Όταν σκεφτόμαστε τον παιδικό εκφοβισμό, το πιθανότερο είναι να φέρουμε στο νου μας εικόνες ενός ευάλωτου παιδιού που το κοροϊδεύουν μέχρι να ξεσπάσει σε κλάματα ή κάποια άλλη μορφή σαδιστικής, σωματικής κακοποίησης.
Αλλά υπάρχει και ένας άλλος επίσης πιο «ψυχολογικός» τρόπος να ντροπιάσεις ή να ταπεινώσεις ένα αθώο παιδί – κυριαρχώντας και επιβάλλοντας την πνευματική σου δήθεν ανωτερότητα στους άλλους.
Advertisment
Αυτή η πιο ύπουλη, και συχνά σαρκαστική, μορφή bullying δεν έχει λάβει ιδιαίτερη αναγνώριση σε σχέση με τις άλλες γνωστότερες μορφές. Αυτό που πολλές φορές αγνοείται είναι ότι οι θήτες βασανίζουν πραγματικά τους μαθητές που θεωρούνται «λιγότερο ευφυείς».
Η ρίζα του προβλήματος μπορεί να εντοπιστεί στο κυνήγι της βαθμοθηρίας, στο οποίο είναι χτισμένο ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα και όχι μόνο· οι άνθρωποι στην κοινωνία μας τοποθετούνται σε μια «πνευματική ιεραρχία», καθορισμένη από αριθμούς, βαθμούς και πτυχία.
Το πρόβλημα αναδύεται, όταν οι άνθρωποι που βρίσκονται στην κορυφή της ιεραρχίας (λανθασμένα) υποβιβάζουν τους μαθητές που βρίσκονται από κάτω.
Advertisment
Αυτή η κατασκευή δημιουργεί το διανοητικό bullying, τη συναισθηματική και ψυχολογική παρενόχληση που υπάρχει με βάση την αντίληψη του νοητικού επιπέδου που έχουν οι άλλοι.
Οι συνέπειες αυτού του είδους εκφοβισμού δεν διαφέρουν από τα άλλα είδη: είναι καταστρεπτικές, μακροπρόθεσμες και επηρεάζουν άμεσα την αυτοεκτίμηση του θύματος.
Θα μπορούσαμε να δώσουμε κάποιους προσδιορισμούς πάνω σε αυτό το ιδιόμορφο είδος ψυχολογικού εκφοβισμού: οι θήτες τους θεωρούνται εξυπνότεροι (έχουν υψηλότερο IQ), περισσότερες γνώσεις πάνω σε έναν συγκεκριμένο τομέα και γι’ αυτό το λόγο θεωρούν ότι έχουν δικαίωμα να είναι υποτιμητικοί, αυθάδεις και συναισθηματικά κακοποιητικοί.
Θα μπορούσαμε επίσης να το δούμε και από μια άλλη πλευρά και να πούμε ότι αυτοί οι θήτες ειδικεύονται στο πατρονάρισμα, όμως είναι οι ανασφάλειές τους που κρύβονται πίσω από τα μεγάλα, κενά λόγια και την αλαζονική τους συμπεριφορά.
Οι προσβολές τους βασίζονται σε έναν φανταστικό ανταγωνισμό για το ποιος είναι ευφυέστερος και απολαμβάνουν να κάνουν τους άλλους να νιώθουν κατώτεροι.
Ως ψυχολόγος, έχω ανακαλύψει ότι μερικοί από τους πιο ευφυείς θεραπευόμενούς μου προσπαθούσαν να εξισορροπήσουν συναισθήματα αθλητικής, κοινωνικής ή οικονομικής κατωτερότητας στην παιδική ηλικία, κοροϊδεύοντας, ή μιλώντας υποτιμητικά, για εκείνους που επεδείκνυαν ακαδημαϊκή κατωτερότητα.
Βέβαια, η δική τους ανωτερότητα σπάνια τους έκανε δημοφιλείς. Όμως, η συμπεριφορά τους τούς βοηθούσε να κρύψουν τις ανασφάλειές τους σε πεδία που δεν ένιωθαν να υστερούν σε σύγκριση με τους συνομηλίκους τους.
Για παράδειγμα, δεν θα είχαν την σωματική διάπλαση για να γίνουν αθλητές ή θα υστερούσαν στον σωματικό συγχρονισμό και ισορροπία και έτσι θα ένιωθαν κατώτεροι, κάτι που θα τους πλήγωνε συναισθηματικά.
Ή θα προέρχονταν από μια οικογένεια με οικονομικά προβλήματα. Ως αμυντικός μηχανισμός, ειδικά καθώς θα προσδιορίζονταν ως «φυτουκλάκια», είχαν βρει τουλάχιστον έναν τρόπο να μετριάσουν την αίσθηση αδυναμίας τους και υπερασπίζονταν την πληγωμένη αυτοεκτίμησή τους.
Ευαίσθητοι και συχνά παθητικοί, δεν είχαν ούτε τη σωματική διάπλαση, ούτε τη δύναμη να υπερασπιστούν τον εαυτό τους ενάντια σε άλλες μορφές bullying.
Προσπαθώντας να προστατεύσουν το εύθραυστο εγώ τους, κατάφεραν να «ξεγελάσουν τον πόνο τους» αναπτύσσοντας λεκτικές και πνευματικές δεξιότητες.
Επιπροσθέτως, αν μπορούσαν να βρουν άλλα τέτοια άτομα, μπορούσαν να ξεγλιστρήσουν από τον εξοστρακισμό που θα είχαν υποστεί από άλλους συνομηλίκους τους.
Ποιο είναι όμως τελικά το αποτέλεσμα όλων αυτών; Πώς οι «διανοητικοί θήτες» καταλήγουν να βλάπτουν τον εαυτό τους τελικά όσο και τους στόχους τους (ή και περισσότερο);
Για πολλούς από τους θεραπευόμενους με τους οποίους έχω εργαστεί -κάποιοι από τους οποίους δεν αντιστάθηκαν στην αρχή από να υποβιβάσουν και εμένα- αυτά τα λεκτικά τους όπλα, που νωρίτερα χρησιμοποιούσαν για να προστατεύσουν την πληγωμένη αυτοεκτίμησή τους, ήταν τώρα παθολογικά, ψυχαναγκαστικά, ένα βασικό στοιχείο της συμπεριφοράς τους.
Και επιβάρυναν σημαντικά -συχνά καταστροφικά- τις διαπροσωπικές και επαγγελματικές τους σχέσεις. Αν και το αγνοούσαν, υποβίβαζαν καθημερινά τους άλλους με έναν ανταγωνιστικό και προσβλητικό τρόπο.
Με τη σειρά τους και οι άλλοι συχνά απομακρύνονταν ή προσπαθούσαν να τους εκδικηθούν. Συγκεκριμένα, αν εκείνοι που υποβιβάζονταν βρίσκονταν σε κατώτερη ή υφιστάμενη θέση, απελευθέρωναν τον θυμό και την δυσαρέσκειά τους παθητικό – επιθετικά κι έτσι σύντομα, άλλαζαν το παιχνίδι, φέρονταν στον θύτη τους στην αντίθετη πλευρά.
Και το τελικό αποτέλεσμα της εκδραματοποίησης της δυσαρέσκειάς τους ήταν ο συμβιβασμός από μέρος του «αφεντικού». Εν ολίγοις, οι θύτες μετατρέπονται αρκετές φορές σε θύματα.
Ο «διανοητικός» θύτης εξάλλου, δεν έχει ανεπτυγμένη ενσυναίσθηση, καθώς πάντα βασιζόταν στην ευφυΐα του για να νιώθει καλύτερα από τους άλλους κι έτσι συχνά χάνει σε αυτό το παιχνίδι.
Ποιο θα μπορούσε να είναι το συμπέρασμα από όλα αυτά; Ό,τι κάποτε αποδεικνυόταν αποτελεσματικό ως προς την κάλυψη ανασφαλειών και ανεπαρκειών, μπορεί αργότερα να γίνει δυσπροσαρμοστικό και δυσλειτουργικό.
Επομένως, αυτό που χρειάζεται να κάνουν οι περισσότεροι ευφυείς άνθρωποι δεν είναι μόνο να αναπτύξουν καλύτερες κοινωνικές δεξιότητες, αλλά να υιοθετήσουν ένα τελείως διαφορετικό τρόπο σκέψης απέναντι στους λιγότερο ευφυείς, κάποιο είδος ταπεινοφροσύνης.
Και όχι μόνο χρειάζεται να σταματήσουν να συνδέουν την αξία ενός ατόμου με τον βαθμό νοημοσύνης του, αλλά χρειάζεται να τους αποδεχτούν ως ίσους.
Εξάλλου, κάτι σημαντικό που μάλλον δεν αναγνωρίζουν αυτοί οι θήτες είναι ότι ουσιαστικά δεν κέρδισαν την πνευματική τους ανωτερότητα. Ένα μέρος της «ανώτερης νοημοσύνης τους», των υψηλών επιπέδων IQ είναι κληρονομικό.
Και, δυστυχώς, υστερούν αρκετά σε συναισθηματική νοημοσύνη, σε ενσυναίσθηση, κατανόηση και κοινωνική προσαρμοστικότητα, που χρειάζονται κόπο για να αποκτηθούν.
Το να γεννηθεί κανείς με υψηλό επίπεδο νοημοσύνης αποτελεί πραγματικά ένα δώρο. Οπότε η σωστή αντιμετώπισή του είναι η καλλιέργεια ευγνωμοσύνης και εκτίμησης και η μετριοφροσύνη. Υπάρχουν πολλά ακόμα που χρειάζεται να αποκτηθούν στην πορεία και σε αυτή τη διαδρομή όλοι είμαστε ίσοι.
Leon F Seltzer Ph.D