Από κάθε εξωτερική σκοπιά, η ζωή μας φαίνεται σαν μια σπίθα ανάμεσα στο ένα αιώνιο σκότος και στο άλλο. Και το διάλειμμα ανάμεσα στις δύο αυτές νύχτες δεν είναι μια ανέφελη ημέρα, αφού όσο πιο ικανοί να απολαύσουμε την ηδονή είμαστε, τόσο πιο ευάλωτοι στον πόνο γινόμαστε – και είτε στο βάθος είτε στο προσκήνιο, ο πόνος είναι πάντα στο πλευρό μας. Έχουμε συνηθίσει να δίνουμε αξία σε αυτή την ύπαρξη με την πεποίθηση ότι υπάρχει κάτι περισσότερο από την εξωτερική όψη – ότι ζούμε για ένα μέλλον πέρα από τούτη δω τη ζωή.
Γιατί η εξωτερική εικόνα δεν φαίνεται να έχει νόημα. Αν η ζωή μέλλει να καταλήξει στον πόνο, την ανεπάρκεια και την ανυπαρξία, μοιάζει σκληρή και μάταιη εμπειρία για όντα που γεννήθηκαν για να σκέφτονται λογικά, να ελπίζουν, να δημιουργούν και να αγαπούν. Ο άνθρωπος, ως ον νοήμον, επιθυμεί η ζωή του να έχει νόημα και δυσκολεύεται να πιστέψει πως κάτι τέτοιο ισχύει, αν δεν υπάρχει κάτι περισσότερο από όσα ο ίδιος βλέπει – αν δεν υπάρχει μια αιώνια τάξη και μια αιώνια ζωή, πέρα από την αβέβαιη και στιγμιαία εμπειρία της ζωής και του θανάτου.
Advertisment
Ίσως να είμαι ασυγχώρητος που εισάγω σοβαρά θέματα με μια τόσο επιπόλαια προσέγγιση, ωστόσο το πρόβλημα του να βγάλει κανείς κάποιο νόημα από το φαινομενικό χάος της εμπειρίας μού θυμίζει την παιδική μου επιθυμία να στείλω σε κάποιον με το ταχυδρομείο ένα δέμα με νερό. Ο παραλήπτης λύνει τον σπάγκο, αφήνοντας τον… κατακλυσμό να χυθεί στην αγκαλιά του. Αλλά, ούτως ή άλλως, το εγχείρημα ήταν από την αρχή καταδικασμένο, αφού είναι εξοργιστικά αδύνατο να τυλίξεις και να δέσεις ένα λίτρο νερού σ’ ένα χάρτινο πακέτο. Υπάρχουν, βέβαια, είδη χαρτιού που δεν διαλύονται όταν βραχούν, ωστόσο το πρόβλημα έγκειται στο να καταφέρεις να δώσεις κατάλληλο σχήμα στο νερό και να δέσεις γύρω του τον σπάγκο, δίχως να διαλυθεί το δέμα.
Όσο πιο πολλές μελέτες αποπειράθηκαν να δώσουν λύση σε προβλήματα στην πολιτική και την οικονομία, στην τέχνη, τη φιλοσοφία και τη θρησκεία, τόσο πιο πολύ έχει κανείς την εντύπωση ότι πολλοί εξαιρετικά χαρισματικοί άνθρωποι αναλώνουν την ευφυΐα τους στο ανέφικτο και μάταιο έργο να βάλουν το νερό της ζωής σε καλοτυλιγμένα και ανθεκτικά πακέτα.
Είναι πολλοί οι λόγοι για τους οποίους αυτό θα έπρεπε να είναι ξεκάθαρο για κάποιον που ζει σήμερα. Γνωρίζουμε τόσο πολλά για την ιστορία, για όλα τα πακέτα που τυλίχθηκαν και, εν συνεχεία, αναπόφευκτα διαλύθηκαν. Γνωρίζουμε τόσες πολλές λεπτομέρειες για τα προβλήματα της ζωής τα οποία δεν επιδέχονται απλοποίηση και μοιάζουν πιο σύνθετα και άμορφα από ποτέ. Επιπλέον, η επιστήμη και η βιομηχανία έχουν εξελιχθεί τόσο σε ρυθμό όσο και σε βιαιότητα, που τα πακέτα μας φαίνονται να διαλύονται όλο και πιο γρήγορα κάθε μέρα.
Advertisment
Υφίσταται, συνεπώς, το αίσθημα ότι ζούμε σε μια εποχή πρωτόγνωρης ανασφάλειας. Τα τελευταία εκατό χρόνια τόσες πολλές από καιρό καθιερωμένες παραδόσεις έχουν καταρρεύσει – παραδόσεις της οικογενειακής και της κοινωνικής ζωής, του τρόπου διακυβέρνησης, της οικονομικής τάξης και της θρησκευτικής πίστης. Καθώς περνούν τα χρόνια, μοιάζει να υπάρχουν ολοένα και πιο λίγοι βράχοι για να κρατηθούμε, όλο και πιο λίγα πράγματα που μπορούμε να θεωρούμε σωστά και αληθινά, σταθερά για πάντα.
Για ορισμένους αυτό είναι μια ευπρόσδεκτη απελευθέρωση από τα δεσμά του ηθικού, κοινωνικού και πνευματικού δόγματος. Για άλλους, είναι ένα επικίνδυνο και τρομακτικό σχίσμα από τη σύνεση και τη λογική, μια βύθιση της ανθρώπινης ζωής στο ανέλπιδο χάος. Για τους περισσότερους, ενδεχομένως, η άμεση αίσθηση της απελευθέρωσης προσφέρει μια αγαλλίαση πρόσκαιρη, η οποία ακολουθείται από την πιο βαθιά αγωνία. Διότι, αν όλα είναι σχετικά, αν η ζωή είναι μια χίμαιρα δίχως μορφή και στόχο, στα φουσκωμένα νερά της οποίας απολύτως τίποτα, παρεκτός η αλλαγή αυτή καθαυτή μπορεί να διαρκέσει, μοιάζει να είναι κάτι «χωρίς μέλλον», συνεπώς χωρίς ελπίδα.
Τα ανθρώπινα όντα φαίνονται να είναι ευχαριστημένα αρκεί να έχουν ένα μέλλον να προσδοκούν – είτε πρόκειται για μια «ευχάριστη στιγμή» αύριο είτε για την αιώνια ζωή μετά τον θάνατο. Για διάφορους λόγους, όλο και περισσότεροι άνθρωποι δυσκολεύονται να πιστέψουν στο δεύτερο. Από την άλλη, η υπόσχεση της μελλοντικής ευτυχίας έχει το μειονέκτημα ότι, όταν αυτή η «ευχάριστη στιγμή» έρθει, είναι δύσκολο να την απολαύσουν στο έπακρο χωρίς την υπόσχεση πως έπονται περισσότερες. Αν η ευτυχία εξαρτάται από κάτι που αναμένεται στο μέλλον, τότε κυνηγάμε το απόκοσμο φως των φαντασμάτων που πάντα θα ξεγλιστράει από το άγγιγμά μας, μέχρις ότου το μέλλον, κι εμείς μαζί του, χαθεί μες την άβυσσο του θανάτου.
Εδώ που τα λέμε, η εποχή μας δεν είναι πιο ανασφαλής από οποιαδήποτε άλλη. Η φτώχεια, οι ασθένειες, ο πόλεμος, η αλλαγή και ο θάνατος δεν είναι κάτι καινούργιο. Στις καλύτερες των εποχών, η «ασφάλεια» ποτέ δεν ήταν κάτι περισσότερο από προσωρινή και προφανής. Ήταν, όμως, εφικτό να γίνει υποφερτή η ανασφάλεια της ανθρώπινης ζωής με την πίστη σε πράγματα αμετάβλητα, πέρα από κάθε καταστροφή – στον Θεό, στην αθανασία της ανθρώπινης ψυχής και στη διακυβέρνηση του σύμπαντος από αιώνιους νόμους με γνώμονα το σωστό και το δίκαιο.
Σήμερα είναι σπάνιες τέτοιες πεποιθήσεις, ακόμη και στους θρησκευτικούς κύκλους. Δεν υπάρχει κοινωνική τάξη ή, ακόμη σπανιότερα, μεμονωμένο άτομο που να έχει έρθει σε επαφή με τη σύγχρονη παιδεία χωρίς αυτή να αφήσει έστω ψήγματα από τη μαγιά της αμφιβολίας. Είναι απλώς αυταπόδεικτο ότι, κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα, η αυθεντία της επιστήμης πάρει τη θέση της αυθεντίας της θρησκείας στη φαντασία του λαού, και ο σκεπτικισμός, στα πνευματικά τουλάχιστον ζητήματα, έχει γενικευθεί περισσότερο από ό,τι η πίστη.
Η παρακμή της πίστης έχει προκύψει μέσω της ειλικρινούς αμφιβολίας, της προσεκτικής και ατρόμητης σκέψης των εξαιρετικά ευφυών ανθρώπων της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Παρακινημένοι από τον ζήλο και τον σεβασμό για τα γεγονότα, προσπάθησαν να δουν, να κατανοήσουν και να αντιμετωπίσουν τη ζωή έτσι όπως είναι, χωρίς ευσεβείς πόθους. Εντούτοις, παρ’ όλα όσα έκαναν για να βελτιώσουν τις συνθήκες της ζωής, η εικόνα τους για το σύμπαν μοιάζει να αφήνει το άτομο χωρίς ύστατη ελπίδα.
Το τίμημα για τα θαύματά τους σε αυτόν τον κόσμο έχει σταθεί η εξαφάνιση του «κόσμου που θα έρθει», και εύλογα θα θέσει κάποιος το ερώτημα «Σε τι θα ωφελήσει τον άνθρωπο αν κερδίσει τον κόσμο ολόκληρο και χάσει την ψυχή του;». Η λογική, η ευφυΐα και ο ορθολογισμός ικανοποιούνται, μα η καρδιά μένει διψασμένη. Γιατί η καρδιά έχει μάθει να νιώθει ότι ζούμε για το μέλλον. Η επιστήμη είναι σε θέση, αργά και διστακτικά, να μας προσφέρει ένα καλύτερο μέλλον – για λίγα χρόνια. Και ύστερα, για τον καθένα μας, θα τελειώσει. Όλα θα τελειώσουν. Όσο κι αν καθυστερήσει αυτή η στιγμή, κάποτε όλα όσα έχουν συντεθεί πρέπει να αποσυντεθούν.
Με την εξαίρεση κάποιων διαφορετικών θεωριών, αυτή είναι η γενική άποψη της επιστήμης. Στους λογοτεχνικούς και θρησκευτικούς κύκλους συχνά υποστηρίζεται τώρα ότι η διαμάχη μεταξύ επιστήμης και θρησκείας ανήκει πλέον στο παρελθόν. Υπάρχουν ως και κάποιοι μάλλον ευέλπιδες επιστήμονες, οι οποίοι θεωρούν πως, όταν η σύγχρονη φυσική εγκατέλειψε τον ωμό ατομικιστικό υλισμό, οι βασικοί λόγοι για τη συγκεκριμένη διαμάχη εξαλείφθηκαν. Τα πράγματα δεν είναι έτσι, όμως. Στα περισσότερα από τα σπουδαιότερα κέντρα εκπαίδευσης που διαθέτουμε εκείνοι που μελετούν τις συνολικές επιπτώσεις της επιστήμης και των μεθόδων της απέχουν όσο ποτέ άλλοτε από αυτό που οι ίδιοι αντιλαμβάνονται ως θρησκευτική άποψη.
Η πυρηνική φυσική και η θεωρία της σχετικότητας έχουν, είναι αλήθεια, ξεφορτωθεί τον παλιό υλισμό, αλλά τώρα μας δίνουν μια άποψη του σύμπαντος όπου υπάρχει ακόμη λιγότερος χώρος για ιδέες ενός υπέρτατου σκοπού ή σχεδίου. Ο σύγχρονος επιστήμονας δεν είναι τόσο αφελής ώστε να αρνηθεί την ύπαρξη του Θεού επειδή δεν μπορεί να Τον δει με ένα τηλεσκόπιο, ούτε της ψυχής επειδή δεν μπορεί να την αποκαλύψει μ’ ένα νυστέρι. Έχει απλώς παρατηρήσει ότι η ιδέα του Θεού είναι λογικά περιττή. Αμφισβητεί μέχρι και το εάν έχει κάποιο νόημα. Δεν τον εξυπηρετεί να εξηγήσει οτιδήποτε δεν είναι σε θέση να εξηγήσει με κάποιον άλλο και απλούστερο τρόπο.
Επιχειρηματολογεί ότι, αν όλα όσα συμβαίνουν βρίσκονται υπό την πρόνοια και τον έλεγχο του Θεού, αυτό ουσιαστικά καταλήγει να μη λέει τίποτα. Το να λες ότι τα πάντα δημιουργήθηκαν και κυβερνούνται από τον Θεό είναι σαν να λες «όλα είναι πάνω» – πράγμα που δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Αυτή η αντίληψη δεν μας βοηθάει να κάνουμε οποιεσδήποτε επαληθεύσιμες προβλέψεις και, ως εκ τούτου, από επιστημονική άποψη, δεν έχει καμία απολύτως αξία. Οι επιστήμονες ίσως να έχουν δίκιο εδώ. Ίσως, πάλι, να κάνουν λάθος. Δεν είναι σκοπός μας να συζητήσουμε αυτό το θέμα. Αρκεί να σημειώσουμε ότι ο σκεπτικισμός αυτός έχει τεράστια επιρροή και καθορίζει την επικρατούσα ατμόσφαιρα της εποχής.
Αυτό που λέει η επιστήμη, με λίγα λόγια, είναι το εξής: Δεν γνωρίζουμε και, κατά πάσα πιθανότητα, δεν δυνάμεθα να γνωρίζουμε αν υπάρχει Θεός. Τίποτε από όσα γνωρίζουμε δεν υπαινίσσεται την ύπαρξή Του, και όλα τα επιχειρήματα που ισχυρίζονται ότι αποδεικνύουν την ύπαρξη αυτή στερούνται λογικής υπόστασης. Βέβαια, δεν υπάρχει και καμία απόδειξη ότι δεν υπάρχει Θεός, αλλά το βάρος της απόδειξης πέφτει σε εκείνους που υποστηρίζουν την ιδέα. Αν, θα έλεγαν οι επιστήμονες, πιστεύετε στον Θεό, το κάνετε μόνο από καθαρά συναισθηματικούς λόγους, δίχως να βασίζεστε στη λογική ή στα γεγονότα.
Πρακτικά μιλώντας, αυτό μπορεί να ισοδυναμεί με αθεϊσμό. Θεωρητικά, πρόκειται για απλό αγνωστικισμό. Διότι η ουσία της επιστημονικής ειλικρίνειας είναι να μην προσποιείσαι ότι γνωρίζεις κάτι που δεν γνωρίζεις, και η ουσία της επιστημονικής μεθόδου είναι να μη χρησιμοποιείς υποθέσεις που δεν μπορούν να ελεγχθούν.
Τα άμεσα αποτελέσματα αυτής της ειλικρίνειας έχουν υπάρξει βαθύτατα ανησυχητικά και καταθλιπτικά. Διότι ο άνθρωπος μοιάζει ανίκανος να ζήσει δίχως μύθο, χωρίς την πεποίθηση ότι η ρουτίνα και ο μόχθος, ο πόνος και ο φόβος αυτής της ζωής έχουν κάποιο νόημα, κάποιο σκοπό στο μέλλον. Μονομιάς, καινούργιοι μύθοι παίρνουν σάρκα και οστά – μύθοι πολιτικοί και μύθοι οικονομικοί, με εξωφρενικές υποσχέσεις για το καλύτερο μέλλον του παρόντος κόσμου. Οι μύθοι αυτοί δίνουν στο άτομο την αίσθηση ότι υπάρχει νόημα, καθιστώντας το μέρος μιας αχανούς συλλογικής προσπάθειας, μέσα στην οποία χάνει κάτι από τη δική του μοναξιά, από το δικό του κενό.
Εντούτοις, η ίδια η βιαιότητα αυτών των πολιτικών θρησκειών προδίδει το άγχος που κρύβεται πίσω τους – γιατί δεν είναι παρά μόνο άνθρωποι που στριμώχνονται ο ένας κοντά στον άλλο και κραυγάζουν για να πάρουν κουράγιο μέσα στο σκοτάδι.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Alan Watts “Η σοφία της ανασφάλειας” που κυκλοφορεί από την Key Books