Την ανάπτυξη μιας θεραπευτικής μη επεμβατικής μεθόδου η οποία θα προστατεύει την εγκεφαλική λειτουργία από βλάβες οι οποίες εμφανίζονται συνήθως μετά από ατυχήματα, αναζητούν οι επιστήμονες. Οι εγκεφαλικές βλάβες που προκαλούν τα τροχαία ή οι πτώσεις αποτελούν την πρώτη αιτία θανάτου σε ολόκληρο τον κόσμο, όμως ακόμη και εκείνοι που επιβιώνουν μπορεί να βρεθούν αντιμέτωποι με κάποιας μορφής γνωσιακή έκπτωση ή ακόμη και άνοια.
Αιτία μιας τέτοιας κατάστασης είναι η φλεγμονή που αναπτύσσεται στον εγκέφαλο ως «απάντηση» στον τραυματισμό, με το οίδημα να προκαλεί μόνιμες βλάβες. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα σημεία του σώματος, όπου η φλεγμονή αντιμετωπίζεται, στον εγκέφαλο αυτό μπορεί να γίνει μόνο με κάποιου είδους χειρουργική επέμβαση.
Advertisment
Σε μια προσπάθεια να δημιουργήσουν μια νέα θεραπευτική προσέγγιση, η οποία να μην απαιτεί χειρουργική επέμβαση, οι καθηγητές Άντριαν Λίστον από το Ινστιτούτο Μπάμπραχαμ του Κέμπριτζ και Μάθιου Χολτ από το εργαστήριο γλοιωμάτων VIB-KU του Λέβεν στο Βέλγιο και το Πανεπιστήμιο του Πόρτο ανέπτυξαν ένα στοχευμένο σύστημα χορήγησης για την ενίσχυση των εξειδικευμένων αντιφλεγμονωδών ανοσοκυττάρων που βρίσκονται στον εγκέφαλο για τον περιορισμό της φλεγμονής και της βλάβης.
Το σύστημα αυτό προστατεύει εγκεφαλικά κύτταρα που πλήττονται από τραυματισμούς ή εγκεφαλικά επεισόδια,
Η σχετική έρευνα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό NatureImmunology
Όπως εξηγεί ο καθηγητής Λίστον, ο οργανισμός μας διαθέτει τη δική του απάντηση στην αντιφλεγμονώδη δράση, η οποία είναι τα ρυθμιστικά Τ κύτταρα, που έχουν την ικανότητα να αισθάνονται τη φλεγμονή και να παράγουν ένα φυσικό αντιφλεγμονώδες κοκτέηλ. Ωστόσο ο μικρός αριθμός των εν λόγω κυττάρων φαίνεται ότι μάλλον χρειάζεται ενίσχυση στην περίπτωση φλεγμονής στον εγκέφαλο.
Advertisment
Προς αυτή την κατεύθυνση εργάστηκε και η ομάδα του καθηγητή Λίστον, η οποία, αφού διαπίστωσε ότι η μικρή ποσότητα Τ Λευκοκυττάρων οφείλεται στην χαμηλή ιντερλευκίνη 2, επινόησε έναν τρόπο για παραγωγή περισσότερης IL2 από εγκεφαλικά κύτταρα, δημιουργώντας έτσι τις συνθήκες που χρειάζονται τα ρυθμιστικά Τ κύτταρα για να επιβιώσουν.
Οι πρώτες μελέτες σε ποντίκια είναι ενθαρρυντικές ενώ σύντομα αναμένεται οι κλινικές δοκιμές να εξετάσουν αν η συγκεκριμένη θεραπεία είναι αποτελεσματική και σε ανθρώπους.
Να σημειώσουμε ότι αν τα αποτελέσματα; είναι θετικά και στους ανθρώπους θα βοηθηθούν δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι που ταλαιπωρούνται κάθε χρόνο και έχουν περιορισμένες θεραπευτικές επιλογές.