Απόσπασμα από το βιβλίο «Το Χαμένο Φως» της Μαρίας-Χριστίνας Δουλάμη – Εκδόσεις Πηγή
«Θέλω να σου πω κάτι», ξεκίνησε. «Μάλλον, είναι κάτι που έγινε και θέλω να το μοιραστώ μαζί σου». «Όχι, καλύτερα: Κάτσε, να σου πω κάτι».
Advertisment
Μα πώς θα του το έλεγε, όταν ούτε η ίδια δεν μπορούσε να αρθρώσει τις λέξεις στο μυαλό της; Κοιτούσε αγχωμένη το είδωλό της στον καθρέφτη να την κοιτάει πίσω, εξίσου προβληματισμένο. Βημάτιζε νευρικά στο δωμάτιο με την αίσθηση ενός λυσσασμένου σκυλιού που δεν έβρισκε ησυχία.
Το είχε πάρει απόφαση εδώ και αρκετές μέρες. Το είχε συζητήσει με τις φίλες της, με τους ειδικούς, και το είχε εμπεδώσει. Ήταν σίγουρη. Και ήθελε να το μοιραστεί μαζί του. Ήθελε πράγματι, όμως; Γιατί αλλιώς, γιατί δίσταζε τόσο να του το πει;
Σε λίγο θα ερχόταν σπίτι, και ήταν ευκαιρία τώρα που θα καθόντουσαν για ένα γευστικό, ήρεμο βραδινό, να του το ξεφουρνίσει. Θα του καθόταν, όμως, το φαγητό στο λαιμό με αυτό που θα άκουγε; Κι αν μετά πήγαινε στράφι και όλο της το μαγείρεμα;
Advertisment
Δυο μέρες, τώρα, αμφιταλαντευόταν κατά πόσο να του το πει ή όχι. Φοβόταν κιόλας πως όσο περισσότερο αργούσε να το κάνει, τόσο πιο πολύ θα εξασθενούσε μέσα της αυτή η ένταση και ο ενθουσιασμός που είχε αναπτύξει. Ένιωθε σαν μικρό παιδάκι που είχε σπάσει το βάζο παίζοντας μπάλα μέσα στο σπίτι, και τώρα φοβόταν να το πει στη μαμά του. Μα ήταν πράγματα αυτά για μεγάλη κοπέλα;
Δεν ήταν και καμιά ακαλλιέργητη νοικοκυρά, που όλη μέρα καθόταν στο σπίτι και την έβγαζε μπροστά στα πρωινάδικα. Αυτή και τις σπουδές της τελείωσε, και την καριέρα της είχε, και τα ταξίδια της έκανε. Το τελευταίο εξάλλου ήταν η αδυναμία της, και γι’ αυτό ίσως ταίριαξαν τόσο με τον Διονύση. Λάτρευαν όσο μπορούσαν να ξεκλέβουν μέρες και να το σκάνε – από τις δουλειές, από τη ρουτίνα, από την καθημερινότητά τους. Πετούσαν σε κοντινές –ή και πιο μακρινές, αλλά πιο σπάνια– χώρες και ευφραίνονταν στην ηδονή των καινούργιων τοπίων, γεύσεων και αισθήσεων.
[…]
Αυτή την περίοδο, όμως, της καρφώθηκε η ιδέα να κάνει κάτι τρελό. Κάτι ίσως και ριψοκίνδυνο. […]
Δύο μέρες, τώρα, έψαχνε να βρει τη σωστή στιγμή. Χθες δεν μπορούσε, γιατί έπαιζε η ομάδα του ποδόσφαιρο και ήταν άγραφος, αλλά ιερός κανόνας πως «ποτέ δεν τον ενοχλούμε όταν παίζει η ομαδάρα». Όταν έχανε κιόλας, τότε ήταν που δεν τον ενοχλούσες με τίποτα.
Την προηγούμενη, δεν τα είχε καταφέρει πάλι να αναφέρει το ζήτημα, γιατί το βράδυ είχαν έρθει οι κουμπάροι τους για φαγητό και είχαν φέρει και τσίπουρα, έτσι έγιναν όλοι φέσι, τραγουδώντας μέχρι τα πρωινά, με τον Διονύση να ρίχνει και ένα ζεϊμπέκικο και τους γείτονες από κάτω να διαμαρτύρονται διακριτικά, χτυπώντας με το σκουπόξυλο το ταβάνι. Δεν ήταν τότε η κατάλληλη στιγμή. Σήμερα όμως το βράδυ, η Δανάη είχε μαγειρέψει το αγαπημένο του φαγητό και θα του το έλεγε. Στη διάρκεια του επιδορπίου. Κι αυτό ήταν το αγαπημένο του.
[…] *
Θα καταφέρει η Δανάη να το πει τελικά στον Διονύση; Και τι είναι αυτό που τόσο τρέμει και προετοιμάζεται για να του πει;
Μερικές φορές, ακόμα και τα πιο απλά πράγματα γίνονται βουνό στη σκέψη μας, γιατί εμείς αφήνουμε να μας καταβάλουν και να μας καταπιέσουν τα ‘πρέπει’ και τα ‘μη’. Περιμένουμε συνεχώς την κατάλληλη στιγμή, αφήνοντας τη ζωή να μας προσπερνάει. Και αφού λησμονήσουμε τον χαμένο χρόνο, κατανοούμε τελικά πως η σωστή στιγμή δεν υπάρχει, απλά εμείς πρέπει να τολμήσουμε να αδράξουμε την κάθε στιγμή. Να τολμήσουμε να πούμε όλα όσα θέλουμε να εκφράσουμε και να κάνουμε. Μόνο έτσι μπορούμε να δηλώσουμε πως ζούμε στ’ αλήθεια.
- Αν δεν είναι πρόβλημα υγείας, είναι απλά προβληματισμός… - 28 Αυγούστου 2024
- Η εξέλιξη φοράει παπούτσια παλιά - 21 Ιανουαρίου 2024
- Χωριό σημαίνει γεύσεις, μυρωδιές και αναμνήσεις… - 27 Αυγούστου 2023