Το φθινόπωρο, η εποχή με τα ωραιότερα χρώματα είναι εδώ! Χωρίς κανένα ίχνος μελαγχολίας, πεσιμισμού ή θλίψης ας το υποδεχτούμε με αισιοδοξία μέσα από την ομορφιά της τέχνης και ειδικότερα της ποίησης. Ακολουθούν πέντε ποιήματα για το βασιλιά των χρωμάτων: το φθινόπωρο.
Κική Δημουλά: «Οι αποδημητικές καλημέρες»
Advertisment
(Σε πολυτονική γραφή)
Ἄρχισε ψύχρα.
Τὸ γύρισε ὁ καιρὸς σὲ ἀναχώρηση.
Ἡ πρώτη μέρα τοῦ Σεπτέμβρη
ξοδεύτηκε σὲ κάποια ὑδρορροή.
Ὡς χθὲς ἀκόμα ὅλα ἔρχονταν.
Ζέστες, ἡ διάθεση γιὰ φῶς,
λόγια, πουλιά,
πλαστογραφία ζωῆς.
Γονιμοποιοῦνταν κάθε βράδυ τὰ φεγγάρια,
πολλοὶ διάττοντες ἔρωτες
ᾖρθαν στὸν κόσμο τὸν περασμένο μήνα.
Τώρα ἡ γνωστὴ ψύχρα
κι ὅλα νὰ φεύγουν.
Ζέστες, πουλιά, ἡ διάθεση γιὰ φῶς.
Φεύγουν τὰ πουλιά, ἀκολουθοῦν τὰ λόγια
ἡ μία ἐρήμωση τραβάει πίσω τῆς τὴν ἄλλη
μὲ λύπη αὐτοδίδακτη.
Ἤδη ἀποσυνδέθηκε τὸ φῶς ἀπὸ τὴν ἐπανάπαυση
κι ἀπὸ τὶς καλημέρες σου.
Τὰ παράθυρα ἐνδίδουν.
Τὸ χέρι τοῦ μεταβλητοῦ κλείνει τὰ τζάμια,
ἄλλοι λὲν ὡς τὴν ἄνοιξη,
ἄλλοι φοβοῦνται διὰ βίου.
Κι ἐσὺ τί κάθεσαι;
Καιρὸς νὰ μπεῖς κι ἐσὺ στὰ ἀλλαγμένα.
Νὰ γίνεις ὅτι ἀναρωτιόμουν πέρυσι:
«ποιὸς ξέρει τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο;».
Καιρὸς νὰ γίνεις «τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο».
Ἄρχισε ψύχρα.
Ρῖξε στὴν πλάτη σου ἕνα ροῦχο ἀποδημίας.
Οδυσσέας Ελύτης: «Σποράδες Ελένη»
Advertisment
Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός
Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μας
Κι είμαστε – σαν να πέρασε μέσα μας η ομίχλη –
Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου.
Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούρια οδύνη
Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ υπάρχεις
Μια που υπάρχει αλλού ένας άνεμος για να σε ζήσει ολάκερη
Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελπίδα μας
Μια που υπάρχει αλλού
Καταπράσινη πεδιάδα πέρ’ από το γέλιο σου ως τον ήλιο
Λέγοντας του εμπιστευτικά πώς θα ξανασυνατηθούμε πάλι
Όχι δεν είναι ο θάνατός που θ’ αντιμετωπίσουμε
Παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής
Ένα θολό συναίσθημα
Η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μες στις ψυχές μας που όσο παν
Κι απομακρύνονται
Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας
Κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου
Το φως στον άσπιλο ουρανό
Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική
Διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο ακόμα
Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπωρινού ο χωρισμός
Το πικρό στήριγμα του αγκώνα στη ανάμνηση
Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως
Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη
Που δε βλέπει τίποτε
Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύπημα
Του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο
Γιατί έγινε κιόλας
Ποίημα στίχος μ’ άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή δάκρυα
Και λόγια
Λόγια όχι σαν τα’ άλλα μα κι αυτά μ’ ένα μοναδικό τους προορισμόν: Εσένα!
Μίλτος Σαχτούρης: «Φθινόπωρο»
Τί γυρεύει το κορίτσι στο σκοτάδι της καρέκλας;
Γρήγορα καθώς νυχτώνει το φθινόπωρο
γδύνεται με σύννεφα μπροστά στα μάτια
με τη βροχή μες στο κεφάλι με τη βελόνα στην καρδιά
βγάζει τις κάλτσες βγάζει τα λουλούδια πετάει το φωτοστέφανο
έξω τα φύλλα του καιρού βάφονται μες στο αίμα
Γιάννης Καρατζόγλου: «Φθινόπωρο»
Φθινόπωρο. Τα φύλλα πέφτουν.
Δηλαδή, πάντα τα φύλλα πέφτανε τούτη την εποχή,
οι μέρες μικρές, το φως λιγοστεύει, πρωί σκοτάδι ακόμη,
αρνιέσαι να φορέσεις μάλλινα, ελπίζεις σε μέρες γλυκές,
αλλά, φθινόπωρο. Τα φύλλα πάντα πέφτουν.
Αδήριτα φθινόπωρο. Κι αν δεν το λέγανε οι όψεις και τα χρώματα
το λέει το βάσανο της καθημερινής επιστροφής στα περασμένα
τους μίτους που πας να διασώσεις κι αυτοί ξεφτίζουν βαθμιαία
πέφτοντας με τις γκρι βροχές σε λασπωμένες μνήμες.
Φθινόπωρο. Τα φύλλα πέφτουν. Σαπίζουνε τα φύλλα
στις μακρινές αλέες των βόρειων πόλεων που συνήθισες
κι ένας κρύος αέρας τα παρασέρνει στα χαντάκια.
Φθινοπωριάζει. Η λέξη αγάπη σε έκπτωση.
Το μόνο μέλλον σου, χειμώνας.
Jacques Prévert: «Τα νεκρά φύλλα»
Ω, θα ’θελα τόσο πολύ να θυμάσαι
τις ευτυχισμένες μέρες που ήμασταν φίλοι.
Εκείνο τον καιρό η ζωή ήταν πιο όμορφη
κι ο ήλιος πιο καυτός από σήμερα.
Τα νεκρά φύλλα μαζεύονται με το φτυάρι,
βλέπεις, δεν ξέχασα,
τα νεκρά φύλλα μαζεύονται με το φτυάρι,
κι οι αναμνήσεις κι οι λύπες επίσης.
Κι ο Βοριάς τα παρασύρει
μέσα στην παγωμένη νύχτα της λήθης.
Βλέπεις, δεν ξέχασα
το τραγούδι που μου τραγουδούσες.
Είναι ένα τραγούδι που μας μοιάζει,
εσύ μ’ αγαπούσες κι εγώ σ’ αγαπούσα,
και ζούσαμε μαζί οι δυο μας,
εσύ που μ’ αγαπούσες, εγώ που σ’ αγαπούσα.
Αλλά η ζωή χωρίζει αυτούς που αγαπιούνται,
τόσο γλυκά, δίχως να κάνει θόρυβο,
και η θάλασσα σβήνει πάνω στην άμμο
τα βήματα των εραστών που χώρισαν…