Συνήθως πιστεύουμε πως ο έρωτας είναι θέμα τύχης. Πως όλα εξαρτώνται από τη σύμπτωση, τη χημεία, από μια ανεξήγητη έλξη. Κι όμως, αν σκύψουμε λίγο πιο βαθιά μέσα μας, αν δούμε πέρα από την επιθυμία, θα αρχίσουμε να διακρίνουμε κάτι βαθύτερο. Θα δούμε ότι ο τρόπος που ερωτευόμαστε, οι άνθρωποι που μας ελκύουν και ελκύουμε, λένε κάτι για τον τρόπο που σχετιζόμαστε με τον εαυτό μας.
Οι επιλογές που κάνουμε, μιλούν για τη σχέση που έχουμε με εμάς τους ίδιους. Και όσο κι αν μοιάζει τυχαίο, συνήθως είναι καθρέφτης του ποιοι ότι είμαστε, της αντίληψης δηλαδή που έχουμε για τον εαυτό μας τη δεδομένη στιγμή.
Advertisment
Το εσωτερικό σενάριο
Καθώς μεγαλώνουμε, μαθαίνουμε να υπάρχουμε μέσα στον κόσμο όχι μόνο μέσα από τις λέξεις που ακούσαμε, αλλά και από όσα δεν ειπώθηκαν ποτέ.
Από τα βλέμματα που απέφυγαν τα δικά μας, από τη ζεστασιά που δεν κράτησε όσο την είχαμε ανάγκη, από τις φορές που νιώσαμε πολλά, αλλά δεν τα εκφράσουμε.
Αυτά τα μηνύματα —είτε ειπώθηκαν φωναχτά είτε όχι— διαμορφώνουν ένα εσωτερικό σενάριο, μια αόρατη αφήγηση για το ποιοι είμαστε και τι μπορούμε να περιμένουμε από τους άλλους.
Η ψυχολογία το ονομάζει πρώιμο εσωτερικό μοντέλο σχέσης (internal working model), όπως το περιέγραψε ο John Bowlby στη θεωρία του δεσμού. Στην ουσία, είναι η πρώτη μας ιδέα για το αν είμαστε άξιοι φροντίδας και τι πρέπει να κάνουμε για να την κερδίσουμε.
Αν μάθαμε ότι η αγάπη δεν είναι δεδομένη, αλλά εξαρτάται από την επίδοσή μας, τότε ίσως μεγαλώσαμε με την αίσθηση ότι πρέπει να προσπαθούμε πολύ για να μην απορριφθούμε. Αν, αντί για επιβεβαίωση, εισπράξαμε αποστασιοποίηση ή υπερβολική αυστηρότητα, μπορεί να πιστέψαμε ότι η αγάπη έρχεται μόνο όταν την κερδίζεις κι όχι όταν την ζητάς γιατί την έχεις ανάγκη.
Advertisment
Αυτή η αφήγηση – όσο ασυνείδητη κι αν είναι- μένει ζωντανή μέσα μας. Και συχνά όταν ερωτευόμαστε, δεν επιλέγουμε ελεύθερα· επιλέγουμε μέσα από αυτή την παλιά αφήγηση, που συνεχίζει να καθορίζει τι αναγνωρίζουμε ως “φυσιολογικό” ή “επιθυμητό”.
Οι σχέσεις ως καθρέφτης
Όταν μπαίνουμε σε μια σχέση, φέρνουμε μαζί μας ιστορίες. Όχι απαραίτητα τραυματικές, αλλά ιστορίες για το τι σημαίνει να με αγαπούν, πόσο χώρο δικαιούμαι να πιάνω, πόσο εύκολο είναι να με αφήσουν.
Κουβαλάμε μια εσωτερική εικόνα για το πώς είναι να συνδεόμαστε. Και αυτή η εικόνα – αν δεν την έχουμε δουλέψει – δεν είναι φτιαγμένη από την επιθυμία μας, αλλά από την εμπειρία μας.
Η ψυχολογία περιγράφει αυτό το φαινόμενο ως μεταβίβαση (transference): χωρίς να το καταλαβαίνουμε, προβάλλουμε στον άλλον κομμάτια από προηγούμενες σχέσεις, κυρίως από τα παιδικά μας χρόνια. Δεν ερωτευόμαστε μόνο έναν άνθρωπο. Ερωτευόμαστε το ρόλο που μπορεί να παίξει μέσα στο δικό μας σενάριο, είτε για να το επιβεβαιώσει, είτε —αν είμαστε τυχεροί και έτοιμοι— για να το αλλάξει.
Έτσι, δεν βλέπουμε τον άλλον όπως πραγματικά είναι, αλλά όπως μάθαμε να ερμηνεύουμε την αγάπη. Αν μέσα μας υπάρχει η πεποίθηση πως πρέπει να προσπαθούμε για να αξίζουμε, τότε ίσως ελκυόμαστε από εκείνους που μας κρατούν σε απόσταση. Μπορεί να μην μας αρέσει ο πόνος, αλλά εκεί, μέσα στον αγώνα, νιώθουμε ότι αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας.
Όπως έχει δείξει η θεωρία της αυτοεκπληρούμενης προσδοκίας (self-fulfilling prophecy), όταν πιστεύουμε κάτι για εμάς ή για τις σχέσεις, τείνουμε να συμπεριφερόμαστε με τρόπους που τελικά επιβεβαιώνουν αυτή την πίστη. Αν βαθιά μέσα μας πιστεύουμε πως η εγγύτητα οδηγεί στην απόρριψη, μπορεί ασυνείδητα, να διαλέγουμε ανθρώπους που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να δεσμευτούν.
Αυτό δεν είναι συνειδητή επιλογή. Είναι ψυχική επανάληψη.
Η αγάπη που επαναλαμβάνει ή εξελίσσει
Μερικές φορές, αναζητούμε στον έρωτα ένα καινούργιο τέλος για μια παλιά ιστορία. Μπαίνουμε σε σχέσεις που μοιάζουν με παλιές πληγές, ελπίζοντας πως αυτή τη φορά θα εξελιχθούν αλλιώς. Κι αν δεν έχουμε δει το μοτίβο, μπορεί να πιστέψουμε πως είμαστε απλώς άτυχοι.
Αλλά ο έρωτας δεν είναι ο τόπος για να ξαναγράψουμε το παρελθόν. Δεν μπορεί να διορθώσει όσα δεν μπορέσαμε να πάρουμε τότε. Δεν μπορεί να αποδείξει την αξία μας — μόνο να την αντικατοπτρίσει, όταν την έχουμε ήδη αναγνωρίσει μέσα μας.
Δεν μας θεραπεύει η σχέση. Μας θεραπεύει το πώς σχετιζόμαστε με τον εαυτό μας μέσα σε αυτή. Γιατί από εκεί ξεκινά το πόσο χώρο δίνουμε, πόσο χώρο ζητάμε και ποια είναι τα όρια που θέτουμε.
Η αλλαγή ξεκινά από μέσα μας
Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να γίνουμε «τέλειοι» για να αγαπήσουμε ή να αγαπηθούμε. Όχι. Αλλά χρειάζεται να αναγνωρίσουμε από πού ξεκινά η επιθυμία μας, και πού καταλήγει. Αν προέρχεται από έλλειψη, από φόβο, από ανάγκη επιβεβαίωσης — τότε ίσως αναζητούμε στον άλλον αυτό που δεν έχουμε τολμήσει να χτίσουμε μέσα μας.
Η σύγχρονη γνωσιακή θεωρία το λέει ξεκάθαρα: τα γνωστικά σχήματα (schemas), δηλαδή οι βαθιές πεποιθήσεις που σχηματίζονται στην παιδική ηλικία για την αξία, την αποδοχή και την ασφάλεια, καθορίζουν το πώς σχετιζόμαστε στην ενήλικη ζωή.
Αν μέσα μας κουβαλάμε την πεποίθηση ότι είμαστε “υπερβολικοί”, “λίγοι”, “βάρος” ή “ανεπαρκείς”, αυτή η πεποίθηση δεν μένει στο μυαλό μας. Διαρρέει στον τρόπο που σχετιζόμαστε. Γίνεται τρόπος διεκδίκησης, υποχώρησης, σιωπής ή αντοχής σε όσα δεν μας ταιριάζουν.
Η αλλαγή δεν έρχεται με έναν μεγάλο έρωτα, ούτε με μια απόφαση της στιγμής.
Έρχεται σιγά-σιγά, όταν αρχίζουμε να ξεχωρίζουμε τις δικές μας ανάγκες από τις φωνές που κάποτε μας διαμόρφωσαν. Όταν ακούμε πιο καθαρά τον εαυτό μας.
Και τότε, κάτι μετακινείται. Ίσως δεν αλλάζει αμέσως το ποιον ερωτευόμαστε, αλλάζει όμως το γιατί τον ερωτευόμαστε. Και κυρίως, το πώς επιλέγουμε να μείνουμε ή να φύγουμε.
Ο έρωτας ως αντανάκλαση της σχέσης με τον εαυτό μας
Μπορούμε να δούμε κάθε σχέση όχι σαν αποτυχία ή επιτυχία, αλλά σαν κάτοπτρο που μας δείχνει πού στεκόμαστε σε σχέση με εμάς τους ίδιους.
Αν παρατηρήσουμε με ειλικρίνεια ποιον διεκδικούμε και γιατί, ίσως δούμε πίσω από την επιθυμία ένα παλιό ερώτημα που ακόμα δεν έχει απαντηθεί:
Είμαι αρκετός, όπως είμαι;
Και όσο περισσότερο πλησιάζουμε προς μια ειλικρινή καταφατική απάντηση, τόσο πιο ελεύθεροι γινόμαστε να συνδεθούμε με τρόπους που δεν επαναλαμβάνουν τον πόνο.
Κάθε σχέση που έχουμε, είναι ένας καμβάς. Κι αυτό που ζωγραφίζουμε επάνω του είναι η αντίληψη που έχουμε για την αξία μας.
Πηγές
- John Bowlby — Attachment and Loss, Volume 1: Attachment (Basic Books, 1969)
- Robert K. Merton — The Self‑Fulfilling Prophecy, The Antioch Review, Vol. 8 (2), 1948, pp. 193‑210
- Judith S. Beck — Cognitive Behavior Therapy: Basics and Beyond (The Guilford Press)

































