Οι καταβολές της θεραπείας IFS
Η θεραπεία Εσωτερικών Οικογενειακών Συστημάτων (IFS) αποτελεί σύνθεση δύο ψυχοθεραπευτικών παραδειγμάτων: της πολλαπλότητας του νου, ή της θεωρίας ότι όλοι αποτελούμαστε από διαφορετικά κομμάτια, και της συστημικής θεωρίας.
Θεωρώντας ότι οι ενδοψυχικές διεργασίες συνιστούν ένα σύστημα, το IFS καλεί τους θεραπευτές να σχετιστούν με καθένα από τα επίπεδα του ανθρώπινου συστήματος –ενδοψυχικό, οικογενειακό, κοινοτικό, πολιτισμικό και κοινωνικό– μέσα από έννοιες και μεθόδους που χαρακτηρίζονται από οικολογική ευαισθησία και εστιάζουν στην κατανόηση και στον σεβασμό του δικτύου σχέσεων μεταξύ των μελών. Επίσης, η θεραπεία IFS είναι συνεργατική και ευχάριστη. Και επειδή η αντίληψή μας για τους ανθρώπους είναι ότι διαθέτουν ήδη τους εσωτερικούς πόρους που χρειάζονται και όχι ότι παρουσιάζουν σοβαρά ελλείμματα ή ασθένειες, το IFS δεν οδηγεί σε παθολογοποίηση.
Advertisment
Αντί να θεωρούμε ότι δεν διαθέτουν τους απαραίτητους ψυχικούς πόρους, υποθέτουμε ότι δεν καταφέρνουν να αξιοποιήσουν τις έμφυτες δυνάμεις τους γιατί τους περιορίζουν οι πολωμένες σχέσεις μέσα τους αλλά και με τους γύρω τους. Το μοντέλο IFS είναι σχεδιασμένο να άρει αυτούς τους περιορισμούς και ως εκ τούτου να απελευθερώσει τις δυνατότητές μας.
Οικογενειακά Συστήματα – Οικογενειακή Θεραπεία
Το 1973 σηματοδοτεί τη γέννηση του περιβαλλοντικού κινήματος και προσωπικά θυμάμαι να βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα την έμφαση που έδινε στις σχέσεις αλληλοσύνδεσης, οι οποίες αποτελούν ουσιαστικό μέρος της οικολογικής και συστημικής θεωρίας γενικά. Μελέτησα το έργο των Λούντβιχ φον Μπερταλάνφι και Γκρέγκορι Μπέιτσον, δίχως να γνωρίζω ότι πριν μερικά χρόνια οι ιδέες τους υπήρξαν πηγή έμπνευσης και για τους οικογενειακούς θεραπευτές. Όπως υποστήριζαν οι στοχαστές της συστημικής θεωρίας, μεταβολές σε μία πτυχή οποιουδήποτε συστήματος ενδέχεται να έχουν απρόβλεπτες, αθέλητες και συχνά εκτεταμένες συνέπειες στα συστήματα με τα οποία συνδέεται. Επίσης, τα συστήματα προσπαθούν να διατηρούνται σε «ομοιόσταση». Δηλαδή ένα σύστημα αντιστέκεται σε απόπειρες μεταβολής του, ιδιαίτερα όταν αυτές φαίνεται να αγνοούν το πλαίσιο εντός του οποίου μια επίμαχη συμπεριφορά φαντάζει λογική.
Πείστηκα λοιπόν ότι θα ήταν παράλογο να περιμένουμε από τα άτομα να αλλάξουν ξέχωρα από το περιβάλλον τους. Όταν άκουσα για το νεοαναπτυσσόμενο κίνημα της «κοινοτικής ψυχολογίας», που είχε ενσωματώσει ορισμένες από τις αρχές της συστημικής σκέψης, αναζήτησα κάποιο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών που να εστιάζει στην κοινότητα και βρήκα ένα κοντά μου στο Πανεπιστήμιο του Βόρειου Ιλινόι. Εκεί έμαθα τρία σημαντικά πράγματα για τον εαυτό μου αλλά και για τις επιλογές μου: (1) Ήμουν πολύ ντροπαλός για να γίνω καλός κοινοτικός οργανωτής· (2) χρειαζόταν πολύς χρόνος για να αποφέρει καρπούς η κοινοτική εργασία, κάτι που δεν μου ταίριαζε καθόλου ιδιοσυγκρασιακά· και (3) κάποιος Ερλ Γκούντμαν, που είχε έρθει πρόσφατα στο Πανεπιστήμιο του Βόρειου Ιλινόι, δίδασκε μια προσέγγιση εμπνευσμένη από τη συστημική θεωρία ονόματι οικογενειακή θεραπεία. Αυτή η προσέγγιση με προσέλκυσε ως ένα δυνητικά ταχύτερο μονοπάτι προς την αλλαγή.
Advertisment
Έγινα αμέσως μέλος μιας ολιγομελούς ομάδας φοιτητών που εφαρμόζοντας στην πράξη την οικογενειακή θεραπεία περνούσαν ώρες παρακολουθώντας οικογενειακές συνεδρίες πίσω από ένα τζάμι-καθρέφτη υπό την καθοδήγηση του Ερλ. Βρισκόμαστε στην εποχή πριν τη δημοσίευση πολλών σημαντικών θεωρητικών έργων για την οικογενειακή θεραπεία που θα έβαζαν τα θεμέλια του κλάδου, προσφέροντας θεωρητική κατεύθυνση και σαφήνεια, και ουσιαστικά προχωρούσαμε στα τυφλά, βασίζοντας τις παρεμβάσεις μας σε αφηρημένες έννοιες όπως η ομοιόσταση και η αποδιοπόμπευση. Θεωρούσαμε ότι επειδή οι γονείς δεν μπορούσαν να διαχειριστούν τα δικά τους προβλήματα, χρησιμοποιούσαν το παιδί ως αποδιοπομπαίο τράγο και πολλές φορές, ενδεχομένως υποσυνείδητα, υπονόμευαν τις απόπειρες του θεραπευτή να το βοηθήσει γιατί είχαν ανάγκη τον περισπασμό που τους πρόσφεραν τα συμπτώματά του.
Στόχος μας ήταν να βοηθήσουμε τις οικογένειες να στρέψουν την προσοχή τους από τον «προσδιοριζόμενο ως ασθενή» στον προβληματικό γάμο των γονιών, απελευθερώνοντας έτσι το παιδί από το βάρος να τους προστατέψει παρουσιάζοντας συμπτώματα.
Με τις πρώτες επιτυχίες μετατράπηκα σε φανατικό υποστηρικτή της συγκεκριμένης προσέγγισης. Αισθανθήκαμε μέρος μιας επανάστασης που συντελούνταν στην κατανόηση και αντιμετώπιση των ανθρώπινων προβλημάτων και ως εκ τούτου θεωρούσαμε τους εαυτούς μας ανώτερους από όλους τους συναδέλφους μας στον κλάδο της ψυχοθεραπείας. Μετατράπηκα σε εκνευριστικό σταυροφόρο που έσπευδε να υποδείξει στις οικογένειες πόσα λάθη έκαναν και να κονταροχτυπηθεί σε συνέδρια με τους θεραπευτές της ψυχοδυναμικής σχολής. Οι οικογένειες χρειάζονταν απλώς ξεκάθαρα όρια, όπως κανόνες για το ποιος αλληλεπιδρούσε με ποιον και με τι τρόπο, ώστε οι σχέσεις τους να μην είναι ούτε ασφυκτικές αλλά ούτε απόμακρες.
Οι γονείς έπρεπε να είναι σύμμαχοι και να έχουν τον έλεγχο. Κάθε οικογένεια είχε ανάγκη από μια ξεκάθαρη ηγετική ιεραρχία ώστε τα παιδιά να μην ανησυχούν για τους γονείς ή να μην παίρνουν το μέρος του ενός γονιού και να στρέφονται κατά του άλλου. Επιπλέον, οι αντιλήψεις κάθε μέλους της οικογένειας για τα υπόλοιπα, που προκαλούσαν τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα συμπεριφοράς και τα προβλήματα ορίων, θα άλλαζαν μόλις ο θεραπευτής «αναπλαισίωνε» τη βλαπτική ή μυστηριώδη συμπεριφορά του παιδιού ως θετική πρόθεση να προστατέψει την οικογένεια.
Για παράδειγμα, ο πατέρας φωνάζει στον γιο του γιατί είναι πολύ ντροπαλός προκαλώντας του έτσι ακόμα μεγαλύτερη ανασφάλεια. Όταν το παιδί κλείνεται περισσότερο στον εαυτό του, η αγανάκτηση του πατέρα αυξάνεται, δεν ξέρει τι άλλο να κάνει και γίνεται ακόμα πιο επικριτικός και ούτω καθεξής. Πιστεύαμε ότι η οικογενειακή δυναμική θα άλλαζε αν πείθαμε τον πατέρα ότι μέσα από την ντροπαλή συμπεριφορά και την άρνησή του να φύγει από το σπίτι ο γιος του προστάτευε τη μητέρα του από το σύνδρομο της άδειας φωλιάς.
Η αξιολόγηση των οικογενειακών σχέσεων γινόταν παρακολουθώντας τις αλληλεπιδράσεις των μελών και κάνοντας ερωτήσεις. Στόχος μας ήταν να αποκαλύψουμε τις ακολουθίες και τα μοτίβα συμπεριφοράς που προκαλούσαν τον φαύλο κύκλο, με το παιδί να συμμαχεί τις περισσότερες φορές με έναν από τους γονείς ή να επιστρατεύεται για να προστατέψει κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας. Ωστόσο, συνέβαινε και το αντίθετο: Αντί να παρουσιάζουν συναισθηματική υπερεμπλοκή, τα μέλη της οικογένειας ήταν αποκομμένα. Επίσης, όταν εντοπίζαμε δείγματα ότι οι γονείς ήταν δεσποτικοί ή παραμελούσαν τα καθήκοντά τους συστηματικά, το επισημαίναμε, τους λέγαμε να ακολουθήσουν τις οδηγίες μας και να αλλάξουν συμπεριφορά και τους βομβαρδίζαμε με αναπλαισιωμένες ερμηνείες για τη συμπεριφορά του προσδιοριζόμενου ως ασθενούς.
Αλλά από τη στιγμή που και εμείς αναζητούσαμε την παθολογία, απλώς όχι στην ψυχή αλλά στην οικογένεια, δεν διαφέραμε σε τίποτα από τους θεραπευτές που απαξιώναμε γιατί έδιναν διαγνωστικές ταμπέλες στους θεραπευόμενους. Ήμαστε οι ειδήμονες που γνώριζαν τι ακριβώς έπρεπε να κάνει η οικογένεια. Όσες οικογένειες δεν άλλαζαν σύμφωνα με τις υποδείξεις μας τις χαρακτηρίζαμε «αντιδραστικές» και ερμηνεύαμε την αντίστασή τους ως ανάγκη να μείνουν αμετακίνητοι.
Με ορισμένες οικογένειες αυτή η στάση «διάγνωσης και επιβολής» υπήρξε αρκετά αποτελεσματική, σε άλλες όμως προκαλούσε αντίδραση και μόνο βοηθητική δεν ήταν. Η «νοοτροπία του ειδήμονα» μας ωθούσε σε απόπειρες να χειραγωγήσουμε τις οικογένειες που χαρακτηρίζαμε αντιδραστικές χρησιμοποιώ- ντας «παράδοξες εντολές», λέγοντάς τους δηλαδή να συνεχίσουν να κάνουν ό,τι έκαναν με την ελπίδα ότι θα άλλαζαν συμπεριφορά από αντίδραση. Με λίγα λόγια, αντιλαμβανόμαστε τις οικογένειες ως τρομερούς αντιπάλους με τόσο ισχυρή προσκόλληση στα συμπτώματα που, για να αλλάξουν, έπρεπε οι θεραπευτές να προκαλέσουν την αλλαγή είτε μέσω του σοκ είτε μέσω της επιβολής.
Απόσπασμα από το βιβλίο “Το μεταμορφωτικό ταξίδι της θεραπείας IFS” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα. Δείτε περισσότερα εδώ