Ένα πρωί, το 1762, ένα κοριτσάκι τριών χρονών ονόματι Maria Theresia von Paradis ξύπνησε και δεν έβλεπε. Κόρη ενός συμβούλου της αυτοκράτειρας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η Maria Theresia μεγάλωσε στη Βιέννη και, παρά την απώλεια της όρασής της, έζησε μια σχετικά καλή ζωή. Καθώς ήταν παιδί-θαύμα στη μουσική, διέπρεψε στο κλειδοκύμβαλο, ένα μικρό ορθογώνιο όργανο με πλήκτρα, και στο όργανο. Το ταλέντο της σε συνδυασμό με την αναπηρία της τράβηξαν την προσοχή και τη γενναιοδωρία της αυτοκράτειρας, η οποία της εξασφάλισε μια σύνταξη και την καλύτερη δυνατή μόρφωση.
Μέχρι να φτάσει στην εφηβεία, ήταν ήδη πολύ γνωστή μουσικός και έπαιζε στα πιο αριστοκρατικά σαλόνια στη Βιέννη και αλλού. Ο Mozart έγραψε μάλιστα και ένα κονσέρτο για εκείνη. Ωστόσο, οι γονείς της δεν εγκατέλειψαν την ελπίδα ότι η κόρη τους θα ανακτούσε την όρασή της. Καθώς μεγάλωνε, οι γιατροί πειραματίστηκαν με διάφορες θεραπείες, αλλά μάταια. Η όρασή της δεν επέστρεψε.
Advertisment
Ακόμα χειρότερα, οι θεραπείες τής προκάλεσαν άλλα προβλήματα. Στα δεκαοκτώ της, υπέφερε από εμετούς, διάρροιες, πονοκεφάλους και κρίσεις λιποθυμίας. Στο σημείο αυτό εμφανίζεται ο Franz Anton Mesmer, ένας μυστηριώδης γιατρός εκπαιδευμένος στη Βιέννη, ο οποίος είχε σχέσεις με την ελίτ της πόλης. Ο γιατρός αυτός ισχυριζόταν ότι είχε κάνει μια ιατρική εφεύρεση που μπορούσε να θεραπεύσει μια μεγάλη γκάμα σωματικών και συναισθηματικών ασθενειών, μεταβάλλοντας τη ροή μιας αόρατης δύναμης που διαπερνά το σύμπαν χρησιμοποιώντας μόνο τις αρχές της μαγνητικής.
Ο Mesmer θεράπευε τους ανθρώπους διοχετεύοντάς τους την αόρατη αυτή ενέργεια με μαγνήτες και με τα χέρια του. Ονόμαζε την τεχνική αυτή ζωώδη μαγνητισμό. Αργότερα θα βαφτιζόταν επίσης «μεσμερισμός». Το 1777, όταν ήταν δεκαοκτώ χρονών, η Mari Theresia άρχισε θεραπεία με τον Mesmer. Στο διάστημα αρκετών μηνών, άγγιζε τα μάτια και το σώμα της με τους μαγνήτες του, μιλώντας της για τον ζωώδη μαγνητισμό και πώς θα τη θεράπευε. Εκείνη τον πίστεψε, όπως τον πίστεψαν και οι γονείς της, και, όπως ήταν αναμενόμενο, η όρασή της επέστρεψε. Όχι μέσα σε μια στιγμή, αλλά σποραδικά. Στην αρχή, έβλεπε μόνο θαμπές εικόνες. Αλλά μετά άρχισε να διακρίνει ανάμεσα σε μαύρα και άσπρα αντικείμενα. Τελικά, η αίσθηση του χρώματος επέστρεψε. Ενώ η αντίληψή της για το βάθος και τις αναλογίες υστερούσε ακόμα, σταδιακά άρχισε να διακρίνει τα πρόσωπα των ανθρώπων.
Ωστόσο, αντί αυτό να τη γεμίσει χαρά ύστερα από τόσα χρόνια, τα πρόσωπα την τρόμαζαν, ειδικά μάλιστα οι μύτες. Ο ορατός κόσμος τής είχε γίνει ξένος. Αλλά η αλλαγή παρέμενε απίστευτη. Μπορούσε επιτέλους να δει και πάλι. Για λίγο. Οι γονείς της είχαν έναν τρομερό καβγά με τον Mesmer, πράγμα που τελικά οδήγησε στη λήξη των θεραπευτικών συνεδριών. Οι φήμες έλεγαν ότι οι γονείς της ανησυχούσαν πως η κόρη τους θα έχανε τη σύνταξή της αν ανακτούσε πλήρως την όρασή της. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο Mesmer και η Maria Theresia συνελήφθησαν να διατηρούν παράνομη σχέση. Εν πάση περιπτώσει, ο χρόνος τους μαζί είχε τελειώσει και ο Mesmer εγκατέλειψε τη Βιέννη μέσα σε έναν κουρνιαχτό από φήμες.
Advertisment
Όταν ο γιατρός κυρίαρχος του ζωώδους μαγνητισμού εξαφανίστηκε από τη ζωή της, εξαφανίστηκε και η όραση της Maria Theresia. Ωστόσο, η ιστορία του Mesmer δεν τελείωσε εκεί. Όταν έφυγε από τη Βιέννη και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, άνοιξε μια κλινική και σχετίστηκε με την άρχουσα τάξη. Μέχρι που έκανε θεραπεία στη σύζυγο του βασιλιά Λουδοβίκου 16ου, τη Μαρία Αντουανέτα, καθώς και σε έναν από τους αδελφούς του. Στα επόμενα χρόνια, η ζήτηση για τις υπηρεσίες του Mesmer ήταν τόσο μεγάλη, ώστε, για να μεγιστοποιήσει τα κέρδη του, επινόησε μια μέθοδο για να αυξήσει τον αριθμό των ασθενών που μπορούσε να θεραπεύσει ταυτόχρονα: έβαζε πολλά άτομα να στέκονται ή να κάθονται δίπλα δίπλα γύρω από μια ξύλινη λεκάνη γεμάτη νερό και μικροσκοπικά ψήγματα σιδήρου που είχε μαγνητίσει.
Μεταλλικές ράβδοι προεξείχαν από τη λεκάνη και, υπό τους ήχους σιγανής μουσικής, οι ασθενείς ακουμπούσαν τις ράβδους στο σημείο του σώματός τους που τους ενοχλούσε, ενώ ο Mesmer πήγαινε από τον έναν στον άλλο και ρύθμιζε τη ροή της μαγνητικής ενέργειας ανάμεσα στη ράβδο και στον ασθενή. Η αποτελεσματικότητα της θεραπείας του Mesmer διέφερε ανάλογα με τους ασθενείς που έβλεπε, σε ορισμένες περιπτώσεις αισθητά. Κάποιοι ένιωθαν μικρές σουβλιές πόνου στα επίμαχα σημεία. Άλλοι είχαν σπασμούς σαν να πάθαιναν επιληπτική κρίση. Άλλοι απλώς ένιωθαν ότι είχαν θεραπευτεί. Αλλά δεν έβλεπαν όλοι βελτίωση.
Μερικοί βίωσαν κάτι άλλο: απολύτως τίποτα. Τελικά, το 1784, ο βασιλιάς Λουδοβίκος βαρέθηκε να ακούει τις διάφορες φήμες για τον μεσμερισμό. Συνέστησε μια βασιλική επιτροπή επιστημόνων για να ερευνήσουν τις τεχνικές του Mesmer, με επικεφαλής ούτε λίγο ούτε πολύ τον Benjamin Franklin, ο οποίος ζούσε στο Παρίσι ως διπλωμάτης εκείνη την εποχή. Από την αρχή, η επιτροπή είχε επιφυλακτική στάση απέναντι στους ισχυρισμούς του Mesmer. Δεν αμφέβαλλαν ότι ορισμένοι άνθρωποι ωφελούνταν από τη θεραπεία αυτή. Απλώς δεν πίστευαν ότι η αιτία ήταν μια αόρατη μαγνητική δύναμη. Οι έρευνες που έκαναν δεν μετέβαλλαν ιδιαίτερα την άποψή τους. Σε ένα πείραμα, για παράδειγμα, μια γυναίκα που πίστευε με πάθος στον μεσμερισμό κάθισε μπροστά από μια κλειστή πόρτα.
Στην άλλη πλευρά της πόρτας στεκόταν ένας γιατρός εκπαιδευμένος από τον Mesmer και εφάρμοζε μαγνητική ενέργεια. Όταν η γυναίκα δεν ήξερε ότι ο γιατρός ήταν στην άλλη πλευρά, δεν έδειχνε καθόλου επηρεασμένη από τη διαδικασία. Τη στιγμή που ο ίδιος αυτός γιατρός έκανε αισθητή την παρουσία του, η γυναίκα άρχιζε να αναπηδά και να σπαρταράει, δείχνοντας έτσι ότι η θεραπεία είχε επιτυχία. Ακολούθησαν πολλές παρόμοιες επιδείξεις.
Αφού ολοκλήρωσαν την έρευνά τους, ο Franklin και η επιτροπή του δημοσίευσαν μια καταδικαστική κριτική των μεθόδων του Mesmer. Έγραψαν ότι η μοναδική θεραπευτική δύναμη που είχαν παρατηρήσει ήταν εκείνη που βρισκόταν μέσα στον ανθρώπινο νου: ότι οι άνθρωποι που περίμεναν ότι θα νιώσουν κάπως μπορούσαν να προκαλέσουν ένα θετικό αποτέλεσμα – και όχι ο «ζωώδης μαγνητισμός».
Ενώ ο Mesmer πράγματι πουλούσε μια δύναμη που δεν υπήρχε, περισσότερα από διακόσια χρόνια αργότερα ξέρουμε πια ότι πρόσφερε στον κόσμο μια πολύτιμη ματιά σε ένα μοναδικό εργαλείο για την καταπολέμηση της εσωτερικής φλυαρίας, το οποίο μόλις πρόσφατα έχει ανακαλύψει η επιστημονική έρευνα: τη μαγική δύναμη αυτού που πιστεύουμε και τις βαθιές επιπτώσεις που έχει για το μυαλό και το σώμα μας. Ο Mesmer δεν είχε ανακαλύψει τον ζωώδη μαγνητισμό. Είχε απλώς δώσει στους ασθενείς του ένα εικονικό φάρμακο.
Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο “Η φωνή στο κεφάλι μας” του Ethan Kross. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα