, , ,

Η γνώμη των άλλων είναι ένα καπέλο που δεν χρειάζεται να φορέσουμε

Κάθε καπέλο και μια φυλακή που μόνοι σας χτίσατε.

Η γνώμη των άλλων είναι ένα καπέλο που δεν χρειάζεται να φορέσουμε

Η πρώτη γνωριμία μαζί του με ταξιδεύει πολλά χρόνια πίσω. Περπατούσα, που λέτε, στο κέντρο της Αθήνας, ένα απόγευμα παγερό τόσο λόγω του καιρού όσο και εξαιτίας της αφόρητης μοναξιάς που μέσα μου κουβαλούσα.

Δεν ήξερα ακριβώς πού πήγαινα, όμως ήμουν μονάχα είκοσι και αυτό ευτυχώς ισοδυναμούσε με κάποιου είδους συγχωροχάρτι.

Advertisment

Την προσοχή μου τράβηξε άξαφνα ένα μαγαζί γεμάτο πελάτες και χρώματα, με τη φωτεινή επιγραφή «Ο Καπελάς».

Ένας άντρας βγήκε από εκεί, κουβαλώντας αμέτρητες σακούλες στα χέρια.

«Περί τίνος πρόκειται;» πήρα το θάρρος να τον ρωτήσω.

Advertisment

«Φίλε, ό,τι και να σου πω θα είναι λίγο. Ο τύπος έχει σπουδαίες περγαμηνές, από το εξωτερικό. Δεν πουλάει απλώς καπέλα, σε διαβάζει από την καλή και την ανάποδη. Α, και ανοίγει μόνο την Παρασκευή» μου κέντρισε ακόμη περισσότερο την περιέργεια.

Αποφάσισα λοιπόν να βολευτώ στο πεζούλι απέναντι από το μαγαζί, περιμένοντας τη δική μου ευκαιρία για να γνωρίσω τον μυστηριώδη ιδιοκτήτη, όταν ο κόσμος θα είχε πια αραιώσει.

Εντωμεταξύ, έβγαλα το μπλοκάκι μου και έπεσα με τα μούτρα στα σχέδιά μου. Παρατηρούσα τα άτομα να προχωρούν στον κεντρικό δρόμο και για άλλη μια φορά δεν μπορούσα παρά να γοητευτώ από τις αντιφάσεις του είδους μου.

Οι περισσότεροι βιάζονταν να προλάβουν τον χρόνο ενώ, ταυτόχρονα, σκυμμένοι στο κινητό πάσχιζαν να ξεφύγουν από τη ζωή. Αλλά κάπου κάπου εμφανίζονταν και οι λίγοι, με τα λαμπερά μάτια, που έκαναν το βήμα τους να αξίζει τον κόπο. Τότε το μολύβι μου έπιανε κυριολεκτικά φωτιά, σαν να πάσχιζα να σώσω την ύστατη θνητή ελπίδα.

Όταν πλέον είχε για τα καλά σουρουπώσει, ο ταλαντούχος ιδιοκτήτης με πλησίασε.

«Βρίσκεσαι αρκετή ώρα εδώ, νεαρέ μου. Θα ήθελες και εσύ το καπέλο σου, έτσι δεν είναι;» διάβασε τις σκέψεις μου.

Έγνεψα καταφατικά και τον ακολούθησα σχεδόν υπνωτισμένος. Το μαγαζί πλημμύριζε από καπέλα, σε όποιο χρώμα ή σχέδιο είχε φανταστεί ποτέ ανθρώπινος νους.

Ο άντρας είχε καστανά μάτια, γκρίζα μαλλιά και μεσαίο ανάστημα. Κοντά στα πενήντα η ηλικία του.  Στο κεφάλι του δεν φορούσε καπέλο και αυτό θυμάμαι πως μου είχε κάνει μια κάποια εντύπωση.

«Λοιπόν, τι ακριβώς λαχταράς;» με ρώτησε.

«Άσε με να μαντέψω. Μπροστά μου στέκεται ένας καλλιτέχνης. Ή τουλάχιστον με αυτήν τη χαριτωμένη ιδιότητα στολίζεις την τάση σου να δραπετεύεις συχνά πυκνά από την καθημερινότητα» με πρόλαβε προτού καταφέρω να ξεστομίσω κουβέντα.

«Ζωγραφίζω» μουρμούρισα, σκύβοντας το κεφάλι ελαφρώς ντροπιασμένος, καθώς και εγώ ο ίδιος δεν αισθανόμουν ακόμη βέβαιος για το αν διέθετα το οποιοδήποτε ταλέντο ή αν απλώς μουντζούρωνα χαρτιά γιατί τα θαλάσσωνα στη ζωή.

«Και ασφαλώς είσαι γεμάτος ιδέες. Ίσως και λιγάκι φαντασιόπληκτος, αν λάβουμε υπόψιν το γεγονός πως τα βράδια ονειρεύεσαι τους πίνακές σου να φιγουράρουν δίπλα σε εκείνους του Πικάσο» γέλασε ο άντρας.

«Όλοι δεν κάνουμε όνειρα;» απάντησα ελαφρώς προσβεβλημένος.

«Βεβαίως, νεαρέ μου. Καθόλου δεν θέλω να με παρεξηγήσεις. Τα όνειρα ανοίγουν τις πύλες των θαυμάτων και εγώ με τις τόσο εξαίρετες σπουδές και τη βαθιά αυτογνωσία το γνωρίζω καλύτερα από τον καθέναν. Απλώς θα σε συμβούλευα να μην χάνεσαι μέσα σε αυτά» αποφάνθηκε τιμωρώντας με με την πιο διαπεραστική του ματιά.

Προτού το αντιληφθώ ένα σωρό καπέλα προσγειώθηκαν στα χέρια μου. Αδιαμαρτύρητα τα πλήρωσα και τράβηξα για την έξοδο.

«Ε, και που είσαι»  με πρόλαβε προτού φύγω ο ιδιοκτήτης.

«Πάρε και αυτό εδώ, δώρο δικό μου. Ξέρω πόσο λαχτάρας να τραβάς την προσοχή κατεργάρη» μου είπε, προσφέροντάς μου το πιο χρωματιστό και αστείο καπέλο που είχα ποτέ μου αντικρίσει.

Από τότε κάθε Παρασκευή επέστρεφα στο κατάστημα και αγόραζα τα εκλεκτά του εμπορεύματα. Όλοι επέστρεφαν, για την ακρίβεια. Ήταν σαν ένας άγραφος νόμος.

Με τον καιρό τα καπέλα άρχιζαν να γεμίζουν ασφυκτικά τις ντουλάπες μου και ύστερα όλο μου το υπνοδωμάτιο. Κοιμόμουν πάνω τους στο κρεβάτι και τη μορφή μου αδυνατούσα να τη διακρίνω στον καθρέφτη. Ο τεράστιος όγκος τους κάλυψε γρήγορα και τους άλλους χώρους του σπιτιού, ώσπου με δυσκολία κατάφερνα να περπατήσω μέχρι την πόρτα για τις δουλειές και τα ψώνια μου.

Μια Παρασκευή το αποφάσισα. Δεν θα επέστρεφα στο κατάστημα. Εκείνη τη μέρα κοιτούσα συνεχώς το ρολόι μου και όταν πια η ώρα έδειξε εννιά ήξερα πως ο ιδιοκτήτης κλείδωνε το μαγαζί και εγώ είχα ολοκληρώσει με επιτυχία τη μικρή μου επανάστασή.

Ανάσανα με ανακούφιση. Σταδιακά όμως το άγχος άρχισε να με καταβάλει.

Πώς θα ήταν άραγε η ζωή μου χωρίς νέα καπέλα; Καθένα από αυτά αντιστοιχούσε και σε μια ιστορία. Ποιος στα αλήθεια ήμουν δίχως αυτές τις ιστορίες;

Πετάχτηκα από τη θέση μου έντρομος. Βγήκα έξω και άρχισα να περπατώ, σχεδόν στα χαμένα. Κάμποση ώρα μετά έπεσα πάνω του. Με χαιρέτησε εγκάρδια.

«Δεν ήρθες» χαμογέλασε.

«Γιατί ποτέ δεν φοράς καπέλο;» τον ρώτησα σχεδόν θυμωμένος.

«Για να είμαι ειλικρινής, χάρηκα που δεν εμφανίστηκες σήμερα. Όλοι σχεδόν επιστρέφουν, ακόμη και αν το εμπόρευμά μου ισοδυναμεί με τη δυστυχία τους» διαπίστωσε με μια θλίψη ο Καπελάς.

«Και τότε γιατί γίνεσαι συνεργός της απόγνωσης;» του ζήτησα τον λόγο.

«Είμαι απλώς ένας πωλητής που κάνει καλά τη δουλειά του, φίλε μου. Τίποτε περισσότερο όμως. Η υπόλοιπη ευθύνη δικαιωματικά σας ανήκει. Έχεις αναρωτηθεί για ποιον λόγο αγοράζετε τις ετικέτες που σας πλασάρουν επιδέξιοι σαν και την αφεντιά μου;»

Τον κοιτούσα σαστισμένος.

«Κάθε καπέλο και μια φυλακή που μόνοι σας χτίσατε. Έρχεστε σε εμένα, διότι δηλώνω ειδήμονας. Αηδίες. Oι φωτισμένοι ουδέποτε φορούν καπέλα σε άλλα κεφάλια ενώ οι σοφοί δεν τα προτιμούν ούτε για τα δικά τους. Αυτή ήταν πάντα η αλήθεια» δήλωσε ήρεμα.

Έκανε μια βαθιά υπόκλιση, σαν τον θεατρίνο που δίνει την τελευταία του παράσταση, και έπειτα χάθηκε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας.

Κάθισα σε ένα παγκάκι, έβγαλα το μπλοκάκι μου και με ένα μολύβι βάλθηκα  να σχεδιάζω καπέλα, το ένα πίσω από το άλλο: όσα μου φόρεσε η οικογένεια, το σχολείο, η κοινωνία.

«Τα χρειάζομαι;» φώναξα με όλη μου τη δύναμη.

Ξαφνικά ξέσπασα σε γέλια. Θα μπορούσαν να ήταν γέλια παραφροσύνης αλλά για καλή μου τύχη ήταν μονάχα απελευθέρωσης.

Το επόμενο πρωί ξεφορτώθηκα σε ένα φορτηγό τα χιλιάδες καπέλα μου. Είδα και πάλι το όμορφο σπίτι μου, με τα καλόγουστα έπιπλά του: τη ζεστή γωνιά του σαλονιού, δίπλα στο τζάκι, που συνήθιζα να σχεδιάζω με τις ώρες, τον πάγκο της κουζίνας όπου συγκέντρωνα τα υλικά των συνταγών μου, τη βιβλιοθήκη που με ταξίδευε στη σοφία του κόσμου και τον καθρέφτη, που πότε με θύμωνε πότε με χαροποιούσε όμως μου έλεγε πάντα την αλήθεια.

Κράτησα μονάχα ένα καπέλο, το πολύχρωμο και αστείο που μου δώρισε κάποτε ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού επειδή τάχα μου μου άρεσε να τραβάω την προσοχή. Να σας εξομολογηθώ μάλιστα πως ορισμένα βράδια το φοράω ακόμη και περπατάω στη γειτονιά, απολαμβάνοντας στο έπακρο τα έκπληκτα βλέμματα των γύρω μου.

Και ξέρετε, με τα χρόνια κατέληξα σε ένα πολύτιμο συμπέρασμα: Στην πραγματικότητα περισσότερο από το να τραβάω την προσοχή μου αρέσει να διασκεδάζω με την αφέλεια όσων πιστεύουν πως μπορούν να προσγειώνουν τα βαριά καπέλα τους σε ξένα κεφάλια.

Λάβετε καθημερινά τα άρθρα μας στο e-mail σας

Σχετικά θέματα

…Φλούδες μανταρίνι
«Το 2013 πέθανα και ξαναγεννήθηκα» | Μαθήματα ζωής από τον άστεγο Μιχάλη Σαμόλη
«Μην έρχεσαι κοντά» σου λέγανε κάθε φορά που άπλωνες το χέρι σου...
Οι "αόρατοι άνθρωποι" που ζουν ανάμεσά μας, δεν είναι απλά νούμερα… είναι άνθρωποι

Πρόσφατα Άρθρα

Εναλλακτική Δράση