Τα πεζοδρόμια της Νέας Υόρκης είναι υπερ-λεωφόροι ανωνυμίας. Στη διάρκεια της μέρας, εκατομμύρια βιαστικοί πεζοί περπατούν σε αυτά με πρόσωπα σαν μάσκες που δεν δείχνουν τίποτα. Οι ίδιες εκφράσεις διαπερνούν τον παράλληλο κόσμο κάτω από τους δρόμους – το μετρό. Οι άνθρωποι διαβάζουν, κοιτάζουν το κινητό τους και καρφώνουν το βλέμμα στο απέραντο, αόρατο κενό, με πρόσωπα αποσυνδεμένα από οτιδήποτε γίνεται μέσα στο μυαλό τους.
Φυσικά, τα αδιαπέραστα πρόσωπα οκτώ εκατομμυρίων Νεοϋορκέζων έρχονται σε αντίθεση με τον γεμάτο ζωή κόσμο που υπάρχει στην άλλη πλευρά εκείνου του αδιαπέραστου τοίχου που έχουν μάθει να υψώνουν: ένα κρυφό «τοπίο σκέψεων» γεμάτο πλούσιες και ζωηρές εσωτερικές συζητήσεις, που συχνά είναι πλημμυρισμένο με φλυαρίες. Στο κάτω κάτω οι κάτοικοι της Νέας Υόρκης είναι σχεδόν εξίσου γνωστοί για τις νευρώσεις τους, όσο είναι και για τους απότομους τρόπους τους. (Ως ντόπιος, το λέω αυτό με αγάπη.)
Advertisment
Φανταστείτε, λοιπόν, τι θα μπορούσαμε να μάθουμε αν μπορούσαμε να διαπεράσουμε τις μάσκες τους και να κρυφακούσουμε τις εσωτερικές τους φωνές. Εντέλει, αυτό ακριβώς έκανε ο Βρετανός ανθρωπολόγος Andrew Irving στη διάρκεια δεκατεσσάρων μηνών, αρχής γενομένης το 2010 – άκουσε το μυαλό περισσότερων από εκατό Νεοϋορκέζων.
Παρότι ο Irving ήλπιζε να ρίξει μια ματιά στη γυμνή λεκτική ζωή του ανθρώπινου νου –ή μάλλον σε ένα ακουστικό δείγμα της–, ο πυρήνας της δουλειάς του ήταν το ενδιαφέρον του σχετικά με το πώς διαχειριζόμαστε την επίγνωση του θανάτου. Ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ και παλιότερα είχε κάνει δουλειά πεδίου στην Αφρική, αναλύοντας τους διατυπωμένους εσωτερικούς μονολόγους ανθρώπων που είχαν διαγνωστεί με HIV/ AIDS.
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι σκέψεις τους ήταν γεμάτες άγχος, αβεβαιότητα και συναισθηματικό πόνο που τους είχε προξενήσει η διάγνωσή τους. Τώρα ο Irving ήθελε να συγκρίνει τα ευρήματα αυτά με μια ομάδα ανθρώπων που είχαν σίγουρα τις στενοχώριες τους, αλλά δεν βρίσκονταν αναγκαστικά σε κατάσταση θλίψης. Για να το πετύχει αυτό, άρχισε να πλησιάζει απλώς (δείγμα μεγάλης γενναιότητας!) Νεοϋορκέζους στον δρόμο, σε πάρκα και σε καφέ, να τους εξηγεί τη μελέτη του και να τους ρωτάει αν θα ήταν πρόθυμοι να πουν δυνατά τις σκέψεις τους σε μια συσκευή ηχογράφησης, ενώ εκείνος τους βιντεοσκοπούσε από κάποια απόσταση. Κάποιες μέρες, αρκετοί άνθρωποι έλεγαν ναι, άλλες μέρες μόλις ένας. Ήταν αναμενόμενο ότι οι περισσότεροι Νεοϋορκέζοι θα ήταν υπερβολικά βιαστικοί ή επιφυλακτικοί για να δεχτούν.
Advertisment
Τελικά, ο Irving κατάφερε να συγκεντρώσει τις εκατό «ροές εσωτερικά αναπαριστώμενου λόγου», όπως τις περιέγραψε, σε ηχογραφήσεις που κυμαίνονταν σε διάρκεια από δεκαπέντε λεπτά μέχρι μιάμιση ώρα. Οι ηχογραφήσεις αυτές προφανώς δεν προσφέρουν ελεύθερη πρόσβαση στα παρασκήνια του νου των συμμετεχόντων, γιατί ενδέχεται να ενεργοποιήθηκε ένα στοιχείο επίδοσης για ορισμένους από αυτούς. Ακόμα κι έτσι, προσφέρουν ένα ασυνήθιστα ειλικρινές παράθυρο προς τις συζητήσεις που κάνουν οι άνθρωποι με τον εαυτό τους καθώς διαχειρίζονται την καθημερινή τους ζωή.
Όπως ήταν φυσικό, κοινότοπες σκέψεις καταλάμβαναν χώρο στο μυαλό όλων των συμμετεχόντων στη μελέτη του Irving. Πολλοί άνθρωποι σχολίαζαν αυτά που παρατηρούσαν στους δρόμους —άλλους πεζούς, οδηγούς και αυτοκίνητα, για παράδειγμα—, όπως επίσης και πράγματα που έπρεπε να κάνουν. Αλλά παράλληλα με τις ασήμαντες αυτές σκέψεις, υπήρχαν μονόλογοι που πραγματεύονταν διάφορα προσωπικά τραύματα, στενοχώριες και προβλήματα. Οι αφηγήσεις αποκτούσαν ξαφνικά αρνητικό περιεχόμενο χωρίς απολύτως καμία μετάβαση, σαν να εμφανίστηκε απροσδόκητα μια λακκούβα στον λείο δρόμο της σκέψης. Πάρτε, για παράδειγμα, μια γυναίκα στη μελέτη του Irving με το όνομα Μέρεντιθ, της οποίας ο εσωτερικός διάλογος πηδούσε εντελώς απότομα από καθημερινές έγνοιες σε θέματα κυριολεκτικά ζωής και θανάτου.
«Αναρωτιέμαι αν υπάρχει κανένα μαγαζί Στέιπλς εδώ γύρω», είπε η Μέρεντιθ και μετά πέρασε απότομα, σαν να έκανε σφήνα σε άλλη λωρίδα, στην πρόσφατη διάγνωση μιας φίλης της με καρκίνο. «Ξέρεις, νόμιζα πως θα μου έλεγε ότι ψόφησε η γάτα της». Διέσχισε τον δρόμο και μετά είπε: «Ήμουν προετοιμασμένη να κλάψω για τη γάτα της και μετά έπρεπε να προσπαθήσω να μην κλάψω για εκείνη. Θέλω να πω, η Νέα Υόρκη χωρίς την Τζόαν είναι… δεν μπορώ ούτε καν να το φανταστώ».
Άρχισε να κλαίει. «Αλλά μάλλον θα γίνει καλά. Μου άρεσε αυτό που είπε ότι έχει 20% πιθανότητες να θεραπευτεί. Και πως μια φίλη της είπε: “Θα έμπαινες σε ένα αεροπλάνο που θα είχε 20% πιθανότητα να πέσει;” Όχι, φυσικά όχι. Ήταν δύσκολο να την πλησιάσω, ωστόσο. Πραγματικά υψώνει έναν τοίχο από λέξεις». Η Μέρεντιθ έμοιαζε να επεξεργάζεται τα κακά νέα και όχι να πνίγεται μέσα σε αυτά. Οι σκέψεις για δυσάρεστα συναισθήματα δεν είναι αναγκαστικά φλυαρία και αυτό συνέβη στη συγκεκριμένη περίπτωση. Δεν αναμασούσε συνεχώς το ίδιο θέμα.
Λίγα λεπτά αργότερα, αφού διέσχισε έναν άλλο δρόμο, η ροή του λόγου της επέστρεψε στη δουλειά που έπρεπε να κάνει: «Για να δούμε τώρα, υπάρχει Στέιπλς εκεί κάτω; Νομίζω πως υπάρχει». Ενώ η Μέρεντιθ επεξεργαζόταν τον φόβο της ότι θα χάσει μια αγαπημένη φίλη, ένας άντρας που λεγόταν Τόνι είχε κολλήσει σε ένα άλλο είδος θλίψης: την απώλεια της εγγύτητας σε μια σχέση και ίσως την ίδια τη σχέση. Περπατούσε κρατώντας μια ταχυδρομική τσάντα σε ένα πεζοδρόμιο γεμάτο πεζούς και άρχισε μια αυτοαναφορική σειρά σκέψεων: «Φύγε… Κοίτα, κάν’ το γαργάρα. Ή προχώρα. Απλώς φύγε.
Καταλαβαίνω ότι δεν θέλουν να το πουν σε όλους. Αλλά εγώ δεν είμαι όλοι. Εσείς οι δύο περιμένετε ένα αναθεματισμένο μωρό. Ένα τηλεφώνημα έφτανε». Η αίσθηση ότι τον είχαν αποκλείσει προφανώς τον πονούσε. Έδειχνε να έχει κολλήσει σε ένα σημείο, ανάμεσα σε ένα πρόβλημα που χρειαζόταν μια λύση και στον πόνο που μπορούσε να οδηγήσει σε αντιπαραγωγικό μπλοκάρισμα. «Ξεκάθαρο, απολύτως ξεκάθαρο», είπε τότε ο Τόνι.
Χρησιμοποιούσε τον λόγο όχι απλώς για να δώσει φωνή στα συναισθήματά του, αλλά επίσης για να βρει πώς έπρεπε να διαχειριστεί την κατάσταση. «Το θέμα είναι», συνέχισε, «ότι θα μπορούσε να είναι ένας τρόπος διαφυγής. Ένιωθα λίγο ότι με έκαναν στην άκρη. Αλλά τώρα ίσως είναι ένας τρόπος να βγω από αυτό. Είχα τσαντιστεί πιο πριν, αλλά, πρέπει να παραδεχτώ, δεν είμαι τόσο τσαντισμένος τώρα. Τώρα θα μπορούσε να μου βγει σε καλό». Έβγαλε ένα απαλό, πικρό γέλιο, μετά αναστέναξε. «Είμαι σίγουρος ότι αυτό είναι τρόπος να τη γλιτώσω… το βλέπω θετικά τώρα… ήμουν τσαντισμένος πριν.
Ένιωθα ότι εσείς οι δύο είστε οικογένεια… και εσείς οι δύο είστε οικογένεια τώρα. Κι έχω τρόπο να φύγω τώρα… Με το κεφάλι ψηλά!» Μετά ήταν η Λόρα. Η Λόρα καθόταν σε μια καφετέρια και ήταν πολύ νευρική. Περίμενε ένα τηλεφώνημα από τον φίλο της, ο οποίος είχε πάει στη Βοστόνη. Το πρόβλημα ήταν ότι έπρεπε να έχει γυρίσει για να τη βοηθήσει να μετακομίσει σε ένα καινούριο διαμέρισμα. Περίμενε να της τηλεφωνήσει από την προηγούμενη μέρα. Πεπεισμένη ότι το αγόρι της είχε εμπλακεί σε κάποιο μοιραίο αυτοκινητικό ατύχημα, είχε καθίσει το προηγούμενο βράδυ μπροστά στον υπολογιστή της για τέσσερις ώρες και κάθε λεπτό ανανέωνε την έρευνα για τις λέξεις «τροχαίο ατύχημα λεωφορείου».
Ωστόσο, όπως θύμισε στον εαυτό της, η δίνη της ψυχαναγκαστικής αρνητικής ανησυχίας της δεν αφορούσε μόνο ένα ατύχημα λεωφορείου στο οποίο μπορεί να εμπλεκόταν ο φίλος της. Είχε ελεύθερη σχέση μαζί του, παρότι αυτό δεν ήταν κάτι που επιθυμούσε ποτέ, και είχε αποδειχτεί πολύ δύσκολο.
«Υποτίθεται πως είναι χαλαρή σχέση για να έχουμε σεξουαλική ελευθερία», είπε στον εαυτό της, «αλλά είναι κάτι που στην πραγματικότητα δεν ήθελα ποτέ για τον εαυτό μου… δεν ξέρω πού είναι… Θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε. Θα μπορούσε να είναι με μια άλλη». Ενώ η Μέρεντιθ επεξεργάστηκε τα άσχημα νέα με σχετική ψυχραιμία (είναι φυσιολογικό να κλάψεις όταν μάθεις πως μια φίλη σου διαγνώστηκε με καρκίνο) και ο Τόνι ήρεμα ενθάρρυνε τον εαυτό του να προχωρήσει, η Λόρα είχε κολλήσει σε επαναλαμβανόμενες αρνητικές σκέψεις. Δεν ήξερε πώς να προχωρήσει.
Ταυτόχρονα, ο εσωτερικός της μονόλογος βούτηξε στο παρελθόν με σκέψεις σχετικά με τις αποφάσεις που έφεραν τη σχέση της στην παρούσα κατάσταση. Για εκείνη, το παρελθόν ήταν πολύ παρόν, πράγμα που ίσχυε και για τη Μέρεντιθ και τον Τόνι. Οι διαφορετικές καταστάσεις που βίωναν τους οδήγησαν να επεξεργαστούν τις εμπειρίες τους με διαφορετικό τρόπο, αλλά όλοι ασχολούνταν με πράγματα που είχαν ήδη συμβεί. Την ίδια στιγμή, οι μονόλογοί τους προβάλλονταν επίσης στο μέλλον με ερωτήματα σχετικά με το τι θα συνέβαινε ή τι έπρεπε να κάνουν. Αυτή η τάση να μετατοπίζονται στον χρόνο και στον χώρο οι εσωτερικές τους συζητήσεις τονίζει κάτι που όλοι έχουμε παρατηρήσει για το μυαλό μας: έχει μανία να ταξιδεύει στον χρόνο. Παρόλο που η λεωφόρος της μνήμης μπορεί να μας οδηγήσει στη λεωφόρο της φλυαρίας, δεν υπάρχει τίποτα εγγενώς επιζήμιο στη συνήθεια να επιστρέφουμε στο παρελθόν ή να φανταζόμαστε το μέλλον.
Η ικανότητα να επιδίδεται σε νοερό ταξίδι στον χρόνο είναι ένα εξαιρετικά πολύτιμο χαρακτηριστικό του ανθρώπινου νου. Μας επιτρέπει όχι μόνο να κατανοήσουμε τις εμπειρίες μας με τρόπους που τα άλλα ζώα δεν μπορούν, αλλά και να κάνουμε σχέδια και να προετοιμαστούμε για διάφορα ενδεχόμενα στο μέλλον. Ακριβώς όπως μιλάμε με φίλους για πράγματα που έχουμε κάνει και πράγματα που θα κάνουμε ή που θα θέλαμε να κάνουμε, μιλάμε και στον εαυτό μας για τα πράγματα αυτά. Άλλοι εθελοντές στο πείραμα του Irving έδειξαν επίσης ότι τους απασχολούσαν έγνοιες που μετατοπίζονταν μέσα στον χρόνο και συνδέονταν μεταξύ τους μέσα από τη φλυαρία της εσωτερικής φωνής.
Για παράδειγμα, ενώ διέσχιζε μια γέφυρα, μια ηλικιωμένη γυναίκα θυμήθηκε πως είχε διασχίσει την ίδια γέφυρα με τον πατέρα της όταν ήταν κοριτσάκι ακριβώς τη στιγμή που ένας άντρας πήδηξε από τη γέφυρα και αυτοκτόνησε. Ήταν μια ανεξίτηλη ανάμνηση, εν μέρει επειδή ο πατέρας της ήταν επαγγελματίας φωτογράφος και τράβηξε μια φωτογραφία η οποία κατέληξε σε μια μεγάλη εφημερίδα.
Στο μεταξύ, ένας άντρας γύρω στα τριάντα πέντε διέσχισε τη γέφυρα του Μπρούκλιν και σκέφτηκε όλο τον ανθρώπινο μόχθο που χρειάστηκε για να χτιστεί, λέγοντας παράλληλα στον εαυτό του ότι θα τα κατάφερνε στην καινούρια δουλειά που ετοιμαζόταν να αρχίσει. Μια άλλη γυναίκα, ενώ περίμενε έναν άντρα με τον οποίο θα έβγαινε ραντεβού στα τυφλά και ο οποίος είχε αργήσει, στο πάρκο της πλατείας Ουάσινγκτον, θυμήθηκε έναν παλιότερο φίλο της που την είχε απατήσει, πράγμα που τελικά πυροδότησε μια ονειροπόληση σχετικά με την επιθυμία της για δέσιμο και πνευματική υπέρβαση.
Άλλοι συμμετέχοντες μίλησαν για οικονομικές δυσκολίες που θα μπορούσαν να συναντήσουν, ενώ η αγωνία άλλων επικεντρώθηκε σε ένα τρομερό γεγονός που είχε συμβεί μια δεκαετία νωρίτερα: την κατάρρευση των Δίδυμων Πύργων την 11η Σεπτεμβρίου. Οι Νεοϋορκέζοι που γενναιόδωρα μοιράστηκαν τις σκέψεις τους με τον Andrew Irving ενσαρκώνουν την ποικιλομορφία και τον πλούτο της βασικής, προεπιλεγμένης κατάστασής μας. Ο εσωτερικός τους διάλογος στράφηκε «μέσα τους» με πολύ διαφορετικούς τρόπους, οδηγώντας τους σε μυριάδες διαφορετικές ροές λεκτικών σκέψεων. Τα χαρακτηριστικά των ιδιωτικών αυτών διαλόγων ήταν τόσο εξατομικευμένα, όσο και η ζωή του καθενός.
Ωστόσο, δομικά, αυτό που συνέβαινε στο μυαλό τους ήταν παρόμοιο. Συχνά αντιμετώπιζαν αρνητικό «περιεχόμενο», μεγάλο μέρος από το οποίο ξεπηδούσε από ελεύθερους συνειρμούς, μια ροή σκέψεων που η μία φέρνει την άλλη. Μερικές φορές, οι λεκτικές σκέψεις τους ήταν εποικοδομητικές, άλλες δεν ήταν. Περνούσαν επίσης ένα σημαντικό μέρος του χρόνου τους να σκέφτονται τον εαυτό τους, καθώς το μυαλό τους στρεφόταν στις δικές τους εμπειρίες, συναισθήματα, επιθυμίες και ανάγκες.
Η εστιασμένη στον εαυτό φύση της βασικής κατάστασης, στο κάτω κάτω, είναι ένα από τα πρωταρχικά χαρακτηριστικά της. Οι Νεοϋορκέζοι είχαν αυτά τα πράγματα κοινά, αλλά οι μονόλογοί τους έδιναν επίσης έμφαση σε ένα άλλο πανανθρώπινο χαρακτηριστικό: η εσωτερική φωνή ήταν πάντα εκεί και είχε κάτι να πει, θυμίζοντάς μας την αναπόδραστη ανάγκη που έχουμε όλοι να χρησιμοποιήσουμε το μυαλό μας για να κατανοήσουμε τις εμπειρίες μας και τον ρόλο που παίζει η γλώσσα στην προσπάθειά μας αυτή.
Παρόλο που αναμφίβολα έχουμε συναισθήματα και σκέψεις που αποτυπώνονται μη λεκτικά –οι παραστατικοί καλλιτέχνες και οι μουσικοί, για παράδειγμα, επιδίδονται σε ακριβώς αυτού του είδους την πνευματική έκφραση–, οι άνθρωποι υπάρχουν σε έναν κόσμο λέξεων. Οι λέξεις είναι ο τρόπος με τον οποίο επικοινωνούμε με τους άλλους τον περισσότερο καιρό –παρότι η γλώσσα του σώματος και οι χειρονομίες παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο–, όπως και με τον εαυτό μας. Η έμφυτη τάση του μυαλού μας να αποσυνδέεται από αυτό που διαδραματίζεται γύρω μας παράγει μια συζήτηση στο μυαλό μας, μια συζήτηση με την οποία ασχολούμαστε μεγάλο μέρος των ωρών που είμαστε ξύπνιοι.
Αυτό προκαλεί ένα σημαντικό ερώτημα: Γιατί; Η εξέλιξη επιλέγει ιδιότητες που προσφέρουν ένα πλεονέκτημα ως προς την επιβίωση. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτόν, δεν θα περίμενε κανείς να μιλούν τόσο με τον εαυτό τους οι άνθρωποι αν αυτό δεν πρόσφερε κάτι στην ικανότητά μας να επιβιώνουμε. Αλλά η επίδραση της εσωτερικής μας φωνής είναι συχνά τόσο έμμεση και θεμελιώδης, ώστε σπάνια συνειδητοποιούμε όλα όσα μας προσφέρει.
Η σπουδαία πολυδιεργασία
Οι νευροεπιστήμονες συχνά αναφέρονται στην έννοια της νευρωνικής επανάχρησης όταν μιλούν για τη λειτουργία του εγκεφάλου – η ιδέα ότι χρησιμοποιούμε το ίδιο εγκεφαλικό κύκλωμα για να πετύχουμε πολλαπλούς στόχους, αποκομίζοντας το μέγιστο δυνατό από τους περιορισμένους νευρωνικούς πόρους που έχουμε στη διάθεσή μας. Για παράδειγμα, ο ιππόκαμπός σας, αυτή η περιοχή που μοιάζει με αλογάκι της θάλασσας, είναι θαμμένη βαθιά μέσα στον εγκέφαλό σας και δημιουργεί τις μακροπρόθεσμες αναμνήσεις, βοηθώντας σας επίσης να κινείστε μέσα στον χώρο.
Ο εγκέφαλος έχει ιδιαίτερο ταλέντο στην πολυδιεργασία, στο να κάνει πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Διαφορετικά, θα έπρεπε να έχει το μέγεθος λεωφορείου για να είναι αρκετά μεγάλος ώστε να στηρίζει καθεμία από τις αναρίθμητες λειτουργίες του. Η εσωτερική φωνή μας, όπως αποδεικνύεται, είναι κατά τον ίδιο τρόπο πολύ ικανή στην πολυδιεργασία. Ένα από τα βασικότερα καθήκοντα του εγκεφάλου είναι να κινεί τη μηχανή αυτού που είναι γνωστό ως βασική ή λειτουργική μνήμη.
Οι άνθρωποι έχουν μια φυσική τάση να αντιλαμβάνονται τη μνήμη από τη ρομαντική, μακροπρόθεσμη και νοσταλγική πλευρά της. Τη σκεφτόμαστε ως τον τόπο του παρελθόντος, γεμάτο στιγμές, εικόνες και αισθήσεις που θα μείνουν μαζί μας για πάντα και θα αποτελέσουν το αφήγημα της ζωής μας. Αλλά είναι γεγονός ότι κάθε λεπτό της μέρας, μέσα σε μια διαρκή πληθώρα ερεθισμάτων που μπορεί να μας αποσυντονίζει –ήχοι, εικόνες, μυρωδιές και ούτω καθεξής–, πρέπει να θυμόμαστε μονίμως λεπτομέρειες για να λειτουργήσουμε. Δεν έχει σημασία ότι το πιθανότερο είναι πως θα ξεχάσουμε τις περισσότερες από τις πληροφορίες όταν δεν θα μας είναι πια χρήσιμες.
Για τον ελάχιστο χρόνο κατά τον οποίο οι πληροφορίες αυτές είναι ενεργές, πρέπει να λειτουργήσουν. Η λειτουργική μνήμη είναι αυτή που μας επιτρέπει να συμμετέχουμε σε επαγγελματικές και σε κοινωνικές συζητήσεις. Χάρη σε αυτή, είμαστε σε θέση να θυμόμαστε τι είπε κάποιος λίγα δευτερόλεπτα νωρίτερα και μετά να το ενσωματώσουμε στην εξελισσόμενη συζήτηση με τον κατάλληλο τρόπο. Η λειτουργική μνήμη μάς επιτρέπει να γράψουμε ένα ηλεκτρονικό μήνυμα για κάτι που είναι επείγον αλλά όχι τόσο σημαντικό ώστε να αποθηκευτεί στη μακροπρόθεσμη μνήμη. Με δυο λόγια, είναι αυτό το μέρος της μνήμης που μας επιτρέπει να λειτουργούμε σαν άνθρωποι μέσα στον κόσμο.
Όταν σταματάει να λειτουργεί ή δεν λειτουργεί αρκετά καλά, η ικανότητά μας να εκτελέσουμε ακόμα και τις πιο συνηθισμένες καθημερινές δραστηριότητες –όπως να γκρινιάξετε στα παιδιά σας ότι πρέπει να πλύνουν τα δόντια τους, ενώ ταυτόχρονα τους ετοιμάζετε το φαγητό για το σχολείο και σκέφτεστε παράλληλα τι επαγγελματικές συναντήσεις έχετε αργότερα μέσα στη μέρα– δεν λειτουργεί. Και με τη λειτουργική μνήμη συνδέεται η εσωτερική φωνή.
Ένα σημαντικό συστατικό της λειτουργικής μνήμης είναι ένα νευρικό σύστημα που εξειδικεύεται στη διαχείριση της λεκτικής πληροφορίας. Ονομάζεται φωνολογικό σύστημα, αλλά θα το καταλάβετε καλύτερα αν το σκεφτείτε ως γραφείο ανταλλαγής πληροφοριών για οτιδήποτε συνδέεται με λέξεις και συμβαίνει γύρω μας στο παρόν.
Έχει δύο μέρη: ένα «εσωτερικό αυτί», το οποίο μας επιτρέπει να συγκρατήσουμε λέξεις που μόλις ακούσαμε για λίγα δευτερόλεπτα, και μια «εσωτερική φωνή», η οποία μας επιτρέπει να επαναλαμβάνουμε λέξεις μέσα στο κεφάλι μας όπως κάνουμε όταν εξασκούμαστε για να εκφωνήσουμε μια ομιλία, να απομνημονεύσουμε έναν αριθμό τηλεφώνου ή να επαναλαμβάνουμε ένα μάντρα.
Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο “Η φωνή στο κεφάλι μας” του Ethan Kross. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα