Η κατάθλιψη επηρεάζει την ποιότητα ζωής σε όλα τα στάδιά της, αλλά δεν γνωρίζουμε πολλά για τους παράγοντες που σχετίζονται με αυτή κατά τον τελευταίο χρόνο ζωής. Μια πρόσφατη έρευνα βρήκε ότι το 59.3% των ανθρώπων είχαν κατάθλιψη κατά τον τελευταίο μήνα πριν από τον θάνατο.
Οι ερευνητές ανέλυσαν στοιχεία 3.274 ενηλίκων, οι οποίοι είχαν ήδη συμμετάσχει σε εθνική μελέτη για την Υγεία και την Συνταξιοδότηση και απεβίωσαν μέσα σε ένα χρόνο από την μελέτη. Όλοι οι ενήλικες είχαν απαντήσει σε ερωτηματολόγια για την ψυχική υγεία και για ιατρικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν. Οι ερευνητές είχαν επίσης στη διάθεσή τους δημογραφικούς παράγοντες, όπως μορφωτικό επίπεδο και εισόδημα.
Advertisment
Τα ευρήματα έδειξαν ότι υπήρξε σταδιακή αύξηση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων από 12 έως 4 μήνες πριν από τον θάνατο και ύστερα μεγαλύτερη αύξηση από 4 έως τον 1 μήνα πριν από τον θάνατο. Οι γυναίκες, οι νεότεροι ενήλικες, οι μη λευκοί και οι φτωχότεροι ασθενείς είχαν όλοι υψηλότερα ποσοστά καταθλιπτικών συμπτωμάτων. Όσοι έπασχαν από καρκίνο ανέφεραν κλιμακωτά και απότομα οξυμένα ποσοστά καταθλιπτικών συμπτωμάτων λίγο πριν το τέλος της ζωής τους, ενώ οι ασθενείς με πνευμονοπάθειες και περιορισμού σε καθημερινές δραστηριότητες επέδειξαν επίμονα υψηλά ποσοστά καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους πριν τον θάνατο.
Όταν οι συμμετέχοντες είχαν τέσσερις μήνες ζωής, το 42% αυτών παρουσίαζε τουλάχιστον τρία συμπτώματα κατάθλιψης και τον ένα μήνα πριν τον θάνατο τον ίδιο αριθμό συμπτωμάτων παρουσίαζε πλέον το 59% των συμμετεχόντων.
Μία εκ τω κύριων συντακτών της έρευνας, η Elissa Kozlov ανέφερε σχετικά με τα αποτελέσματα έρευνας: «Τα ψυχικά συμπτώματα είναι σημαντικά στοιχεία προς εξέταση καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής, αλλά ειδικά στο πλαίσιο σοβαρών ή χρόνιων ασθενειών ώστε να μπορέσουμε να μειώσουμε τον πόνο και τη δυσφορία και να βοηθήσουμε τους ανθρώπους να έχουν «έναν καλό θάνατο».
Advertisment
Προσθέτει στη συνέχεια ότι απαιτούνται περισσότερες έρευνες, τακτικές και πολιτικές, αφού δεν υπάρχουν αναπτυγμένα προνοιακά πλαίσια φροντίδας σε τέτοιες περιπτώσεις, χωρίς μάλιστα να πρέπει αναγκαστικά να εμπλέκεται φαρμακευτική αγωγή.
Πηγή: onlinelibrary.wiley.com/doi/pdf/10.1111/jgs.16197