Γράφει η Αριστονίκη Θεοδοσίου-Τρυφωνίδου, Ψυχολόγος Σχολικής-Εξελικτικής κατεύθυνσης
Πώς συμπεριφέρονται οι άνθρωποι που δηλώνουν μέλη μιας ομάδας, μιας θρησκείας, μιας οργάνωσης; Η τυφλή αφοσίωση σε μια ομάδα, σε μια παράταξη, σε μια ιδεολογία, σε μια θρησκεία είναι μια μορφή ενισχυμένης συμμόρφωσης. Ξαναμμένα πρόσωπα, σημαίες και λάβαρα, σύμβολα, χρώματα και συνθήματα μακρόσυρτα ειπωμένα με πάθος αλλά και χάρη σχηματίζουν το πλαίσιο της ασύνειδης οπαδοποίησης των λογής λογής μελών. Το τελετουργικό της χαράς του ανήκειν. Πώς προκύπτει αυτή η οπαδοποίηση και γιατί συμβαίνει;
Advertisment
Επενδύουμε συναισθηματικά σε πράγματα στα οποία ανήκουμε. Είναι μέρος του είναι μας, η ταυτότητα μας, το εγώ μας. Κανείς λοιπόν που επενδύει με πάθος σε μια ομάδα φέρεται ομαδοκεντρικά. Σκέφτεται σαν κομμάτι της ομάδας με άξονα την ομάδα και όχι τον εαυτό του. Το οικείο είναι ο πυρήνας του είναι μας. Θεωρούμε λοιπόν, τα οικεία πράγματα αυτονόητα για μας.
Υπάρχει μια ανθρώπινη τάση να αντιμετωπίζεται με απέχθεια κάθετι ξένο, ανοίκειο ή διαφορετικό που προσπαθεί μα μπει στην ομάδα. Η απέχθεια αυτή μπορεί να αποκωδικοποιηθεί ως καχυποψία, φόβος ακόμη και ως εχθρότητα. Αυτά τα συναισθήματα έχουν ως υπόβαθρο την προκατάληψη.
Η προκατάληψη είναι η γέφυρα στερεοτυπικών αντιλήψεων διαποτισμένων με στοιχεία διάκρισης. Τα μέλη μιας ομάδας, κόμμάτος, εθνότητας, παράταξης ή οργάνωσης χρωματίζονται και διακρίνονται από στερεοτυπικά χαρακτηριστικά ενώ τα ατομικά τους χαρακτηρίστικά παραβλέπονται.
Advertisment
Οι άνθρωποι που έχουν προκαταλήψεις είναι άνθρωποι που υπεραπλουστεύουν τα γεγονότα και τις καταστάσεις καταφεύγοντας σε ανιμιστικές γενικεύσεις. Μοιάζουν με τις φαντασιώσεις που κάνουν τα μικρά παιδιά. Οι προκαταλήψεις δεν είναι έμφυτες είναι επίκτητες.
Πρόσφατες έρευνες αναδεικνύουν ότι τα παιδιά τριών ετών γνωρίζουν λέξεις αλλά έχουν και στάσεις που τις υιοθετούν από την εσω-ομάδα τους. Όταν τα παιδιά γίνουν πέντε ετών έχουν μια διαυγή αντίληψη της κοινωνικής τους ταυτότητας. Κατόπιν από την ηλικία των πέντε ετών τα παιδιά διαμορφώνουν τις προκαταλήψεις τους. Όσο μεγαλώνει αυτές εδραιώνονται.
Ο βλαστός της προκαταλήψης έχει ως περίβλημα την άγνοια η οποία δημιουργεί ακαμψία και ο πυρήνας του αποτελείται από ψυχρότητα, αδιαφορία, υποτίμηση και απόρριψη ενώ οι ρίζες του φθάνουν μέχρι την εχθρότητα. Η προκατάληψη εμποδίζει την ολοκλήρωση της προσωπικότητας και λειτουργεί ανασταλτικά στην πρόοδο του.
Η μύηση στην προκατάληψη γίνεται ασύνειδα. Τα παιδιά μιμούνται την στάση των γονιών τους, των οικείων τους. Η προκατάληψη είναι δομικό στοιχείο της ιδιοσυγκρασίας ενός ατόμου. Αν δηλαδή ένα παιδί ιδιοσυγκρασιακά είναι άκαμπτο, ανελεύθερο και δύσκολο είναι πιο εύκολο να αφομοιώσει τις προκαταλήψεις των οικείων του.
Μια μελέτη έδειξε ότι άτομα που ήταν μέλη φασιστικών οργανώσεων παρουσίαζαν ένα κράμα συμπεριφορών όπως υποταγή στους ανωτέρους τους, σκληρότητα προς τους κατώτερους, ακαμψία, αδιαλλαξία, αυτοκαταπίεση. Τα περισσότερα από αυτά τα άτομα μεγάλωσαν σε αυταρχικά περιβάλλοντα όπου η προσωπική έκφραση ήταν ανύπαρκτη ή περιορισμένη.
Τα άτομα αυτά έτειναν να ταυτίζονται με τους ισχυρούς προκειμένου να αποφύγουν την εχθρότητα τους ενώ συσσώρευαν τα ίδια εχθρότητα η οποία εκδηλωνόταν με σημαία τις προκαταλήψεις τους προς άλλες αντίθετες ιδεολογικά με αυτούς ομάδες.
Είναι έκδηλη η άποψη πως τα παιδιά που έχουν δεχθεί αρκετές απογοητεύσεις και ματαιώσεις τείνουν να συμπεριφέρονται με επιθετικότητα ενώ χρησιμοποιούν τις προκαταλήψεις τους ως ψυχολογικό δεκανίκι προκειμένου να επιβιώσουν συναισθηματικά.
Αν κάνουμε την άγνοια γνώση, αν εισβάλουμε στο βλαστό της προκατάληψης ξεριζώνοντας τα στοιχεία που στηρίζονται στο φόβο για το άγνωστο, το διαφορετικό και αλληλεπιδράσουμε και «με τους άλλους» όχι μόνο «με τους δικούς μας» τότε θα προστατέψουμε τα παιδιά μας και τους εαυτούς μας από την επιμονή της προκατάληψης.