Ο ναρκισσιστής δεν βλέπει τον άλλον ως ξεχωριστό άνθρωπο αλλά ως καθρέφτη που αντανακλά τη δική του αξία

Περνάει ολόκληρη τη ζωή του προσπαθώντας απελπισμένα να αγαπηθεί, χωρίς ποτέ να καταλάβει πώς να αγαπήσει ο ίδιος.

Ο ναρκισσιστής δεν βλέπει τον άλλον ως ξεχωριστό άνθρωπο αλλά ως καθρέφτη που αντανακλά τη δική του αξία

Ίσως το πιο δύσκολο πράγμα να καταλάβουμε όταν βλέπουμε κάποιον ναρκισσιστή, είναι πως δεν μπορεί να αγαπήσει. Το ξέρουμε ενστικτωδώς, το βλέπουμε στις σχέσεις του, αλλά δυσκολευόμαστε να το πιστέψουμε. Γιατί η εικόνα που δείχνει είναι γοητευτική, έντονη, επιβλητική. Μοιάζει να θέλει, να επιθυμεί, να κατακτά. Όμως αυτό δεν είναι αγάπη. Είναι κάτι άλλο.

Η ψυχανάλυση μας δίνει έναν τρόπο να καταλάβουμε γιατί συμβαίνει αυτό.

Advertisment

Ο ναρκισσισμός, στην αρχή της ζωής, είναι απολύτως φυσιολογικός και απαραίτητος. Όλα τα βρέφη γεννιούνται με μια βαθιά αίσθηση ότι αποτελούν το κέντρο του κόσμου – και ακριβώς έτσι πρέπει να είναι. Όταν ένα βρέφος κλαίει επειδή πεινάει ή πονάει, βιώνει έναν κόσμο που υπάρχει αποκλειστικά για να ανταποκριθεί στις ανάγκες του. Αν η μητέρα* δεν σπεύσει αμέσως να το καθησυχάσει, το βρέφος πανικοβάλλεται, νιώθει εγκατάλειψη, απόλυτη απελπισία. Αυτή η αρχική φάση ναρκισσισμού είναι απαραίτητη, γιατί το παιδί χρειάζεται αυτή τη φαντασίωση παντοδυναμίας για να επιβιώσει ψυχικά και συναισθηματικά.

Σταδιακά, όμως, όπως εξήγησε ο Φρόιντ, αυτή η αρχική, φυσιολογική ναρκισσιστική αίσθηση –πρωτογενής ναρκισσισμός– πρέπει να μετασχηματιστεί. Το παιδί χρειάζεται να μάθει κάτι εξαιρετικά δύσκολο και σημαντικό: Πως δεν είναι πάντα το κέντρο του κόσμου. Πως ο άλλος δεν είναι απλώς μια προέκταση του εαυτού του, που υπάρχει για να ικανοποιεί κάθε του επιθυμία. Χρειάζεται να νιώσει και να βιώσει πως μπορεί να είναι αποδεκτό και αξιαγάπητο, ακόμα κι όταν δεν τα καταφέρνει τέλεια, ακόμα κι όταν δεν είναι πρώτο, ακόμα κι όταν απογοητεύει.

Εδώ είναι το κρίσιμο σημείο: όταν οι γονείς δεν μπορούν ή δεν θέλουν να βοηθήσουν το παιδί να κάνει αυτή τη μετάβαση, όταν η αγάπη και η αποδοχή δίνονται μόνο υπό συγκεκριμένους όρους –της επιτυχίας, της συμμόρφωσης, της ιδιαιτερότητας–, τότε το παιδί δεν καταφέρνει να ξεπεράσει ποτέ τον αρχικό ναρκισσισμό. Αντίθετα, παγιδεύεται μέσα του. Έτσι μαθαίνει πως η αξία του εξαρτάται αποκλειστικά από το πώς το βλέπουν οι άλλοι, πόσο καλά ανταποκρίνεται στις προσδοκίες τους, πόσο εντυπωσιακό είναι.

Advertisment

Η Μέλανι Κλάιν, σπουδαία ψυχαναλύτρια, μας είπε κάτι που μοιάζει δύσκολο, αλλά είναι πολύ σημαντικό: πριν μπορέσει το παιδί να αγαπήσει, βιώνει πρώτα ένα είδος πρωτόγονης επιθετικότητας, έναν θυμό απέναντι στη μητέρα που δεν ικανοποιεί αμέσως την ανάγκη του. Αυτή η επιθετικότητα εκφράζεται ως «σε μισώ γιατί σε χρειάζομαι και δεν είσαι εδώ». Αυτό δεν είναι το ενήλικο μίσος, είναι η πρώτη μορφή σχέσης, η πρώτη αναγνώριση ότι ο άλλος είναι ξεχωριστός. Με τον καιρό, το παιδί μαθαίνει πως η μητέρα που το ματαιώνει είναι και εκείνη που το αγαπά και το φροντίζει. Τότε αρχίζει και το ίδιο να αγαπά πραγματικά. Η αγάπη δεν είναι κάτι που υπάρχει από την αρχή, αλλά κάτι που το παιδί μαθαίνει σιγά σιγά και κατακτά μέσα του. Μαθαίνει να αγαπά όταν αναγνωρίζει πως ο άλλος δεν είναι μόνο πηγή ικανοποίησης αλλά και ξεχωριστό πρόσωπο, με δικές του ανάγκες και όρια. Η ικανότητα αυτή δεν γεννιέται αυτόματα· χτίζεται μέσα από εμπειρίες φροντίδας, απογοήτευσης και επανασύνδεσης.

Ο ναρκισσιστής, όμως, δεν καταφέρνει ποτέ να κάνει αυτή τη σημαντική ψυχική διαδρομή. Μέσα του κάτι μένει στάσιμο, εκεί όπου ο άλλος υπάρχει μόνο για να καλύπτει τις ανάγκες του. Δεν μαθαίνει ποτέ να αντέχει τη ματαίωση, δεν μαθαίνει ποτέ να αντέχει ότι ο άλλος είναι ξεχωριστός και διαφορετικός από τον ίδιο. Έτσι, δεν μπορεί να αγαπήσει πραγματικά.

Ο Γουίνικοτ, ένας άλλος σπουδαίος ψυχαναλυτής, περιέγραψε με μεγάλη ευαισθησία πώς ένα παιδί που δεν λαμβάνει επαρκή φροντίδα και αγάπη, δημιουργεί έναν «ψεύτικο εαυτό». Αυτή η ψεύτικη ταυτότητα είναι μια μάσκα που φοράει για να γίνεται αποδεκτό και να επιβιώνει ψυχικά. Όσο μεγαλώνει, τόσο πιο απαραίτητη γίνεται αυτή η μάσκα. Χωρίς αυτήν νιώθει κενό, άγχος, ευαλωτότητα και απόγνωση. Η ψεύτικη ταυτότητα γίνεται ο μοναδικός τρόπος να συνδέεται με τους άλλους, αλλά μέσα από αυτή τη σύνδεση δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει πραγματική αγάπη.

Ο Χάιντς Κόχουτ επίσης μας εξηγεί κάτι πολύ σημαντικό: ο ναρκισσιστής δεν βλέπει τον άλλον ως ξεχωριστό άνθρωπο με δικά του συναισθήματα και επιθυμίες, αλλά ως καθρέφτη που αντανακλά τη δική του αξία. Για τον ναρκισσιστή, οι άλλοι υπάρχουν μόνο για να τον επιβεβαιώνουν. Η αγάπη όμως απαιτεί ακριβώς το αντίθετο: απαιτεί να βλέπεις τον άλλον όπως είναι, με τις δικές του επιθυμίες, τις δικές του σκέψεις, τα δικά του συναισθήματα. Αγάπη είναι να μπορείς να αποδέχεσαι τον άλλον ακόμα κι όταν δεν σε υπηρετεί, ακόμα κι όταν δεν συμφωνεί μαζί σου.

Ο ναρκισσιστής δεν έχει αυτή την ικανότητα. Μπορεί να γοητεύει, να εντυπωσιάζει, να επιθυμεί έντονα, αλλά δεν μπορεί να αγαπήσει αληθινά, γιατί η αγάπη απαιτεί να αντέχεις τη διαφορά, τη ματαίωση, την απόσταση. Αυτά, όμως, ο ίδιος δεν έμαθε ποτέ να τα διαχειρίζεται.

Όταν καταλαβαίνουμε αυτή την ψυχική κατάσταση, τότε μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί οι σχέσεις με έναν ναρκισσιστή είναι τόσο επώδυνες και δύσκολες. Δεν είναι κακός, δεν είναι σκληρός από πρόθεση. Είναι εγκλωβισμένος σε μια ψυχική δομή που ποτέ δεν μπόρεσε να εξελιχθεί πέρα από τον φυσιολογικό, πρωταρχικό ναρκισσισμό της βρεφικής ηλικίας. Είναι ένας άνθρωπος που δεν έμαθε ποτέ να αγαπά, γιατί δεν έμαθε ποτέ να υπάρχει μέσα στη σχέση χωρίς να επιβεβαιώνεται συνεχώς η αξία του. Και αυτή είναι ίσως η πιο μεγάλη τραγωδία του.

Αυτή η ψυχαναλυτική ματιά με βοήθησε προσωπικά ως θεραπεύτρια να καταλαβαίνω καλύτερα όσους έρχονται στο γραφείο μου φορώντας μια μάσκα δύναμης και σιγουριάς, που κρύβει όμως έναν βαθιά πληγωμένο και ευάλωτο ψυχισμό. Με βοήθησε να βλέπω πίσω από την αλαζονεία και τον θυμό την τρομαγμένη παιδική ανάγκη για αποδοχή, την αγωνιώδη προσπάθεια να γίνει κάποιος ορατός και σημαντικός. Με βοήθησε να αντέχω τη σιωπή που δεν είναι αδιαφορία αλλά βαθιά απόγνωση, να αποκρυπτογραφώ την επίθεση που δεν είναι κακία αλλά φόβος, να αντέχω τη μεγαλομανία που δεν είναι ναρκισσισμός αλλά μοναξιά.

Με δίδαξε πως πίσω από κάθε άνθρωπο που δεν μπορεί να αγαπήσει υπάρχει ένα παιδί που δεν αγαπήθηκε ποτέ επαρκώς, που δεν είδε ποτέ το βλέμμα των γονιών του να φωτίζεται από αποδοχή χωρίς όρους, που δεν ένιωσε ποτέ ότι μπορεί να είναι αρκετό απλώς επειδή υπάρχει. Ο ναρκισσιστής δεν αγαπά, όχι επειδή δεν το επιθυμεί ή επειδή δεν το χρειάζεται. Δεν αγαπά επειδή δεν έμαθε ποτέ πώς να το κάνει. Και αυτό είναι το τραγικό: περνάει ολόκληρη τη ζωή του προσπαθώντας απελπισμένα να αγαπηθεί, χωρίς ποτέ να καταλάβει πώς να αγαπήσει ο ίδιος. Και ίσως το πιο επώδυνο από όλα είναι πως, μέσα από αυτή την άγνοια, καταλήγει να πληγώνει βαθιά τόσο τους άλλους όσο και τον ίδιο του τον εαυτό.

Κυρίως, όμως, η οπτική αυτή με βοήθησε να καταλάβω κάτι κρίσιμο για τους ανθρώπους που βρίσκονται δίπλα σε έναν ναρκισσιστή – είτε είναι σύντροφοι, φίλοι, παιδιά είτε γονείς: Όσο κι αν προσπαθήσουν, δεν θα καταφέρουν ποτέ να τον κάνουν να αγαπήσει. Όχι επειδή δεν αξίζουν την αγάπη του ούτε επειδή δεν προσπάθησαν αρκετά. Αλλά επειδή η αγάπη, για να υπάρξει, απαιτεί την ικανότητα του άλλου να αντέξει την απόσταση, τη διαφορετικότητα, τη ματαίωση, τη μοναξιά – κάτι που ο ναρκισσιστής δεν έμαθε ποτέ.

Ο ναρκισσιστής δεν μπορεί να αγαπήσει, γιατί κάθε φορά που ο άλλος σταματά να καθρεφτίζει τις ανάγκες του, γίνεται απειλητικός. Γίνεται η υπενθύμιση της δικής του ευαλωτότητας. Κι αυτό είναι κάτι που ο ναρκισσιστής δεν αντέχει – δεν έμαθε ποτέ να το αντέχει.

Όσοι τον αγαπούν ή τον φροντίζουν, επομένως, είναι σημαντικό να καταλάβουν ότι αυτή η ανικανότητα για αγάπη δεν είναι δική τους ευθύνη. Δεν είναι κάτι που μπορούν να αλλάξουν, όση αγάπη κι αν προσφέρουν. Γιατί ο ναρκισσιστής μπορεί να αλλάξει μόνο αν το αποφασίσει ο ίδιος, μέσα από έναν δύσκολο και συχνά επώδυνο δρόμο ψυχοθεραπευτικής αναζήτησης και εσωτερικής αναγνώρισης.

Αυτή η συνειδητοποίηση δεν είναι απλώς θεραπευτική. Είναι απελευθερωτική. Όχι μόνο για εκείνον που δεν έμαθε να αγαπά, αλλά και για εκείνους που προσπαθούν μάταια να κερδίσουν μια αγάπη που δεν μπορεί να δοθεί. Γιατί η πραγματική αγάπη ξεκινά από την αποδοχή πως υπάρχουν όρια στο τι μπορούμε να δώσουμε και στο τι μπορούμε να ζητήσουμε από τον άλλον. Και αυτά τα όρια, όσο επώδυνα κι αν μοιάζουν, είναι απαραίτητα για κάθε αυθεντική ανθρώπινη σχέση.

Απόσπασμα από το βιβλίο “Το άγγιγμα του Νάρκισσου” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα. Δείτε περισσότερα εδώ.

Λάβετε καθημερινά τα άρθρα μας στο e-mail σας

Σχετικά θέματα

repression of emotions
dark night of the soul
Κανένας δρόμος δεν εγγυάται πού θα σε οδηγήσει. Το μόνο που μπορείς να εγγυηθείς είναι τον τρόπο που θα τον περπατήσεις
H ευγνωμοσύνη άνευ όρων αλλάζει τη σχέση σου με τη ζωή

Πρόσφατα Άρθρα

Εναλλακτική Δράση