Γύρω στα εξήντα σε μια ζωή γεμάτη εμπειρίες κάπου ανάμεσα στο «κλείσε δεν προλαβαίνω» και στο «έχω πολλά να κάνω ακόμα», χτύπησε το τηλέφωνο από το ιατρείο του ογκολόγου. Ήταν ένα κανονικό πρωινό με άγχος και τρέξιμο για τη δουλειά, με σακούλες κάτω από τα μάτια και μαλλιά πρόχειρα ανακατεμένα από το νερό. Είχαν αρχίσει να γκριζάρουν επικίνδυνα χάνοντας τη στιλπνότητα του σκούρου καστανού αλλά ταιριαστά με την σωματική ηλικία και τη γοητεία της γνώσης.
-Κύριε Χάρη καλημέρα, ο γιατρός Αποστόλου είμαι. Δυστυχώς δεν έχω καλά νέα!
-Καλημέρα γιατρέ, πείτε μου παρακαλώ!
-Ο καρκίνος ξέφυγε!
Έκλεισε μηχανικά το τηλέφωνο με ένα κατεπείγον απογευματινό ραντεβού στον ομιλών και το άφησε δίπλα από τη βάση με τελειωμένη μπαταρία. Δεν ήθελε να ξαναχτυπήσει ούτε να μιλήσει σε κανέναν. Μέσα του άρχισε να κατρακυλάει το συναίσθημα του φόβου σαν χείμαρρος ασυγκράτητος. Οι υποχρεώσεις στο γραφείο μικρύνανε τόσο που σχεδόν εξαφανίστηκαν. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και δεν τον ένοιαζαν οι μαύροι κύκλοι που μαρτυρούσαν τον κόπο και την κούραση. Τα είχε καταφέρει αρκετά καλά μέχρι στιγμής και ήταν ικανοποιημένος. Άνοιξε το ράδιο και έπεσε πάνω σε ένα πολύ πρόσφατο τραγούδι που έδωσε κύματα στο μουδιασμένο του μυαλό.
Advertisment
“μα εσύ είσαι ταξίδι χωρίς προορισμό…”
Χωρίς να υπάρχει καμία οφθαλμοφανή εξήγηση πήρε τη φρουτιέρα με τα μανταρίνια στην αγκαλιά και άρχισε με μανία να τα ξεφλουδίζει επιμελώς. Προσπάθησε να κρατήσει τη σάρκα ατόφια και απείραχτη από τραυματισμούς των νυχιών και καθάρισε ακόμη και τις λευκές ίνες που περιβάλουν τους μικρούς καρπούς. Δεν είχε συνέπεια αυτή η κίνηση και το συναίσθημα ήταν ελαφρώς απρόσφορο για μια τέτοια τραγική εξέλιξη. Ηρέμησε μόνο όταν καθάρισε και το τελευταίο μανταρίνι με δάκρυα στα μάτια, με φουρτούνα που πνίγει τα μεγαλύτερα καράβια.
Για πολλή ώρα άφησε ελεύθερο αυτόν τον κατακλυσμό να ξεσπάσει αποκομμένος από την εξουσία του σώματος και των κινήσεων του, αγκυλωμένος σε μια πολυθρόνα με δάχτυλα πορτοκαλί, με το δωμάτιο να μοσχομυρίζει.
Advertisment
Αποφάσισε να φτιάξει για πρώτη φορά γλυκό του κουταλιού με τα φρούτα που είχε στις παλάμες και ας μην πετύχαινε, ας μην έδενε. Αυτός θα έβαζε τα δυνατά του για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, όλο του το είναι για να καταφέρει να το σφραγίσει σε ένα βάζο όπου η ζάχαρη θα γυάλιζε και θα το διατηρούσε άψογο.
Όσο για τα φλούδια τα μάζεψε σε ένα πουγκί από αραιό υφασμένο τούλι και τα κρέμασε δίπλα στη θερμάστρα που έβγαζε ζεστό αέρα, να σκορπούν τα αιθέρια έλαια και να διώχνουν το φόβο. Μια ατμόσφαιρα που μοσχοβολάει εσπεριδοειδή δεν αφήνει το θάνατο να πλησιάσει.
«Όλα θα πάνε καλά ψέλλισε..»
- Φλούδες μανταρίνι… - 18 Νοεμβρίου 2024
- Από βδομάδα θα ενηλικιωθώ και δεν θα επαναλαμβάνω τα τραύματα μου… - 23 Σεπτεμβρίου 2024
- «Το αγέννητο παιδί μου…» - 22 Απριλίου 2024