Απόσπασμα από το βιβλίο “Ιστορίες να σκεφτείς” του Χόρχε Μπουκάι
Ένας τύπος μπαίνει σ’ ένα μπαρ, κάθεται στην μπάρα και ζητάει πέντε ποτήρια ουίσκι.
Advertisment
«Όλα μαζί;» ρωτάει ο σερβιτόρος.
«Ναι, και τα πέντε» απαντά ο πελάτης, «σκέτα, χωρίς πάγο.»
Τον σερβίρει, και ο πελάτης τα πίνει μονορούφι.
Advertisment
«Σερβιτόρε» λέει. «Τώρα, βάλε μου τέσσερα ποτήρια ουίσκι, χωρίς πάγο.»
Ενώ αυτός τα σερβίρει, αρχίζει να βλέπει ότι ο πελάτης έχει αποκτήσει ένα χαζό χαμόγελο. Αφού πιει συνεχόμενα και τα τέσσερα ποτήρια, προσπαθεί να κρατηθεί όρθιος, και καθώς αρπάζεται από την μπάρα αναφωνεί: «Αγόρι! Φέρε μου άλλα τρία ποτήρια ουίσκι». Γελάει λίγο και προσθέτει: «Χωρίς πάγο».
Ο σερβιτόρος υπακούει και ο πελάτης τα ξαναπίνει γρήγορα.
Τώρα δεν είναι χαζό μόνο το χαμόγελο, αλλά και το βλέμμα.
«Φίλε!» λέει τώρα με δυνατή φωνή, «βάλε μου δύο ποτήρια από το ίδιο.»
Τα κατεβάζει, και φωνάζει γι’ άλλη μια φορά στον σερβιτόρο: «Αδελφέ! Είσαι σαν αδελφός για μένα…» Γελάει με λόξυγκα και προσθέτει: «Βάλε μου άλλο ένα ποτήρι ουίσκι, χωρίς πάγο. Αλλά μόνο ένα, έτσι; Μονάχα ένα…»
Ο μπάρμαν τον σερβίρει.
Ο τύπος κατεβάζει το ποτήρι με μία και μόνη γουλιά και, εξαιτίας μιας ακαταμάχητης ζαλάδας, πέφτει στο πάτωμα εντελώς και οριστικά μεθυσμένος.
Από εκεί κάτω, λέει στο σερβιτόρο: «Ο γιατρός μου δε θέλει να με πιστέψει, αλλά εσύ είσαι μάρτυρας: Όσο λιγότερο πίνω, τόσο χειρότερα γίνομαι!»