Η αναπνοή θεωρείται παραδοσιακά ως μια αυτόματη διαδικασία που ελέγχεται από τον εγκέφαλο και συγκεκριμένα από το εγκεφαλικό στέλεχος που είναι υπεύθυνο για τέτοιες απαραίτητες για τη ζωή λειτουργίες, όπως ο καρδιακός παλμός και ο κιρκάδιος ρυθμός. Αλλά πρόσφατες έρευνες, που περιλαμβάνουν την καταγραφή εγκεφαλικών δεδομένων ασθενών κατά τη διάρκεια χειρουργείου, δείχνουν ότι η αναπνοή έχει τη δύναμη να αλλάξει τον εγκέφαλο.
Με απλά λόγια, οι αλλαγές στην αναπνοή – για παράδειγμα, η αναπνοή σε διαφορετικό ρυθμό ή η συγκέντρωση της προσοχής σε αυτή – έχει αποδειχθεί ότι χρειάζεται την εμπλοκή διαφορετικών δομών του εγκεφάλου. Η ικανότητα των ανθρώπων να ελέγχουν και να ρυθμίζουν τον εγκέφαλό τους είναι μοναδική: για παράδειγμα ελέγχουμε τα συναισθήματά μας, αποφασίζουμε να μείνουμε ξύπνιοι ενώ είμαστε κουρασμένοι ή καταπιέζουμε σκέψεις.
Advertisment
Αυτές οι ικανότητες δεν είναι κρίσιμης σημασίας και δεν τις μοιραζόμαστε με τα περισσότερα ζώα. Η αναπνοή είναι κάτι παρόμοιο: τα ζώα δεν αλλάζουν ηθελημένα την ταχύτητα της αναπνοής τους• αυτή αλλάζει μόνο ως απόκριση σε κινήσεις όπως το τρέξιμο και η ανάπαυση.
Οι επιστήμονες, λοιπόν, αναρωτήθηκαν: γιατί οι άνθρωποι έχουν αυτή τη δυνατότητα και πώς αποκτούμε πρόσβαση σε μέρη του εγκεφάλου που δεν βρίσκονται συνήθως υπό τον έλεγχο του συνειδητού; Επιπλέον, υπάρχει κάποιο όφελος από αυτό τον έλεγχο; Και δεδομένου του γεγονότος ότι πολλές θεραπείες – η γνωστική συμπεριφορική, η θεραπεία τραύματος και άλλου τύπου πνευματικές ασκήσεις – περιέχουν την εστίαση και ρύθμιση της αναπνοής, μήπως τελικά αυτή η ικανότητα έχει εξαιρετικά χρήσιμες επιδράσεις στη συμπεριφορά;
Η παρούσα, λοιπόν, έρευνα δείχνει ότι αυτή η ικανότητα ηθελημένης ρύθμισης της αναπνοής προκαλεί επιπλέον πρόσβαση και συγχρονισμό ανάμεσα σε εγκεφαλικές περιοχές. Κι αυτές οι γνώσεις μπορούν να μας βοηθήσουν να αποκτήσουμε μεγαλύτερο συναισθηματικό έλεγχο, συγκέντρωση και γαλήνη.
Advertisment
Η έρευνα διεξήχθη από τους Dr. Jose Herrero και Dr. Ashesh Mehta (νευροχειρούργοι στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Long Island). Αρχικά, παρατήρησαν την εγκεφαλική δραστηριότητα των ασθενών όταν εκείνοι ανέπνεαν κανονικά. Στη συνέχεια, οι ασθενείς έκαναν μια εργασία περισπασμού: πατούσαν ένα κουμπί όταν παρουσιάζονταν κύκλοι στην οθόνη ενός υπολογιστή. Έτσι, οι ερευνητές μπορούσαν να παρατηρήσουν τι συνέβαινε όταν οι άνθρωποι ανέπνεαν φυσικά και δεν εστίαζαν στην αναπνοή.
Μετά από αυτό, ζητήθηκε από τους ασθενείς να αυξήσουν συνειδητά το ρυθμό αναπνοής και να μετρούν τις αναπνοές τους. Όταν αυτή άλλαζε με τις ασκήσεις, άλλαζε επίσης και ο εγκέφαλος. Συγκεκριμένα, η ρύθμιση της αναπνοής ενεργοποιούσε διαφορετικά σημεία του εγκεφάλου, με αλληλοεπικάλυψη περιοχών που εμπλέκονται τόσο στην αυτόματη, όσο και στην ηθελημένη αναπνοή.
Τα ευρήματα παρέχουν ισχυρή στήριξη των συμβουλών που εδώ και αιώνες δίνονται στους ανθρώπους: κατά τη διάρκεια στρες, ή όταν απαιτείται υψηλή συγκέντρωση, η εστίαση στην αναπνοή ή παρόμοιες ασκήσεις μπορούν πράγματι να μεταβάλουν την εγκεφαλική λειτουργία. Κι αυτό έχει εφαρμογή σε διάφορα επαγγέλματα, όπως στους αθλητές, οι οποίοι, είναι γνωστό ότι χρησιμοποιούν την αναπνοή για να βελτιώσουν την επίδοσή τους.
Συνεπώς, η φράση «πάρε μια βαθιά ανάσα» δεν είναι καθόλου απλά ένας κλισέ τρόπος αντίδρασης. Οι ασκήσεις εκούσιας αναπνοής φαίνεται να αλλάζουν τη σύνδεση ανάμεσα σε δομές του εγκεφάλου και επιτρέπουν πρόσβαση σε εσωτερικές λειτουργίες που φυσιολογικά δεν είναι προσβάσιμες.
Photo: Author/Depositphotos
[toggle title="Πηγές"]
https://www.physiology.org/doi/full/10.1152/jn.00551.2017
[/toggle]