Το παλικάρι αναστέναξε βαριά. Άλλη μια μέρα ξεκινούσε με το φως τσιγκουνεμένο και την καρδιά του βαριά και μαγκωμένη. Άλλη μια αυγή του θύμωσε που δεν της ανταπέδιδε το χαμόγελό της, αλλά πού να το βρει, με τόση λύπη και λαχτάρα να του βαριοκάθονται στο στήθος;
Advertisment
Το παλικάρι ξεκλείδωσε την πόρτα της ανοιχτής φυλακής του. Άναψε τα φώτα κι αυτά τσιτσίρισαν αγουροξυπνημένα στη φθοριούχα φωλιά τους. Το φως τους κατρακύλησε στο συνεργείο αυτοκινήτων.
Το παλικάρι έπιασε αμέσως δουλειά. Σε λίγο θα κατέφτανε ο αφεντικός του, που φώναζε και έβριζε σαν να έπρεπε να χωρέσει όλες τις βρισιές του κόσμου μέσα σε μια μέρα. Φόρεσε τη βρώμικη φόρμα του και χώθηκε κάτω από το αυτοκίνητο για να το επισκευάσει. Τα χέρια του δούλευαν μηχανικά, όμως το μυαλό του είχε ήδη μπαρκάρει στο υπερωκεάνιο της φαντασίας και σάλπαρε μακριά από την γκρίζα γη του συνεργείου.
«Μικρός όταν έπαιζα με τ’ αυτοκινητάκια μου στην αυλή της γιαγιάς, ονειρευόμουνα ότι τα οδηγούσα σε πλατιούς μεγάλους δρόμους». Ένα δάκρυ κύλησε κι έσταξε στα λάδια μόλις θυμήθηκε τη γιαγιά του. «Αχ βρε γιαγιά, μου λείπεις. Μου λείπει το ροζιασμένο χέρι σου να μου χαϊδεύει άγαρμπα το μάγουλο, να με τσιμπά στο σβέρκο».
Advertisment
Συχνά σκεφτόταν να φύγει. Πολλά πρωινά, καθώς ερχόταν στη δουλειά, τού περνούσε από το μυαλό να μη σταματήσει έξω απ’ το συνεργείο αλλά να συνεχίσει να περπατά, ν’ αφήσει τα πόδια του να παντρευτούν το δρόμο κι όπου τον βγάλει αυτός ο γάμος – μακριά, αλλού· οπουδήποτε εκτός από εδώ. Πάντα όμως γυρνούσε πίσω, λες και μια αλυσίδα τον τραβούσε μόλις ο δρόμος έπαιρνε στροφές για άγνωστα μέρη. Ήταν η αλυσίδα του όρκου του. Του όρκου που είχε δώσει στη γιαγιά του. «Ό,τι και να γίνει, ο ουρανός να έρθει ανάποδα, τον πατέρα σου πάντα να τον ακούς και ποτέ να μην τον αφήσεις».
Κι έτσι το παλικάρι από μικρό παιδί έπιανε τα όνειρά του και τους έκοβε το λαιμό στο βωμό του όρκου που είχε δώσει στη γιαγιά του. Παράτησε το σχολείο, επειδή το είπε ο πατέρας· έπιασε δουλειά στο συνεργείο επειδή το είπε ο πατέρας· τον φρόντιζε και τον άκουγε, ακριβώς όπως είχε ορκιστεί στην αγαπημένη γιαγιά του. «Ποτέ δε θ’ αφήσω τον μπαμπά, γιαγιά μου». Κι η γιαγιά έμενε ήσυχη που γιος και εγγονός ήταν αγαπημένοι και θα έμεναν αγαπημένοι όταν εκείνη πέθαινε.
Όταν όμως πέθανε η γιαγιά, ο πατέρας έχασε την πυξίδα και το φράχτη της αγάπης της, και μέσα σ’ ελάχιστο χρόνο βρήκαν εύφορο έδαφος τα χειρότερα στοιχεία του χαρακτήρα του. Θέριεψε μέσα του ό,τι κακία είχε, όλη η μιζέρια, η τσιγκουνιά και τα σκοτωμένα όνειρα, και τα απίθωνε καθημερινά στις πλάτες του γιου του.
Το παλικάρι δούλευε μηχανικά ενώ το μυαλό του ταξίδευε σε άγνωστες συντεταγμένες, όπου ο φανταστικός εαυτός του είχε το χαμόγελο εύκολο και την καρδιά ξεκλείδωτη. Κάποια μέρα θα ’ρθει μια κοπέλα και θα με πάρει από δω. Θα ’ναι ωραία και δυνατή και θα μαγέψει τον πατέρα μου, που θα μαλακώσει και θα μ’ αφήσει να φύγω.
Η κοπελιά όμως δεν ερχόταν. Εδώ που τα λέμε σπάνια ερχόταν κανείς στο χωριό, πόσο μάλλον όμορφες, δυνατές γυναίκες με εξειδικευμένα μάγια για το μαλάκωμα δύστροπων πατεράδων.
Το παλικάρι βουτούσε κάθε μέρα όλο και πιο βαθιά στο πηχτό μηχανόλαδο της ζωής.
Εκείνη η μέρα είχε ξημερώσει το ίδιο βαρύθυμη και αμίλητη όσο και οι όλες οι προηγούμενες αδερφάδες της. Γελιόταν όμως αν νόμιζε ότι θα τέλειωνε ίδια με τις άλλες. Το παλικάρι δούλευε κάτω από το κύτος του αυτοκινήτου και δεν είδε ότι άξαφνα ο απαράλλαχτος ορίζοντας του χωριού αναμοχλεύτηκε από τη σκόνη που άφηνε πίσω της μια γοργή, μαυροντυμένη μορφή. Η μορφή σταμάτησε μπροστά στο συνεργείο. Ξεπέζεψε από ένα μαύρο θεριό για μηχανή κι έβγαλε το κράνος αποκαλύπτοντας το κοντό, μαύρο μαλλί της και τα καρφωτά μαύρα μάτια της.
«Είναι κανείς εδώ;» φώναξε στην ερημιά η κοπέλα. Το παλικάρι βγήκε από το συνεργείο κι έχασε τη λαλιά του μόλις αντίκρισε μια κοπέλα να γέρνει νωχελικά πάνω σε μια μηχανή μεγάλου κυβισμού που έκαιγε.
«Καλημέρα», είπε η κοπέλα. «Κάτι έχει πάθει το κοντέρ. Μπορείς να ρίξεις μια ματιά;» Η ματιά του παλικαριού όμως είχε πέσει στα δικά της μάτια και δεν έλεγε να σηκωθεί.
«Ναι, ναι», κατάφερε να ψελλίσει. Ποια ήταν αυτή η μαυροντυμένη αγγελούδα με τη δερμάτινη πανοπλία και τα φλογερά μάτια; Ένιωσε ν’ αναψοκοκκινίζει και ξεροκατάπιε απανωτές φορές.
«Είσαι περαστική από δω;» βρήκε το θάρρος να τη ρωτήσει μετανιώνοντας μεμιάς για την ηλίθια ερώτησή του. Τα εργαλεία γιατί χόρευαν στα χέρια του;
«Ναι», του χαμογέλασε.
«Και πού πας;»
«Όπου με βγάλει ο δρόμος. Ψάχνω να βρω μαλλί για να υφάνω τη ζωή μου».
«Τι ψάχνεις;» αναφώνησε το παλικάρι όλο περιέργεια.
«Δε μου άρεσε η ζωή μου και την ξέπλεξα. Τώρα ψάχνω μέσα κι έξω για μαλλί που θα υφάνω για να την πλέξω αλλιώς, με άλλο σχέδιο», είπε η γυναίκα.
«Γίνεται αυτό;»
«Ποιο απ’ όλα;»
«Να… ξεπλέξεις τη ζωή σου… Να την υφάνεις από την αρχή…»
«Πώς δε γίνεται! Κάθε μέρα προσθέτεις πόντους στο πουλόβερ της ζωής σου. Κι είναι εντάξει, αλλά μερικές φορές έρχεται η στιγμή που ίσως το πουλόβερ δε σου κάνει. Σε σφίγγει στο λαιμό επειδή λες πια άλλα λόγια μέσα σου και δε χωρούν να βγουν ή δε σου κάνει στη μέση επειδή μεγάλωσες. Δεν είναι κρίμα να μείνεις μ’ ένα στενό ρούχο που δε σου κάνει πια;»
Το παλικάρι άρχισε να τρέμει. Στενό ρούχο… Αυτός κι αν ήξερε από στενά ρούχα, που τα φορούσε χρόνια τώρα και του κάτσιαζαν το κορμί και τη σκέψη.
«Είσαι καλά, φίλε;» τον ρώτησε η κοπέλα, βλέποντας την αναταραχή του.
«Θέλω… θέλω κι εγώ μαλλί για να υφάνω τη ζωή μου» είπε με φωνή που παρέπαιε ανάμεσα σε τόλμη και τρόμο.
«Για να τo βρεις πρέπει πρώτα να – »
Εκείνη τη στιγμή έφτασε το αφεντικό του παλικαριού με το μεγάλο αστραφτερό αυτοκίνητό του. Μπάνισε αμέσως την κοπέλα και την έκοψε την πατόκορφα σαν να αξιολογούσε την τιμή ενός σφαγίου. Προτού καν πλησιάσει φώναζε στον μικρό, όπως τον αποκαλούσε, να φτιάξει καφέ, να τελειώνει με το ένα, ν’ αρχίσει με το άλλο. Το παλικάρι κοκκίνισε από ταπείνωση. Η κοπέλα του έσκασε ένα γρήγορο χαμόγελο, τον πλήρωσε, καβάλησε τη μηχανή και εξαφανίστηκε τόσο αναπάντεχα όσο είχε έρθει.
Το παλικάρι συλλογίστηκε πολύ τα λόγια της· τα μαγείρεψε ολημερίς και οληνυχτίς στη χύτρα του μυαλού του και από το πολύ μαγείρεμα έμεινε μόνο το ζουμί, το οποίο σερβιρίστηκε αχνιστό αχνιστό την ώρα που η σελήνη καλημέριζε τον ήλιο: «Φύγε!»
Έφυγε με το απατηλό φως της αυγής. Μ’ ένα ασθενικό αυτοκίνητο που έβηχε στις ανηφόρες και έτρεμε από ρίγη στις κατηφόρες, πέρασε τα σύνορα του χωριού του. Περιπλανήθηκε για πολλές μέρες και νύχτες, μήνες. Κοιμόταν εδώ σήμερα, εκεί αύριο, δούλευε όπου μπορούσε κι ήταν όλα εντάξει και δεν τον ένοιαζε, αρκεί να έβρισκε το μαλλί που του είχε πει η αγέρωχη κοπέλα, το μαλλί για να υφάνει του ζωή του.
Κάθε άνθρωπο που γνώριζε τον κοίταζε στα μάτια, έψαχνε την πόρτα της ψυχής του και χτυπούσε παρακλητικά μπας κι ανοίξει κι εκεί μέσα βρει κάτι για το μαλλί της ζωής.
Έφτασε πολύ μακριά, πέρα από φουσκωμένα πελάγη και μολυσμένα ποτάμια, σε τόπους που οι άνθρωποι γεύονταν άλλα φωνήεντα και σύμφωνα, και μάθαινε κάτι από τη γλώσσα τους μπας και βρει πληροφορίες για το μαλλί με το οποίο θα ξαναΰφαινε το πουλόβερ της ζωής του.
Τα βράδια έπινε και έκλαιγε, όχι πάντα με αυτή τη σειρά. Θύμωνε με την άγνωστη κοπέλα που δεν του έδωσε περισσότερες πληροφορίες. Θύμωνε πιο πολύ με τον εαυτό του που αδυνατούσε να βρει αυτό που έψαχνε. Κι ας είχε διασχίσει τόσες γραμμές στο χάρτη, ακόμα ένιωθε αλυσοδεμένoς με το μικρό χωριό του και τον βαρύ όρκο, που ειδικά τα βράδια του ακρίβαινε την ανάσα. Έκλαιγε και ζητούσε συγχώρεση από τη γιαγιά του, έσκαβε το δέρμα του και πάλευε με τις θάλασσες της βότκας. Μα συνέχιζε την περιπλάνησή του. Σαν μακρινός φάρος, το σίγουρο βλέμμα της αγέρωχης κοπέλας τον βεβαίωνε ότι υπήρχε στεριά· την είχε δει στα μάτια της.
Οι μέρες και οι μήνες γέρασαν και γίναν χρόνια, τα χρόνια πλαδάρεψαν κι αυτά, και το παλικάρι ακόμα πορευόταν. Στις περιπλανήσεις του γνώρισε σπουδαία άτομα, με καλοσύνη στα μάτια, σοφά λόγια και πόδια γερά ριζωμένα στη δική τους στεριά. Γνώρισε και πολλές κοπέλες, ποικίλων σωματότυπων και συναισθηματικής διάπλασης. Όλες όμως τις άφηνε να τουρτουρίζουν στα κρύα του λουτρού, ανίκανος να δώσει αυτό το λίγο παραπάνω, ανίκανος κι ο ίδιος να τo βρει μέσα του.
Ήταν σε μια από αυτές τις πόλεις της επαρχίας που μοιάζουν σα να ’ναι κλεισμένες σε αόρατες γυάλες, όταν ένα μεσημέρι το όχι τόσο νέο πια παλικάρι καθόταν σε μια καφετέρια κι έτρωγε κάτι. Τα μάτια του, μάτια που μονίμως είχαν το ίδιο σκονισμένο εμπόρευμα στη βιτρίνα τους (κούραση κι απογοήτευση), τα μάτια του γούρλωσαν. Ήταν σίγουρα εκείνη! Αντίκρυ περνούσε η κοπέλα, εκείνη η άγνωστη που με τη μηχανή της είχε σκίσει το ύφασμα της καθημερινότητάς του.
Έτρεξε μεμιάς έξω κι ευτυχώς την πρόλαβε. Η κοπέλα δεν είχε λόγο να τον θυμάται, όμως με λίγη προπόνηση ανέσυρε τη σκοροφαγωμένη ανάμνηση του φοβισμένου παλικαριού.
«Πού ’ναι; Πού ’ναι;» τη ρώτησε το παλικάρι με ένταση. «Πού ’ναι το μαλλί για να υφάνω τη ζωή μου;»
Η κοπέλα είχε κι εκείνη νιώσει τα χάδια και μερικά χαστούκια του χρόνου, όμως στα μαύρα καρφωτά μάτια της συνέχιζε να λάμπει η ίδια δύναμη.
«Χρόνια τώρα αναζητώ παντού το μαλλί για να υφάνω τη ζωή μου. Θυμάσαι; Έχω φάει τον τόπο και τα νιάτα μου ψάχνοντάς το. Πού ’ν’ το;»
Τα μαύρα καρφωτά μάτια της γυάλισαν. Τον κοίταξε με συμπόνια και στο τέλος μίλησε: «Για να το βρεις πρέπει πρώτα να ξεπλέξεις το ήδη υφασμένο. Και δεν είναι καθόλου εύκολο. Αν ξεπλέξεις το ρούχο της ζωής σου και μέχρι να πλέξεις το καινούργιο θα μείνεις γυμνός. Κι είναι πολλοί αυτοί που δεν αντέχουν τη γύμνια ούτε για ένα λεπτό. Γι’ αυτό προτιμούν τα παλιά, χιλιοφορεμένα ρούχα κι ας τους στενεύουν».
«Προτιμώ γυμνός παρά πνιγμένος», ξεσπάθωσε το παλικάρι.
«Το ένα δεν αποκλείει το άλλο, φίλε μου. Αν ανέβεις λίγο πιο ψηλά και σε κοιτάξεις θα δεις ότι τόσο καιρό ήσουν και τα δύο. Γυμνός τριγυρίζεις, έχοντας αφήσει πίσω το παλιό, στενό πουλόβερ. Και φαίνεται ότι την αντέχεις τη γύμνια. Συνάμα είσαι ακόμα πνιγμένος. Τι σε πνίγει;»
«Ένας όρκος που έδωσα σε κάποια αγαπημένη και τώρα πεθαμένη».
«Αυτός είναι που σ’ εμποδίζει να πλέξεις το καινούργιο πουλόβερ της ζωής σου κι ας έχεις ξεπλέξει το παλιό. Αυτοί είναι οι τελευταίοι πόντοι του παλιού».
«Τον όρκο τον έδωσα και δεν μπορώ να τον ξεδώσω κι ας μην τον τηρώ εδώ και δέκα χρόνια».
«Δεν ξέρω πώς ν’ απελευθερωθείς από τον όρκο σου, ειδικά από έναν όρκο που δεν τηρείς. Όσο για το πού θα βρεις το μαλλί για να…»
Εκείνη τη στιγμή, όπως συχνά συμβαίνει στα παραμύθια και στις κακές ταινίες, ένα τεράστιο πλήθος διαδηλωτών κυνηγημένων από μια διμοιρία ΜΑΤ πλημμύρισε το δρόμο, παρασύροντας την κοπέλα και τις πολύτιμες πληροφορίες που είχε να του δώσει.
Το παλικάρι πάσχισε να βρει τρόπο να ξεπλέξει τον όρκο του. Θύμωσε και ξεθύμωσε κάμποσες φορές, έκλαψε και σκουπίστηκε, χάρηκε κιόλας που, αν μη τι άλλο, είχε καταφέρει να ξεπλέξει το πουλόβερ της παλιάς ζωής του κι ας μην είχε βρει το μαλλί για το καινούργιο. Ο όρκος όμως;
Σταμάτησε τις περιπλανήσεις και εγκαταστάθηκε σε μια μεγάλη πόλη, ελπίζοντας μέσα στη βοή τόσων φωνών να έβρισκε μία που θα του έλεγε πώς να λυτρωθεί από τον όρκο. Πήγε σε καφετζούδες και χαρτορίχτρες, μέντιουμ και πνευματικούς. Άκουσε περισσότερες γνώμες απ’ όσες είχε ερωτήσεις. Όμως κανείς δεν του έδωσε το κλειδί για την κλειδαριά του όρκου του. Προσπάθησε να επικοινωνήσει με τη γιαγιά του στο υπερπέραν αλλά καμία εταιρία κινητής ή ακίνητης τηλεφωνίας δεν παρείχε περιαγωγή στον άλλο κόσμο.
Τα χρόνια περνούσαν αφήνοντας κάτι από το βάρος τους στους ώμους του και το παλικάρι έσερνε ακόμη τον όρκο του σαν υπάκουο κατοικίδιο. Ώσπου ένα πρωί δεν άντεξε ν’ αντικρίσει ξανά τον ήλιο και μια άλλη φωνή ξεπήδησε από μέσα του, «Εγώ τον έδωσα τον όρκο κι εγώ τον παίρνω πίσω. Ήταν δυο λόγια προς την αγαπημένη μου γιαγιά, λόγια αγάπης και σεβασμού μα και φόβου. Ακόμα σ’ αγαπώ και σε σέβομαι, γιαγιά μου, μα δε σε φοβάμαι πια. Το καλό μου ήθελες, και το καλό του γιου σου. Όμως αυτό το καλό πολύ στράβωσε στο δρόμο και τώρα τ’ αφήνω πίσω».
Λυτρωμένος από τον όρκο του, το παλικάρι έβαλε μπροστά να βρει το μαλλί για να πλέξει ένα καινούργιο πουλόβερ. Τούτη τη φορά δεν κατέτρεξε ούτε στις δολερές αγκαλιές της βότκας ούτε στις σαγηνευτικές φωνές πεφωτισμένων ή νυχτωμένων ειδικών. Χώθηκε στις σελίδες των βιβλίων. Όμως δε βρήκε τίποτα κι ας έγινε από παλικάρι γεροντοπαλίκαρο. Ώσπου, πολλά χρόνια μετά, έπεσε πάλι πάνω στην κοπέλα.
Έπεσε πάνω της επειδή παραβίασε ένα στοπ με το αμάξι του. Τη χτύπησε αρκετά άσχημα. Τούτη τη φορά η κοπέλα τον αναγνώρισε.
«Πάλι εσύ;»
«Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που σε ξαναβρίσκω, έστω και κάτω από αυτές τις ατυχείς συνθήκες. Ελπίζω να μην πονάς πολύ και να ξέρεις ότι η επιστήμη κάνει πια θαύματα με την προσθετική ακρωτηριασμένων μελών».
Η κοπέλα απλά βόγκηξε και πλατσούρισε στο αίμα της.
«Από τον όρκο μου λυτρώθηκα, και μάλιστα ολομόναχος. Όμως ακόμα δεν έχω βρει το μαλλί για να ξαναπλέξω τη ζωή μου. Πού να ψάξω;»
Τα μαύρα καρφωτά μάτια της κοπέλας ήταν ακόμα μαύρα και καρφωτά αλλά ήταν και βλοσυρά.
«Ξέρεις, δε διάλεξα να παίξω τον άχαρο ρόλο της κομπάρσας σ’ αυτό το παραμύθι και να εμφανίζομαι ανά πέντε παραγράφους με χρήσιμες πληροφορίες επειδή εσύ είσαι ανίκανος να φέρεις βόλτα τη ζωή σου. Έχω, ή μάλλον είχα, κι εγώ τη δική μου ζωή. Όσο για το μαλλί της ζωής και πού θα τo βρεις, αν δεν έχεις ήδη καταλάβει ότι όλα όσα ζεις, βλέπεις και αισθάνεσαι, όλος ο πόνος κι η χαρά, όλα τα βάσανα και τα γλέντια, είναι το μαλλί που γνέθεις και μ’ αυτό πλέκεις τη ζωή σου, τότε ό,τι και να σου πω εγώ είναι πολύ αργά. Δεν υπάρχει κανένα πρατήριο που να πουλά συσκευασμένο, υφασμένο μαλλί για να πλέξεις τη ζωή σου, εκτός από τα πρετ-α-πορτέ της Εκκλησίας. Μόνοι μας το γνέθουμε και ματώνουν τα χέρια μας στην ηλακάτη της ζωής.
«Και τώρα που σου τα ’πα» συνέχισε μ’ ένα μορφασμό, «σταμάτα ν’ ασχολείσαι με το πουλόβερ της δικής σου ζωής και κάλεσε ένα ασθενοφόρο προτού ξηλώσει τελείως το πουλόβερ της δικής μου».
Κι έτσι το παλικάρι συνέχισε να πλέκει τη ζωή του, γνωρίζοντας πια
ότι ούτε μια στιγμή δεν είχε αφήσει τις βελόνες από το χέρι του. Μόνο που
τώρα είχε επιτέλους προμηθευτεί ένα πατρόν.
_____