα που τινάχτηκε ψηλά με δύναμη και πέρασε πάνω από την πυκνή συστάδα με τις φορσύθιες*. Μάλιστα πέρασε πιο πάνω και από τις ψηλές αγριομυρτιές που περιέβαλλαν το τεράστιο σπίτι και το ιδιωτικό του κτήμα, μόλις λίγο πιο πέρα από τον Λόφο με τις Κερασιές.

«Η μπάλα μου!» κλαψούρισε ο Σανγκούν.

Μην έχοντας ικανοποιηθεί, ο Τζανγκ πρόσταξε τα αγόρια να γονατίσουν και να σηκώσουν τα χέρια πάνω από τα κεφάλια τους για τιμωρία. Ο Σανγκούν αγριοκοίταξε τον ηλικιωμένο άντρα, ενώ ο Πιερ ατένιζε με λαχτάρα τις αγριομυρτιές. Ο οδηγός του λεωφορείου αγόρασε ένα φλιτζάνι καφέ από τον αυτόματο πωλητή που ήταν έξω από το μαγαζί και βολεύτηκε στον πάγκο. «Αν απλώς ζητούσατε συγγνώμη, δεν θα είχατε χάσει την μπάλα σας», είπε στα παιδιά. Ο Σανγκούν κοίταξε αγριωπά τον οδηγό. «Είναι και δικό σου το φταίξιμο. Γιατί δηλαδή έπρεπε να περνάς εκείνη ακριβώς τη στιγμή;».

* Φυλλοβόλο κοσμητικό δενδρύλλιο που απαντά στην Ανατολική Ασία.

Απόσπασμα από το βιβλίο της Sun-mi Hwang “Οι κερασιές που ήθελαν να ανθίσουν” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα

Λάβετε καθημερινά τα άρθρα μας στο e-mail σας

Σχετικά θέματα

Πράξεις καλοσύνης που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας
Γκάντι: Για να σταματήσει η φυσική βία πρέπει πρώτα να σταματήσει η παθητική βία
Ο Αρίν και το δικαστήριο | Μια ιστορία για τις αξίες και το πραγματικό νόημα της δικαιοσύνης
Μην ελέγχετε με φόβο

Πρόσφατα Άρθρα

Εναλλακτική Δράση