Ποιο είναι το μυστικό ενός επιτυχημένου γάμου; Ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα σε έναν γάμο; Γιατί πολλές φορές οι άνθρωποι απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο; Τι είδους εμπόδια βάζουμε οι ίδιοι στους εαυτούς μας και σταματάμε να ακούμε τον γάμο μας;
Τέτοιου είδους ερωτήματα έρχονται να απαντηθούν στο συγκινητικό και τρυφερό βιβλίο του John Jay Osborn” Άκου τον γάμο σου”, φωτίζοντας θέματα όπως την επικοινωνία, την κατανόηση, την αποδοχή, τη συγχώρεση και, το κυριότερο, την αγάπη μεταξύ δύο ανθρώπων.
Advertisment
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου που μόλις κυκλοφόρησε από την Key Books.
«Μήπως θέλετε να ξεκινήσουμε συζητώντας για κάποιο πρακτικό θέμα;» ρώτησε η Σάντι.
Η Γκρέτσεν σήκωσε το χέρι σαν μαθητριούλα.
Advertisment
Είχε καιρό να δει η Σάντι κάποιον από τα ζευγάρια που την επισκέπτονταν να σηκώνει το χέρι προτού μιλήσει.
«Μάλιστα, Γκρέτσεν» της είπε η Σάντι. «Τι σε απασχολεί;»
«Ανησυχώ για τα χρήματα» δήλωσε η Γκρέτσεν. «Αφότου έφυγα απ’ το σπίτι, χρειάστηκε να νοικιάσω διαμέρισμα, να το επιπλώσω, επίσης πληρώνω τον καινούργιο παιδικό σταθμό».
«Πόσα χρήματα έχεις στην άκρη;» ρώτησε η Σάντι.
«Δεν ξέρω» απάντησε η Γκρέτσεν. «Αυτή τη στιγμή στον τραπεζικό λογαριασμό μου έχω τρεις χιλιάδες δολάρια. Όσο για τα υπόλοιπα χρήματά μας, τα διαχειρίζεται ο Στιβ».
Η Σάντι στράφηκε στον Στιβ, τον σύζυγο της Γκρέτσεν. Καθόταν χύμα στην καρέκλα του απέναντι από την Γκρέτσεν.
«Λοιπόν, Στιβ, πώς πάνε τα οικονομικά;» τον ρώτησε η Σάντι.
«Μόλις έγινα συνέταιρος στη Σίμσον Γουίβερ» είπε ο Στιβ. «Μου δόθηκε η ευκαιρία ν’ αγοράσω μερίδιο από το εταιρικό κεφάλαιο. Κι έδωσα όλα τα διαθέσιμα χρήματά μας».
«Δηλαδή εσύ και η Γκρέτσεν δεν έχετε καθόλου ρευστό;» ρώτησε η Σάντι.
«Φυσικά και έχουμε» είπε ο Στιβ. «Νομίζω ότι έχουμε περίπου είκοσι χιλιάδες δολάρια, επενδυμένα σε αμοιβαία κεφάλαια της Βάνγκαρντ. Και όλα θα πάνε καλά. Τώρα που έγινα συνέταιρος, θα δανείζομαι όσα χρήματα θέλω».
Μάλιστα, χρειάστηκε λοιπόν ν’ αγοράσεις το μερίδιό σου για να δανείζεσαι μετά όσα θες, σκέφτηκε η Σάντι.
«Όμως, απ’ ό,τι έχω καταλάβει, μόλις πουλήσατε κι ένα σπίτι στο Ρος» πρόσθεσε η Σάντι. «Αυτά τα χρήματα τι απέγιναν;»
«Οι διαδικασίες ολοκληρώθηκαν σήμερα το πρωί» είπε ο Στιβ. «Έχω μια επιταγή διακοσίων χιλιάδων δολαρίων».
Η μητέρα της Σάντι υπήρξε θρύλος στα κτηματομεσιτικά. Το συγκεκριμένο γραφείο μάλιστα βρισκόταν σε ένα από τα κτίρια της μητέρας της. Άρα, κάτι ήξερε η Σάντι από τέτοια.
«Πουλήσατε ένα σπίτι στο Ρος και πήρατε μόνο διακόσιες χιλιάδες δολάρια;» ρώτησε η Σάντι.
«Το σπίτι ήταν υποθηκευμένο» είπε ο Στιβ. «Πήρα όσα περισσότερα μπορούσα».
«Για να αγοράσεις το μερίδιό σου και να γίνεις συνέταιρος;» ρώτησε ευθέως η Σάντι.
«Μπορεί να ακούγεται τρελό» είπε ο Στιβ. «Αλλά έτσι λειτουργεί το πράγμα».
Έγειρε μπροστά στην καρέκλα του.
«Σου φαίνεται τρελό, ε; Θα νομίζεις ότι προσπαθώ να ρίξω την Γκρέτσεν» πρόσθεσε ο Στιβ.
«Σε ξέρω μόλις μισή ώρα» είπε η Σάντι. «Δεν έχω ιδέα τι σκοπεύεις να κάνεις με την Γκρέτσεν. Το μόνο που ξέρω είναι ότι η Γκρέτσεν ανησυχεί για τα χρήματα».
«Οπότε μπορούμε να μοιραστούμε τα λεφτά από το σπίτι» είπε ο Στιβ.
«Ανησυχείς κι εσύ για τα χρήματα;» ρώτησε η Σάντι τον Στιβ.
«Όχι. Σύντομα θα πάρω και την πρώτη μου προκαταβολή έναντι κερδών ως συνέταιρος».
«Και μέχρι τότε μπορείς να δανείζεσαι όσα θέλεις;» ρώτησε η Σάντι.
«Ναι, φυσικά» είπε ο Στιβ.
«Εγώ λοιπόν νομίζω πως πρέπει να δώσεις τις διακόσιες χιλιάδες από την πώληση του σπιτιού στην Γκρέτσεν» δήλωσε η Σάντι.
Η Σάντι κατάλαβε ότι ταράχτηκε. Φαινόταν έτοιμος να επιτεθεί. Ωστόσο κατάφερε να συγκρατηθεί.
«Ενδιαφέρον» σχολίασε ο Στιβ επιφυλακτικά, προσεκτικά.
Η Σάντι τον περίμενε να συνεχίσει.
«Όλα; Και τις διακόσιες χιλιάδες;» απόρησε ο Στιβ.
«Ναι» είπε η Σάντι. «Όλα. Η Γκρέτσεν έκανε ένα τεράστιο βήμα, μετακομίζοντας μόνη της μαζί με τα παιδιά. Θέλεις λοιπόν, πέρα απ’ όλες τις έγνοιες της, να ανησυχεί και για τα χρήματα;»
Ναι, Στιβ, ήταν σαν να του έλεγε η Σάντι. Η Γκρέτσεν σε άφησε, όμως εγώ θέλω να της δώσεις όλο το ποσό, τις διακόσιες χιλιάδες. Καταλαβαίνεις το γιατί;
«Μα τα μισά ανήκουν στον Στιβ» επενέβη η Γκρέτσεν. Φαινόταν τόσο ειλικρινής, τόσο ξανθιά, τόσο γαλανομάτα, τόσο κλασική Αμερικάνα. Κι ήταν σαν να έλεγε «Μα τι κάνω εγώ εδώ; Σε λάθος έργο βρέθηκα».
«Τι εννοείς όταν λες ότι τα μισά ανήκουν στον Στιβ;» ρώτησε η Σάντι.
«Αν χωρίζαμε, τα μισά θα ήταν δικά του» είπε η Γκρέτσεν.
«Θέλεις να χωρίσετε;» ρώτησε η Σάντι.
«Δεν ξέρω» απάντησε σιγανά η Γκρέτσεν. «Μάλλον, αλλά έχουμε δυο παιδιά».
«Εγώ είμαι σύμβουλος γάμου» είπε η Σάντι. «Και ειλικρινά δεν με νοιάζει τι λέει ο νόμος. Αυτά θα σας τα πουν οι δικηγόροι. Εκείνο που αντιλαμβάνομαι εγώ είναι ότι ανησυχείς για τα χρήματα.
Νομίζω πως διακόσιες χιλιάδες δολάρια θα διώξουν την ανησυχία σου, τουλάχιστον προς το παρόν. Μου είπες πως εσύ είσαι κυρίως υπεύθυνη για τα παιδιά και επιπλέον έχεις μια δουλειά πλήρους απασχόλησης. Θεωρώ πως χρειάζεσαι κάθε μορφής βοήθεια. Θέλεις να ανησυχείς και για τα χρήματα επιπλέον;»
Το πρόσωπο της Γκρέτσεν φωτίστηκε. «Πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι πρέπει να πάρω όλο το ποσό;» ρώτησε.
«Ναι» απάντησε η Σάντι.
Γύρισε και κοίταξε τον Στιβ. Το πουκάμισό του ήταν φρεσκοσιδερωμένο, τα παπούτσια του καλογυαλισμένα, το παντελόνι του είχε μια τέλεια τσάκιση. Όμως κάτω από τα καστανά μάτια του είχε έντονους μαύρους κύκλους και τα χέρια του έτρεμαν. Προσπαθούσε να διατηρήσει την ψυχραιμία του.
«Εσύ τι έχεις να πεις Στιβ;» τον ρώτησε η Σάντι.
«Νομίζω πως οι περισσότεροι θα έλεγαν ότι η γυναίκα μου είναι έτοιμη να με χωρίσει και η σύμβουλος γάμου θέλει να της δώσω όλα τα μετρητά από την πώληση του σπιτιού μας. Ενώ νομικά τα μισά ανήκουν σε μένα. Γιατί να κάνω κάτι τέτοιο;» είπε ο Στιβ. «Αυτό θα έλεγαν οι περισσότεροι» πρόσθεσε.
«Αυτό θα έλεγαν οι περισσότεροι» επανέλαβε η Σάντι. «Όμως εσύ τι λες;»
Περιέργως, ο Στιβ χαμογέλασε.
«Μόλις πρότεινες να πάρει όλο το ποσό η Γκρέτσεν, είπα από μέσα μου “ωχ, τι γίνεται εδώ;”». Ο Στιβ σώπασε για λίγο κι έπειτα συνέχισε: «Μαγκώθηκα. Σκέφτηκα ότι, εφόσον προσπαθούμε να αποφασίσουμε αν θα χωρίσουμε ή όχι, θα έπρεπε όλα τα υπόλοιπα να τα παγώσουμε κατά κάποιον τρόπο».
Το τελευταίο πράγμα που πίστευε η Σάντι ήταν πως έπρεπε να παγώσουν κάτι, οτιδήποτε.
«Θέλεις διαζύγιο;» τον ρώτησε η Σάντι.
Ο Στιβ δεν απάντησε. Τι να ένιωθε άραγε; Η Σάντι αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε ο Στιβ να το εκφράσει. «Πώς νιώθεις Στιβ;» τον ρώτησε.
«Πώς νιώθω;» είπε, λες και δεν είχε επιτρέψει στον εαυτό του να θέσει μια τέτοια ερώτηση.
«Η γυναίκα μου έφυγε από το σπίτι μαζί με τα παιδιά. Μόλις έγινα συνέταιρος σε μια επενδυτική εταιρεία, αλλά ποτέ στη ζωή μου δεν έχω νιώσει χειρότερα. Έχω βδομάδες να κοιμηθώ».
Σταμάτησε να μιλάει και κοίταξε την Γκρέτσεν που καθόταν απέναντί του με ένα βλέμμα σαν να προσπαθούσε να αξιολογήσει την κατάσταση. Ποια ήταν; Δεν ήξερε πια.
Είναι μια όμορφη, έξυπνη, ψυχρή πριγκίπισσα, κι εσύ τα ’χεις κάνει τελείως σκατά, είπε από μέσα της η Σάντι.
Η Σάντι δεν ήξερε αν θα τους αναλάβει. Δεν ήταν σίγουρη. Μα πού να ήταν άραγε αυτοί οι σκυθρωποί, μελαγχολικοί καλλιτέχνες; Δεν τους έβλεπε πουθενά. Άραγε ήταν μελαγχολικός ο Στιβ;
Μελαγχολικός, συνεσταλμένος, πρόθυμος να αλλάξει; Ήταν δυνατόν να αλλάξει; Έγραφε άραγε ποιήματα αργά τη νύχτα; Ζωγράφιζε ακουαρέλες; Συνειδητοποιούσε άραγε πόσο ωραία ήταν εδώ, σ’ αυτήν την πόλη, αυτή την εποχή του χρόνου;
Η Σάντι κοίταξε την Γκρέτσεν. Εσύ μπορείς να αλλάξεις; Ίσως να είναι δυσκολότερο για σένα, πριγκίπισσα.
Ο Στιβ κοιτούσε τριγύρω, το γραφείο στη γωνία, τις σκανδιναβικού τύπου πολυθρόνες και πίσω του τη μεγάλη πράσινη βικτοριανή πολυθρόνα. Να σκεφτόταν άραγε ότι δεν ταίριαζε στο γραφείο;
Από τα δύο παράθυρα φαινόταν η κορυφή του πιπερόδεντρου απέξω. Η Σάντι συνειδητοποίησε ότι, όταν πρωτομπήκε μέσα ο Στιβ, δεν πρόσεξε τον χώρο γύρω του, πού βρισκόταν, σκόνταψε και δυσκολεύτηκε ακόμη και να φτάσει στην καρέκλα του. Μα τώρα πια είχε βολευτεί.
«Στιβ;» τον παρότρυνε η Σάντι.
«Συγνώμη» απάντησε εκείνος. «Γιατί λοιπόν να δώσω στην Γκρέτσεν τα μισά από τα χρήματα που ανήκουν σε μένα; Γιατί να το κάνω;»
«Γιατί ανησυχεί για τα λεφτά» δήλωσε η Σάντι.
«Δεν θέλω να πάρουμε διαζύγιο» είπε σιγανά ο Στιβ, απαντώντας επιτέλους στην ερώτηση της Σάντι.
«Όμως βρίσκεσαι στα πρόθυρα» είπε η Σάντι. «Οι προσπάθειές σου δεν έχουν καρποφορήσει. Πρέπει να δοκιμάσεις κάτι καινούργιο. Κάτι που δεν θα έκανες ποτέ. Κάτι που φαίνεται αντισυμβατικό. Γιατί όχι; Τι έχεις να χάσεις;»
«Λεφτά» είπε ο Στιβ.
Λάθος απάντηση, Στιβ. Η Σάντι απλά τον κοίταξε. Στιβ, διακυβεύονται τα πάντα αυτή τη στιγμή. Το καταλαβαίνεις;
«Να δοκιμάσω κάτι αντισυμβατικό;» είπε μετά από λίγο ο Στιβ.
«Γιατί όχι;» ξανάπε η Σάντι.
Είχε ακόμα στην άκρη του μυαλού του αυτό που θα έλεγαν οι περισσότεροι στη θέση του. Ξεκόλλα, Στιβ, σκέφτηκε η Σάντι. Κι εκείνος έστρεψε αλλού το βλέμμα, πέρα μακριά.
«Είμαι κουρασμένος» ψιθύρισε ο Στιβ.
«Το ξέρω» είπε η Σάντι. Ξεκόλλα, είσαι εδώ και πολύ καιρό κολλημένος, είπε από μέσα της.
Κι ο Στιβ το έκανε. Η Σάντι τον ένιωσε να ξεκολλάει από τη λογική των άλλων κι από τις συμβουλές που δεν φέρνουν ποτέ αποτέλεσμα και να αφήνεται στο άγνωστο.
«Εντάξει» συμφώνησε ο Στιβ. «Ας δοκιμάσουμε το αντισυμβατικό».
Έβαλε το χέρι στην τσέπη του σακακιού του κι έβγαλε έναν φάκελο.
«Τυχαίνει να έχω μαζί μου την επιταγή».
Άνοιξε τον φάκελο και έβγαλε μια επιταγή. Πήρε μια πένα Montblanc από το τσεπάκι του πουκαμίσου του και την οπισθογράφησε. Έπειτα την έδωσε στην Γκρέτσεν. Εκείνη την πήρε. Διακόσιες
χιλιάδες δολάρια.
«Σ’ ευχαριστώ» του είπε.
Η Σάντι σκέφτηκε πως μάλλον αυτή ήταν η πρώτη καλή κουβέντα που άκουγε ο Στιβ από το στόμα της εδώ και πολύ καιρό. Σ’ ευχαριστώ. Βλέπεις, Στιβ, είπε από μέσα της η Σάντι, δοκίμασες κάτι αντισυμβατικό και είδες ήδη αποτέλεσμα.
Εντάξει λοιπόν, η Σάντι αποφάσισε να τους αναλάβει.
Περισσότερα για το βιβλίο του John Jay Osborn “Άκου τον γάμο σου” από τις εκδόσεις Key Βooks εδώ