Ο Βίκτωρ ήταν ένας πολύ επιτυχημένος επαγγελματίας που είχε δική του αλυσίδα καταστημάτων γυναικείας μόδας. Είχε σπίτια σε δυο χώρες, έκανε συλλογή από αυτοκίνητα αντίκες και ταξίδευε τακτικά. Φαινόταν ότι ζούσε την τέλεια ζωή. “Νόμιζα ότι η σκληρή δουλειά και η αφοσίωση ήταν όλη η υπόθεση. Ήμουνα πολύ τυχερός οικονομικά και νόμιζα ότι ήξερα τα πάντα για την αφθονία. Δεν ήταν αλήθεια.
Εντούτοις, έχω μια καλύτερη ιδέα τώρα.” Συνέχισε λέγοντας για τους δίδυμους γιους του,που ήταν 25 ετών. “Ήμουνα πολύ σκληρός μαζί τους από την αρχή. Έπρεπε να δουλέψω σκληρά όταν ήμουνα νέος και πίστευα ότι έπρεπε να κάνουν το ίδιο. Δυστυχώς,τίποτα από ότι έκαναν δεν ήταν αρκετά καλό για μένα. Είχα ξεχάσει ότι ήταν μόνο παιδιά. Τους έδωσα όλα τα υλικά αγαθά που μπορείτε ποτέ να ονειρευτείτε, αλλά δεν τους έδωσα ποτέ αυτό που πραγματικά είχαν ανάγκη,την αγάπη μου.” Ο Βίκτωρ φαινόταν έτοιμος να κλάψει, αλλά κατάπινε και συνέχιζε να μιλάει. “Η Κάθυ μού το έλεγε συνεχώς,αλλά εγώ ήξερα καλύτερα.
Advertisment
Έξι χρόνια πριν, μετά τα Χριστούγεννα, ο Ντέιβ και ο Τζοελ εξαφανίστηκαν. Σπούδαζαν και οι δυο σε κολλέγιο και διέμεναν μαζί μας στο σπίτι. Τη μια νύχτα ήταν σπίτι,το επόμενο πρωί είχανε φύγει. Είχαν κρατήσει επαφή με την Κάθυ, έτσι ξέραμε ότι ήταν καλά. Είχαν φύγει, γιατί δεν τους αγαπούσα”. Αυτή τη φορά, ο Βίκτωρ λύγισε και χρειάστηκε μερικά λεπτά πριν να μπορέσει να συνεχίσει. “Βέβαια τους αγαπούσα. Σήμαιναν τα πάντα για μένα..! Αλλά,ξέρετε, έψαξα στο μυαλό μου και δεν μπόρεσα να ανακαλέσω μια μοναδική στιγμή που να τους είπα πόσο πολύ τους αγαπούσα. Ούτε μία! Τα αγόρια έμεναν μαζί. Ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο, δουλεύοντας από δω και από κει, συνήθως όπου υπήρχαν παραλίες με ιστιοσανίδες.
Η Κάθυ πήγαινε και τους έβλεπε στα διάφορα μέρη που βρίσκονταν. Αρνήθηκαν να πάρουν λεφτά από αυτήν. Της έδωσα γράμματα για να τους τα δώσει,αλλά ποτέ δεν απάντησαν. Η Κάθυ μού είπε πού ήταν, και υποσχέθηκε να μην τους πει ότι θα πήγαινα. Ήταν στα Νότια Ταϊλάνδη. Τα πηγαίνουν πολύ καλά” .Ο Βίκτορ χαμογέλασε με περηφάνια. “Έχουν μια ναυλωμένη βάρκα και παίρνουν τουρίστες έξω για ψάρεμα. Έκλεισα για μια μέρα τη βάρκα.
Στην πραγματικότητα, έκλεισα ολόκληρη τη βάρκα. Θα έπρεπε να βλέπατε το βλέμμα στα πρόσωπα των αγοριών, όταν εμφανίστηκα για το ταξίδι του ψαρέματος. Δεν ψαρέψαμε. Απλώς πλεύσαμε ολόγυρα με τη βάρκα και μιλούσαμε. Μιλούσαμε…και μιλούσαμε. Τελικά κατάφερα να πω αυτό που έπρεπε να πω χρόνια και χρόνια πριν..
Αγκαλιαστήκαμε και κλάψαμε.
Advertisment
Πέρασα τις επόμενες δυο βδομάδες μαζί τους και θα έρθουν σπίτι για τα Χριστούγεννα. Η Κάθυ έχει κιόλας προετοιμαστεί γιαυτό. Το αστείο είναι πως νόμιζα ότι ήμουν ευτυχισμένος στο παρελθόν, αλλά δεν ήμουν ποτέ ευτυχισμένος, ποτέ! Πάντοτε νόμιζα ότι το να κερδίσω λεφτά ήταν το παν, αλλά τελικά έμαθα τι είναι η αληθινή αφθονία..!”
Georgios Vas