Ξαναβρίσκουμε εδώ όλη την σύλληψη της έννοιας του ανθρώπου, της οποίας πρέπει να υπενθυμίσουμε τις βασικές γραμμές. Ο άνθρωπος είναι ζωντανός και συνεπώς υποταγμένος σε μερικούς εξαναγκασμούς, πού απορρέουν από τη βιολογική του υπόσταση, ‘Αλλά δεν είναι ζωντανός όπως τα άλλα όντα. Διαφέρει από τα άλλα ζώα, με μια πιο μεγάλη και συνεχή ελαστικότητα, τείνει προς το «νέο, ή προς την διαρκή νεότητα. Μέσα στα όρια και στις προϋποθέσεις της φύσεως μας, η Ελευθερία μας παραμένει ακέραια. Αυτή είναι όλη ή διαφορά μεταξύ του ένστικτου και αυτού που στον άνθρωπο είναι ή παρόρμηση. Η παρόρμηση δεν προϋποθέτει προγραμματισμό, αναφορικά με το αντικείμενο. Ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος να είναι ή να μην είναι το θέατρο ενός ορισμένου αριθμού παρορμήσεων, αλλά είναι ελεύθερος «να επιλέξει το αντικείμενο προς το όποιο θα ενεργοποιηθούν οι παρορμήσεις του.
Αν «κληρονομήσουμε» ένα σωρό από τούβλα, μπορούμε, μ’ αυτά τα τούβλα, να κτίσουμε αυτό πού θέλουμε. Το μόνο πού δεν μπορούμε να κάνουμε είναι να τα μεταμορφώσουμε σε πέτρες ή σε μάρμαρα. Είναι ακριβώς το ίδιο αυτό πού συμβαίνει με το γενετικό απόθεμα του ανθρώπου. “Έτσι, ό άνθρωπος μπορεί πάντα να αυτοαμφισβητείται. Δεν «είναι». Γίνεται. Είναι πάντα ατελείωτος. Δεν δημιουργείται μια και καλή. Συνεχίζει συνεχώς να δημιουργεί τον εαυτό του. Αυτό είναι το μυστικό της υπεροχής του αλλά και της μεγαλύτερης ευθραυστότητας του. Μπορεί, κάθε στιγμή, να χάσει τον ανθρωπισμό του κατά τον ίδιο τρόπο πού μπορεί να προικισθεί με υπερανθρωπισμό. Το ίδιο συμβαίνει και με τα συλλογικά κεκτημένα. Σε κάβε γενεά ή κληρονομιά μπορεί να αμφισβητηθεί. Μπορεί κι αυτός πάντα να χάση τον εαυτό του, ή να τον υπερβεί.
Advertisment
Ό άνθρωπος κτίζεται. Κτίζει τον εαυτό του διά μέσου ενός αύτοεξαναγκασμού, παίρνοντας τον έαυτό του γιά άντικείμενό του, ιδρύοντας μέσα του «δίκτυα συνηθειών» χάρις στον καθορισμό αντικειμενικών σκοπών και αρχών, συνδεδεμένων με την ιδέα πού ο Ίδιος έχει για τον εαυτό του. Ο υπεράνθρωπος δεν είναι ένας «υπεράνθρωπος» με χοντρούς μυς και μεγάλο δείκτη νοημοσύνης, ούτε ένα «νέο στάδιο της εξελίξεως», αλλά αυτός πού αυτοτοποθετείται στην «ηρωική» θέση να υπερβεί τον εαυτό του, ιδρύοντας ένα νέο τύπο, σύμφωνα με κανόνες πού είναι δικοί του.
Είναι καλό, αυτό πού μας επιτρέπει να κτιζόμαστε, σύμφωνα με κανόνες πού καθορίσαμε στον εαυτό μας, κακό, αυτό πού μας αποσυνθέτει αναφορικά προς τούς κανόνες αυτούς. Αυτό ισχύει τόσο για τα άτομα, όσο και για τις κοινωνίες…. Στη δράση αυτή, η χαρά προέρχεται από το ότι φθάνει κανείς στο σκοπό πού έβαλε (και συνάμα ότι βλέπει ν’ αποκαλύπτεται ένας άλλος σκοπός στον ορίζοντα της θελήσεως) και όχι από το ότι έφθασε στο σκοπό του. Είναι γνωστό το γνωμικό: «Το κυνήγι αξίζει περισσότερο από το θήραμα». Δεν σημαίνει ότι πρέπει κανείς να περιφρονήσει το θήραμα, αλλά ότι πρέπει πρώτα να θέλει να κυνηγήσει και ότι το θήραμα έρχεται. Η επιπλέον ικανοποίηση και δυσαρέσκεια είναι μόνο συνέπειες. Η ικανοποίηση, όπως και ή δυσαρέσκεια, προστίθενται στη δράση, δεν είναι το κίνητρο: είναι το Αποτέλεσμα, όχι ή αιτία. Αυτή είναι όλη ή διαφορά μεταξύ της θελήσεως και του πόθου: με κίνητρο ένα πόθο, γινόμαστε δούλοι του, ενώ αν το ελατήριο της δράσεως είναι πρώτα στην θέληση (η οποία με την σειρά της είναι αιτία του εαυτού της), τότε είμαστε κύριοι της. Η «διαλεκτική του κυρίου και του δούλου» αρχίζει έτσι «στο σπίτι». Είμαστε συγχρόνως ο κύριός μας και ο δούλος μας.
Η παρακμή αρχίζει όταν θεωρήσει κανείς ότι αυτό πού ήταν η συνέπεια της δράσεως, μπορεί νόμιμα να γίνει ή αιτία. Πράγματι, από την στιγμή πού καθιστά κανείς την ικανοποίηση ύψιστη άξια, δικαιολογεί προκαταβολικά όλα όσα θα επιτρέψουν να την αποκτήσει. Δεν θέλει κανείς πια, παρά υπό τον όρο ν’ αποκτήσει ευχάριστα πράγματα, όλο και περισσότερα (αρχή της ηδονής). Σε λίγο, ή συμπεριφορά αυτή καταλήγει στην καταστροφή της εσωτερικής προσωπικότητας. Βλέπει κανείς έτσι πόσο η ανάγκη της προσπάθειας διαφέρει από την εργασία, έστω κι αν αυτή είναι ή πιο συνηθισμένη μορφή. Η φιλελεύθερη «ηθική», όπως και ή μαρξιστική «ηθική», ισχυρίζονται ότι ο άνθρωπος θα είναι τόσο πιο ελεύθερος, όσο θα είναι λιγότερο εξαναγκασμένος να εργάζεται. Στην πραγματικότητα, ακόμη κι αν ή εργασία (με την συνηθισμένη έννοια) γινόταν άχρηστη, θα υπήρχε πάντα για τον άνθρωπο η ανάγκη να κτίζει τον εαυτό του, να τον μορφοποιεί με μια θέληση εξαναγκασμού στον εαυτό του, πού είναι γεννήτορας προσπάθειας
Αλαίν Ντε Μπενουά, “Οι Ιδέες στα Ορθά” σελ. 54-46
Advertisment